Στη μεγάλο πεντάγωνο των κορυφαίων αμερικανών μυθιστοριογράφων του β’ μισού του 20ού αιώνα ο Νόρμαν Μέιλερ ήταν ο θορυβώδης, ο Ντον Ντελίλο ο στυλιστικά αιρετικός, ο Φίλιπ Ροθ ο συγγραφικά αειθαλής, ο Τόμας Πίντσον ο φωτογραφικά αφανής. Για τον Τζον Απντάικ, που άφησε την τελευταία του πνοή το 2009 σε ηλικία 77 ετών, η κριτική είχε να εκτιμήσει την παραγωγικότητα, την πολυμάθεια και τη συνακόλουθη ποιότητα έργου κάποιου που έγραφε για χρόνια σταθερά ένα μυθιστόρημα τον χρόνο, όμως ο συγγραφέας των «Μαγισσών του Ιστγουικ» έβλεπε τις μετοχές του να υποχωρούν στη δύση του βίου του. Ισως γιατί, όπως υποδεικνύει ο Ανταμ Μπέγκλεϊ στην πρώτη μεγάλη βιογραφία του που κυκλοφόρησε στα μέσα Απριλίου στις ΗΠΑ («Updike», εκδ. Harper), ο Απντάικ ήταν πολύ προσηνής για να επιδιώκει φορτικά την αδιάλειπτη προβολή του.

«Δεν ήταν απελπισμένος ή αποτυχημένος ή μνησίκακος. Δεν ήταν αλλοτριωμένος ή προβληματικός ή μέθυσος. Δεν αντιδικούσε με κανέναν».
Η έλλειψη των παραπάνω ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών σε άλλα ιερά τέρατα της αμερικανικής λογοτεχνίας (τον πότη Χεμινγκγουέι, τον φιλόνικο Μέιλερ), έφερε εξαρχής τον Απντάικ σε δύσκολη θέση, σύμφωνα με τον Μπέγκλεϊ. Εξ ου και όταν νωρίς στην καριέρα του στα τέλη της δεκαετίας του ’50 έγινε δεκτός με διθυράμβους στις δεξιώσεις των λογοτεχνικών κύκλων της Νέας Υόρκης, η αντίδρασή του ήταν να δραπετεύσει με την οικογένειά του και να εγκατασταθεί στη Μασαχουσέτη. Από εκεί δημοσίευσε ένα πλήθος δηκτικών μυθιστορημάτων για το σεξ, τη θρησκεία και την προτεσταντική μεσαία τάξη της Αμερικής («Με την ομορφιά των κρίνων», «Σ.», «Το τέλος του χρόνου» είναι μερικά από τα γνωστότερά του στην Ελλάδα), δημιουργώντας μια πλατιά τοιχογραφία των κοινωνικών και πολιτισμικών τροπών της χώρας από τη δεκαετία του ’60 ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80. Τιμημένος με πλειάδα βραβείων, μεταξύ άλλων δύο National Book Awards και δύο Πούλιτζερ, ο Απντάικ ήταν ένας από τους λίγους συγγραφείς πολλαπλών μπεστ σέλερ που υπήρξαν ταυτόχρονα σοβαρές υποψηφιότητες για την απονομή του βραβείου Νομπέλ.
Η μόνη λιγότερο φωτεινή πλευρά του, σύμφωνα με τον Μπέγκλεϊ, ήταν η έντονη ροπή του στις εξωσυζυγικές σχέσεις –«έπινα τα δάκρυα των γυναικών και τα έφτυνα» το έθετε πιο λογοτεχνικά ο ίδιος ο Απντάικ. Πολλές σύζυγοι φίλων πέρασαν από το κρεβάτι του, καθώς όπως επισημαίνει ένα σχόλιο στο βιβλίο «ήταν θέμα υπερηφάνειας να έχεις κοιμηθεί με τον Τζον». Αρκετές λεπτομέρειες των ζευγαρωμάτων φαίνεται πως κατέληξαν πρώτη ύλη της μυθοπλασίας: η πρώτη του σύζυγος, έχοντας μόλις διαβάσει το μυθιστόρημα «Couples», του δήλωσε πως αισθανόταν να ασφυκτιά «από τις τρίχες της ήβης». Τεκμήρια της ελευθεριακής αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’70 αποτελούν το απαραίτητο άλας για το πρώτο έργο μιας πολυαναμενόμενης μελλοντικής χορείας: εκείνης των βιογραφιών που θα αποτυπώσουν την ιδιωτική ματιά των μεγάλων πεζογράφων της μεταπολεμικής Αμερικής στη σύγχρονή τους κοινωνία.

HeliosPlus