Η συνάντησή μας έγινε το μεσημέρι του περασμένου Σαββάτου στο ατελιέ της, επί της οδού Κανάρη στο Κολωνάκι. Καθώς περιμένουμε τη Λουκία, παρέα με τον φωτογράφο του «Βήματος», τον Γιώργο Οικονομόπουλο, το μάτι μας πέφτει σε λεπτομέρειες του καλόγουστου χώρου που αποτελεί τη «βάση» της εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Συνεπής στην ώρα του ραντεβού, η μεγάλη κυρία της μόδας εμφανίζεται ντυμένη απλά, στις αποχρώσεις του μαύρου και του γκρι. Φοράει εντυπωσιακά αξεσουάρ και είναι πράγματι αδύνατο να περάσει απαρατήρητη η προσοχή στη λεπτομέρεια που αποπνέει η εμφάνισή της…
Μας χαιρετά με ένα εγκάρδιο χαμόγελο και την επόμενη στιγμή μάς οδηγεί στο εργαστήριο, έναν εξίσου φωτεινό χώρο, όπου μας αποκαλύπτει τα κοστούμια του «Νοσφεράτου»: της όπερας του ρώσου συνθέτη Ντμίτρι Κουρλιάνσκι που αποτελεί και την αφορμή της κουβέντας μας. Πρόκειται για μια φιλόδοξη παραγωγή που θα παρουσιαστεί τον προσεχή Ιούνιο στην Οπερα της Περμ, κοντά στα Ουράλια Ορη, και τον Φεβρουάριο του 2015 στην ιστορική σκηνή του μοσχοβίτικου Μπαλσόι σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, μουσική διεύθυνση Θεόδωρου Κουρεντζή και σκηνογραφία Γιάννη Κουνέλλη.
Το μεγάλο στοίχημα


«Είναι η πρώτη φορά που κάνω τα κοστούμια σε μια όπερα και η αλήθεια είναι πως όταν μου το πρότεινε για πρώτη φορά ο Τερζόπουλος σκέφτηκα ότι μου είναι αδύνατο να το τολμήσω, και μάλιστα σε μια τόσο μεγάλη αγορά… Φοβήθηκα μήπως τον πάρω κι αυτόν στον λαιμό μου» εκμυστηρεύεται η Λουκία. «Μετά όμως αποφάσισα να το δοκιμάσω. Με έπιασε, ας πούμε, το πείσμα… Στη ζωή μου έχω ένα μότο: να πιστεύεις στη δυνατότητα αυτού που μοιάζει αδύνατο». Δεν κρύβει το άγχος και το τρακ, ειδικά για το ανέβασμα στο Μπαλσόι. «Εκεί είναι το μεγάλο στοίχημα» λέει. Θυμάται την πρώτη φορά που επισκέφθηκε το θρυλικό θέατρο, προτού ξεκινήσουν εκεί οι εργασίες της μεγαλύτερης ανακαίνισης στην ιστορία του, το 2005. «Οταν έφερα στον νου μου πόσοι και ποιοι άνθρωποι έχουν περάσει από εκεί, με έπιασε δέος, έκανα ένα βήμα πίσω… Πού να το φανταστώ ότι θα ερχόταν η στιγμή που θα δούλευα τα κοστούμια για μια παράσταση η οποία θα ανέβει σε αυτή τη σκηνή» συνεχίζει παρακάτω.
Ωστόσο η τέχνη αποτελεί σταθερή πηγή έμπνευσης για τη Λουκία. Μια σύντομη αναδρομή στη δουλειά της φέρνει στον νου τις συλλογές που έχει αφιερώσει κατά καιρούς στον Φελίνι (στην ταινία «E la nave va»), στην Μπίλι Χολιντέι, στην Μπγιορκ αλλά και στον Κλιμτ. Η ίδια θεωρεί πως η μόδα είναι όλες οι τέχνες μαζί. «Μόδα δεν θα πει ξεφυλλίζω περιοδικά, δεν είναι το πατρόν, ούτε το ύφασμα… Μόδα θα πει ανοιχτοί ορίζοντες και ευρεία επαφή με τις τέχνες: γλυπτική, ζωγραφική, χορός. κινηματογράφος. Ο κινηματογράφος συγκεκριμένα με έχει βοηθήσει πολύ. Αγαπώ πολύ τον Μπουνιουέλ, κάθε ταινία του την έχω δει τέσσερις-πέντε φορές… Και από τον Φελίνι μπορείς να πάρεις πολλά πράγματα σε ό,τι αφορά το εικαστικό κομμάτι, όπως και από τον Βισκόντι. Τον «Θάνατο στη Βενετία» τον ξέρω λεπτό το λεπτό. Δεν το παίζω σπουδαία, απλώς θεωρώ ότι δεν γίνεται αλλιώς. Δεν μπορείς να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει αν δεν έχεις υπόψη σου πολλά πράγματα… Εγώ ακόμη μαθαίνω, λέω ότι δεν ξέρω τίποτα… Κάποτε μου είπαν να διδάξω σε μια σχολή. Μα τι να διδάξω, ακόμη διδάσκομαι. Το θεωρώ τεράστια ευθύνη το να μεταδώσεις γνώση».

Η υπαινικτική θεατρικότητα


Η κουβέντα περνά στο θέατρο που αποτελεί μεγάλη αγάπη της σχεδιάστριας. Η υπαινικτική θεατρικότητα των ρούχων της την οδήγησε στην ενδυματολογία νωρίς, με κομβικό σημείο εκκίνησης τη συνεργασία της με τη Μελίνα Μερκούρη στο «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν. Ακολούθησαν συνεργασίες της με το θέατρο «Κάτια Δανδουλάκη» και το «Αττις» του Θ. Τερζόπουλου σε έργα των Τενεσί Γουίλιαμς, Χάρολντ Πίντερ, Χάινερ Μίλερ, Μολιέρου… Πόσο διαφορετικό είναι να ντύνει άραγε μια πρωταγωνίστρια από το να ντύνει μια «ανώνυμη» γυναίκα;

«Στο θέατρο έχεις τη χαρά να βλέπεις αυτά που φτιάχνεις συγκεντρωμένα σε έναν προμελετημένο χώρο»
απαντά. «Ξέρεις το σκηνικό, τα χρώματα, τον φωτισμό, το πού θα κινηθούν τα κοστούμια σου, με έναν λόγο είσαι ασφαλής. Ντύνεις την πρωταγωνίστρια ή όλον τον θίασο και έχεις εικόνα του αποτελέσματος. Αυτή είναι η μαγεία του θεάτρου σε ό,τι αφορά τα κοστούμια. Στις κυρίες που έρχονται εδώ και τους δίνεις ένα φόρεμα ή ένα νυφικό ξέρεις ότι αυτά ενδεχομένως θα «χαθούν» σε άσχημους χώρους, σε κακούς φωτισμούς, είναι τελείως διαφορετικό». Και η επαφή με την «επώνυμη» προσωπικότητα; Η Λουκία παραδέχεται πως αυτό είναι πράγματι το πιο δύσκολο κομμάτι. Η ίδια όμως έχει καλή σχέση με τους ανθρώπους και αγαπά τους ηθοποιούς, της αρέσει η ανασφάλειά τους…

«Μπαίνω στη θέση τους. Ξέρω πως αν μου έλεγαν εμένα να βγω στη σκηνή και να πω μια λέξη, θα έπεφτα ξερή την άλλη στιγμή. Καταλαβαίνω πόσο δύσκολο είναι αυτό που κάνουν, δεν είναι εύκολο να εκτίθεσαι κάθε μέρα»
. Παραδέχεται όμως πως έχουν υπάρξει και ακραίες περιπτώσεις που την έχουν εξωθήσει να φύγει από μια συνεργασία. «Οταν φτάνεις σε αυτό το σημείο, δεν έχεις επιλογή… Τι να κάνεις, να τα βάλεις με ημίτρελους; Στο σημείο που έχω φτάσει βέβαια έχω κι αυτή την πολυτέλεια, να φεύγω».
Της ζητώ να θυμηθεί ανθρώπους του θεάτρου που της έχουν αφήσει μια ιδιαίτερη αύρα. «Με τη Μελίνα» λέει «είχαμε μια πολύ καλή συνεργασία. παρ’ όλο τον έντονο χαρακτήρα της. Ηταν βέβαια εκεί και ο Τζούλι κι έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Το να συνεργάζεσαι με αυτούς τους δύο ανθρώπους ήταν πολύ σημαντικό, ειδικά για μένα που ήμουν πολύ νέα τότε. Υπήρξα τυχερή γιατί ωρίμασα επαγγελματικά κοντά σε πολύ ενδιαφέροντες ανθρώπους. Γνώρισα πολύ γοητευτικές προσωπικότητες εκείνη την εποχή. Από τη Μελίνα έμαθα πολλά που αφορούν το στυλ γιατί η ίδια διέθετε απαράμιλλο. Κοιτάζοντάς τη, θέλοντας και μη, κάτι έπαιρνες απ’ αυτό».
Για τη Διαμαντίδου


Στη συνέχεια αναφέρεται στη Δέσπω Διαμαντίδου. «Την είχα σαν μάνα μου» λέει «και μαζί μου έφυγε από τη ζωή… Στο τέλος αντιμετώπιζε μοναξιά. Ηταν διανοούμενος άνθρωπος, διάβαζε πολύ, ήταν εξαιρετική μεταφράστρια, αλλά δυστυχώς ο Θεός τής επιφύλαξε τη δοκιμασία να μη βλέπει, κι αυτό της στοίχιζε πολύ. Είχε φοβερό χιούμορ και ήταν καταπληκτική συζητήτρια. Ερχόταν σχεδόν κάθε πρωί εδώ, έπινε τον καφέ της και σχολίαζε πράγματα. Παρ’ όλες τις δοκιμασίες που αντιμετώπιζε στο τέλος όμως, αγαπούσε πολύ τη ζωή. Ως την τελευταία στιγμή πάλευε να κρατηθεί στη ζωή».
Για τον Δημήτρη Χορν λέει ότι ήταν δύσκολος άνθρωπος. Θυμάται χαρακτηριστικά μια μέρα που μπήκε στο ατελιέ ντυμένος με ένα μαύρο μακρύ παλτό και ένα κόκκινο κασκόλ. «Ηταν τόσο κομψός και τόσο ωραίος… σαν να γέμισε φως ο χώρος. Ηταν άλλες προσωπικότητες αυτές, και είχα τη χαρά και την τιμή να ζήσω κοντά τους».
Η Λουκία μιλάει με αγάπη και συγκίνηση για τον Μάριο Πλωρίτη. Λέει πως ακόμη και σήμερα δεν πιστεύει ότι έχει φύγει από τη ζωή. «Με την Κάτια Δανδουλάκη είμαστε φίλες 40 χρόνια» συνεχίζει. «Είναι η αδελφή που δεν μου χάρισε ο Θεός. Δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή ηθοποιός, δεν με ενδιαφέρει… Είναι εξαιρετικός άνθρωπος, σημείο αναφοράς για μένα. Δεν ξεχνώ ποτέ τα γέλια μας, τα κλάματά μας, το πόσο ακουμπά η μία στην άλλη στις δύσκολες στιγμές της ζωής. Νομίζω ότι τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα στις ανθρώπινες σχέσεις, δεν είναι πλέον καθόλου έτσι… Γι’ αυτό και υπάρχουν πέντε-έξι άνθρωποι όλοι κι όλοι στη ζωή μου. Αυτούς βλέπω, με αυτούς μιλάω, με τους υπόλοιπους αισθάνομαι πως δεν έχω τι να πω».
Θεωρεί πως το αστικό στοιχείο έχει πλέον εκλείψει και εκτιμά πως χάθηκε για πάντα. «Δεν υπάρχει η «μαγιά» να ξαναγίνει, καταστράφηκε. Και μ’ όλο αυτό που ζούμε σήμερα, έχουν βγει στην επιφάνεια άλλες συμπεριφορές, κι αυτές νομίζω πως θα επικρατήσουν: φάε την πόρτα στη μούρη, σε σπρώχνω για να περάσω, μιλάς και σου απαντούν με αδιαφορία στο τηλέφωνο, στα μαγαζιά, παντού… τέτοιου είδους πράγματα εννοώ».

Ταλέντα στην κρίση


Η κρίση έχει αναμφίβολα επηρεάσει και τον χώρο της. Λέει πως ακόμη και οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτή την κατάσταση ως άλλοθι. «Ξέρεις ότι κάποιοι έχουν τόσα χρήματα όχι μόνο γι’ αυτούς και τα παιδιά τους αλλά για γενιές ολόκληρες. Κι όμως γκρινιάζουν. Φαίνεται πως έτσι είναι οι πλούσιοι… Εγώ δεν υπήρξα ποτέ πλούσια… Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως πάντα έτσι γίνεται. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι».
Πού βρίσκεται άραγε η ελληνική μόδα; «Πουθενά» απαντά απερίφραστα η Λουκία. «Ταλέντα μπορεί να υπάρχουν, αλλά ποιος θα τους βοηθήσει αυτούς τους ανθρώπους να εξελιχθούν; Δεν υπάρχει μια καλή κρατική σχολή, να φέρει καθηγητές από το εξωτερικό, να φέρει καλλιτέχνες, ούτως ώστε τα παιδιά να ανοιχτούν σε νέους δρόμους και να μπορέσουν να βρουν τον δρόμο τους. Παλεύουν λοιπόν να φτιάξουν κανένα ρουχαλάκι, και πάλι δεν έχουν τις γνώσεις την όποια δυνατότητα έχουν να την αναδείξουν και να την εξελίξουν. Δεν θα πει τίποτα να στήσεις ένα ωραίο φόρεμα».

«Δίπλα στο κρεβάτι μου έχω πάντα ένα μπλοκ»
Η Λουκία μιλά για την έμπνευση: είναι σαν να τραβάς μια κορδέλα, λέει. «Σε καθετί που κάνω, η αρχή είναι πάντα δύσκολη. Πάντα κάτι σκέπτομαι, όμως. Δεν αφήνω ποτέ το μυαλό μου να επαναπαυτεί. Δίπλα στο κρεβάτι μου υπάρχει πάντα ένα μπλοκ, γιατί πιστεύω ότι την ώρα που πάει να σε πάρει ο ύπνος σκέφτεσαι τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα για τη ζωή σου, για τη δουλειά που κάνεις, για τους φίλους σου. Κάτι σχεδιάζω, λοιπόν, σε αυτό, κάτι γράφω… Είναι μια συνήθεια που έχω από πολύ νέα και με έχει βοηθήσει πολύ.».
Ομολογεί ότι άργησε να μάθει να ακούει όπερα. Αρχικά προτιμούσε τη συμφωνική μουσική, ο τραγουδισμένος λόγος κάπου την ξένιζε. Προσέγγισε το είδος μέσα από την προσωπικότητα της Κάλλας και πλέον δηλώνει λάτρις του. Αναφορικά με τον «Νοσφεράτου» ήξερε ότι έπρεπε να κάνει κάτι άλλο απ’ αυτό που είχε δει στον κινηματογράφο, κάτι που να έχει σχέση με την κατάσταση που ζούμε. Αρχισε, λοιπόν, να στήνει πράγματα και μετά να αφαιρεί, προκειμένου να το φέρει πιο κοντά στα καθ’ ημάς: στην κρίση, στην ανασφάλεια, στις δυσκολίες των νέων… «Είπα, λοιπόν, θα κάνω ένα φοβιστικό πράγμα, που να παραπέμπει στο σήμερα: έναν «Νοσφεράτου» που θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε μεγαλοκαρχαρίας που εκμεταλλεύεται τους άλλους. Το κοστούμι είναι σύγχρονο, απλώς υπάρχει μια προσθήκη σαν κουκούλα που θα μπορούσε να τον σκεπάσει, να τον εξαφανίσει, κι από ‘κεί πετιούνται κάτι σαν αγκάθια. Πιο θεατρικό το κοστούμι της σκοτεινής αντι-ηρωίδας που μοιράζει το μολυσμένο αίμα, ενώ αυτό της αφηγήτριας είναι κάτι μεταξύ σημερινού και άσχετου… Η Περσεφόνη, τέλος, που βγαίνει ανάλαφρη και τρυφερή, φορά ένα φόρεμα μίνιμαλ και ένα νυφικό».

πότε & πού:
Ο «Νοσφεράτου» θα κάνει πρεμιέρα στις 13/6 στην Περμ και στις 20/6 θα είναι η εναρκτήρια παράσταση του Φεστιβάλ Ντιαγκίλεφ της ίδιας πόλης. Τον Φεβρουάριο του 2015 θα παρουσιαστεί στο θέατρο Μπαλσόι της Μόσχας. Με τους Τάσο Δήμα, Ναταλία Πσενιτσνίκοβα, Αλα Ντεμίτοβα, Σοφία Χιλλ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ