Martin Heidegger, Gesamtausgabe.
Band 94-96, Uberlegungen II-XV (3 τόμοι),
Vittorio Klostermann Verlag, 2014,
τιμή 135 ευρώ
Το ογκώδες νέο έργο του Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976) δεν αποτελεί ένα χαμένο magnum opus. Η ύπαρξη των λεγόμενων «μαύρων σημειωματαρίων», των φιλοσοφικών ημερολογίων που εκδόθηκαν τον Μάρτιο στη Γερμανία από τον εκδοτικό οίκο Vittorio Klostermann ως υπ’ αριθμόν 94, 95 και 96 τόμοι των απάντων του σημαντικού όσο και αμφιλεγόμενου γερμανού φιλοσόφου, είναι γνωστή από την εποχή που ο ίδιος συνέτασσε τον μελλοντικό κατάλογο δημοσίευσης των ανέκδοτων έργων του, υποδεικνύοντας την επιθυμητή σειρά τους. Από τις 1.200 σελίδες τους, το πλήθος των κριτικών δημοσιευμάτων που τις συνόδευσε επικεντρώθηκε μόλις σε δυόμισι –εκείνες που περιέχουν ανοικτά αντισημιτικά σχόλια χρονολογημένα στην περίοδο 1931-1941. Για κάποιους οι λίγες αυτές γραμμές αποτελούν άλλη μία συμβολή σε μια κολοσσιαία παρεξήγηση που διαρκεί επτά δεκαετίες. Για κάποιους άλλους, τους περισσότερους, αποτελούν οριστική απόδειξη ότι ο συγγραφέας του «Είναι και Χρόνος» και κορυφαίος εκπρόσωπος της φαινομενολογίας δεν υπήρξε απλώς ο (πρόθυμος ή απρόθυμος) συνοδοιπόρος του ναζιστικού καθεστώτος που λογιζόταν ως σήμερα, αλλά ο στοχαστής που ενσωμάτωσε καταστατικές αρχές του ολοκληρωτισμού ως θεμελιώδη αιτήματα της ίδιας του της φιλοσοφίας.
«Ο παγκόσμιος εβραϊσμός είναι ακατανόητος παντού και δεν έχει ανάγκη να εμπλακεί σε πολεμική δράση όσο συνεχίζει να ξεδιπλώνει την επιρροή του, ενώ εμείς αφηνόμαστε να θυσιάζουμε το καλύτερο αίμα των καλύτερων ανθρώπων μας» έγραφε το 1941 σε ένα από τα επίμαχα αποσπάσματα που αναζωπύρωσαν την επιστημονική διαμάχη αναφορικά με τις πεποιθήσεις του. Σε μια άλλη εγγραφή, χρονολογημένη μεταξύ 1938 και 1939, ο Χάιντεγκερ επισημαίνει την πρότερη υποτίμησή εκ μέρους του της «εσωτερικής αναγκαιότητας» του εθνικοσοσιαλισμού και της ανάγκης να εμβαθύνει στη μελέτη της για «διανοητικούς λόγους». Χωρία παρόμοιου ύφους έκαναν τον Ρίτσαρντ Γουόλιν, καθηγητή Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης του Μεταπτυχιακού Κέντρου του Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης και συγγραφέα του βιβλίου «Η γοητεία του ανορθολογισμού. Το ειδύλλιο της διανόησης με τον φασισμό από τον Νίτσε στον Μεταμοντερνισμό» (εκδ. Πόλις) να αποφανθεί στους «New York Times» ότι όσον αφορά τη διά βίου ταύτιση του Χάιντεγκερ με τον ναζισμό «οι αποδείξεις δεν είναι πλέον απλώς αδιαμφισβήτητες, είναι υπέρ το δέον αδιάψευστες». Η ποιοτική διαφορά σε σχέση με το παρελθόν έγκειται στο γεγονός ότι τα «μαύρα σημειωματάρια» δεν επέχουν περιφερειακή θέση στο έργο του γερμανού θεωρητικού, αποτελούν μέρος της φιλοσοφικής του ωριμότητας, όντας παράλληλα κείμενα ιδιωτικού χαρακτήρα πέραν των καταναγκασμών του δημόσιου λόγου σε ένα ολοκληρωτικό κράτος διά των οποίων ο Χάιντεγκερ συχνά δικαιολογούσε τις φιλοναζιστικές του θέσεις. Επιπλέον, η σημασία των αντισημιτικών σχολίων στα συμφραζόμενα φιλοσοφικών ασκημάτων ακυρώνουν την υπερασπιστική γραμμή πολλών απολογητών του, οι οποίοι τού χρέωναν χαρακτηρολογικά ελαττώματα, προσωπικές προκαταλήψεις ή την προσωπική εσωτερίκευση ενός πολιτισμικού ρατσισμού διάχυτου στα προπολεμικά αστικά ευρωπαϊκά στρώματα. Οπως επισημαίνει ο Τόμας Ασχόιερ στην «Die Zeit», «το αντιεβραϊκό μίσος των «μαύρων σημειωματαρίων» δεν ισοδυναμεί με αμελητέο παράγοντα, συγκροτεί τα θεμέλια της φιλοσοφικής του διάγνωσης».
Τα κρυπτικά και διφορούμενα διάσπαρτα σχόλιά του για το ναζιστικό καθεστώς, ελλειπτικά όσο η περίφημη πρόζα του («δύσβατη ακόμη και σε γερμανική μετάφραση», σύμφωνα με ένα ευφυολόγημα), εξηγούν ως έναν βαθμό το γιατί ονόματα του βεληνεκούς των Τεοντόρ Αντόρνο, Γιούργκεν Χάμπερμας, Καρλ Λέβιτ, Πιερ Μπουρντιέ, Εμμανιέλ Λεβινάς βρέθηκαν να αντιπαρατίθενται ως κατήγοροί του με υπερασπιστές της χορείας της Χάνα Αρεντ, του Γιαν Πάτοτσκα ή του Ζακ Ντεριντά. Ο σκοτεινός φιλόσοφος του 20ού αιώνα παρέμεινε ηθελημένα σκοτεινός: ως και ο επιμελητής των «μαύρων σημειωματαρίων», καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Βούπερταλ Πέτερ Τράβνι, εικάζει μόνο ότι σκοπός της δημοσίευσής τους ίσως ήταν για τον Χάιντεγκερ να υποδείξει πως «ακόμη κι ένας φιλόσοφος μπορεί να οδηγηθεί σε λανθασμένο δρόμο». Κατηγορηματικά, δεν τολμά να βεβαιώσει ότι πρόκειται για το μεταθανάτιο mea culpa ενός πλανημένου διανοουμένου –ούτε να αποκλείσει ότι συνιστούν το έσχατο αστείο ενός πεπεισμένου εθνικοσοσιαλιστή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ