Οι αίθουσες συναυλιών, τα θέατρα όπερας αλλά και τα σύγχρονα πολυδαίδαλα πολιτιστικά «συμπλέγματα» αποτελούν κατά κοινή ομολογία πεδίο δόξης λαμπρό για τους διάσημους αρχιτέκτονες κάθε εποχής. Μια σύντομη αναδρομή –από το περίφημο κτίριο της Φιλαρμονικής του Βερολίνου του Χανς Σαρούν το 1963 ως το φουτουριστικό Κέντρο Χαϊντάρ Αλίγεφ της Ζάχα Χαντίντ που εγκαινιάστηκε μόλις πέρυσι στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν –αποδεικνύει εύκολα του λόγου το αληθές. Παρά τις άψογες αναλογίες και την εντυπωσιακή ακουστική τους όμως η πορεία των εν λόγω φιλόδοξων κτιρίων από τα σχέδια επί χάρτου στην υλοποίηση κατά κανόνα λαμβάνει διαστάσεις σίριαλ με βασικά επεισόδια τις καθυστερήσεις, τις σημαντικές υπερβάσεις του αρχικού προϋπολογισμού και τις συνακόλουθες αντεγκλήσεις οι οποίες, όχι σπάνια, αποπνέουν οσμή σκανδάλου.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα της αντιστρόφως ανάλογης διαδικασίας ανάμεσα στην αρχιτεκτονική έμπνευση και στη ρεαλιστική εκτέλεση το τρέχον διάστημα αποτελεί το υπό κατασκευή κτίριο της Φιλαρμονικής του Ελβα στο Αμβούργο. Σχεδιασμένο από το διάσημο δίδυμο των ελβετών αρχιτεκτόνων Χέρτσογκ Ντε Μερόν το εντυπωσιακό υπερυψωμένο γυάλινο κτίσμα κατασκευάζεται στην κορυφή μιας παλιάς αποθήκης κατά μήκος του ποταμού Ελβα. Ωστόσο, μια σειρά προβλήματα που έχουν ανακύψει –μεταξύ αυτών καθυστερήσεις, λάθος εκτιμήσεις και δικαστικές διαμάχες –έχουν βυθίσει το φιλόδοξο πρότζεκτ σε δεκαετές τέλμα. Ο αρχικός προϋπολογισμός του συμπλέγματος –που θα συμπεριλάβει τρεις αίθουσες συναυλιών, ένα ξενοδοχείο, διαμερίσματα και μια πλατεία –ήταν της τάξεως των 272 εκατ. ευρώ και το πλάνο προέβλεπε την ολοκλήρωσή του το 2009. Ωστόσο, το κόστος έχει πλέον εκτιναχθεί στα 789 εκατ. –παραμένει αμφίβολο αν θα διατηρηθεί τελικά σε αυτά τα επίπεδα –και τα εγκαίνιά του έχουν μετατοπιστεί για την άνοιξη του 2017.
Η πόλη των τεχνών


Ανάλογη η ιστορία της Πόλεως των Τεχνών (Cidade das Artes) στο Ρίο ντε Τζανέιρο: το εντυπωσιακό σύμπλεγμα του αρχιτέκτονα Kριστιάν ντε Πόρτσαμπαρκ ξεκίνησε με αρχικό προϋπολογισμό 26,8 εκατ. ευρώ για να φτάσει στο τέλος τα 176,8 εκατ. Και όλα αυτά ενώ η Φιλαρμονική του Παρισιού, σχεδιασμένη από τον Ζαν Νουβέλ –με την έντονα επικλινή μεταλλική οροφή που δίνει την εντύπωση στον επισκέπτη ότι μπορεί να περπατήσει σε αυτή –αναμένεται να κοστίσει τελικά τα διπλάσια από ό,τι είχε αρχικά υπολογιστεί όταν ξεκίνησε η κατασκευή της το 2010.

«Τα εν λόγω συμπλέγματα αποτελούν πολύ περισσότερα από βιτρίνα μιας τοπικής ορχήστρας ή όπερας: είναι ένα είδος διεθνούς «ετικέτας»»
εξέφρασε την εκτίμηση μιλώντας προ ημερών στους «Times» της Νέας Υόρκης ο Μάθιου Κοϊτένιους, βετεράνος αναλυτής μιας γερμανικής ερευνητικής φίρμας που επικεντρώνεται σε ανάλογα πρότζεκτ. «Γενικότερα, τέτοιου είδους συγκροτήματα βοηθούν τη θέση, την αγορά, την ίδια την πόλη τόσο σε τοπικό όσο και σε εθνικό αλλά και διεθνές επίπεδο» συνέχισε, προσθέτοντας πως μέσα από αυτό το πρίσμα το τελικό αποτέλεσμα αποζημιώνει για κάθε είδους επιπλοκές οι οποίες εμφανίζονται στην πορεία. Χαρακτηριστικά θυμίζει την περίπτωση της περίφημης Οπερας του Σίδνεϊ, για την ολοκλήρωση της οποίας χρειάστηκαν περίπου 14 χρόνια.
Το «Αβγό» του Πεκίνου


Ενα από τα πλέον φιλόδοξα –και πολυσυζητημένα –ανάλογα κτιριακά συμπλέγματα των τελευταίων χρόνων υπήρξε αναμφίβολα το Εθνικό Κέντρο Παραστατικών Τεχνών του Πεκίνου, επονομαζόμενο και «Αβγό» λόγω του σχήματός του. Η κατασκευή του άρχισε το 2001 και η εναρκτήρια συναυλία δόθηκε τον Δεκέμβριο του 2007, εν όψει βέβαια και των επικείμενων τότε Ολυμπιακών Αγώνων που διεξήχθησαν στην κινεζική πρωτεύουσα τον επόμενο χρόνο. Στα μέσα περίπου της κατασκευαστικής περιόδου εν τούτοις το όλο πρότζεκτ υπέστη ισχυρό κλυδωνισμό λόγω του ότι ο γάλλος αρχιτέκτονας του κτιρίου Πολ Αντρέ βρέθηκε στο στόχαστρο έρευνας των Αρχών της χώρας του για την κατάρρευση της οροφής τερματικού σταθμού στο αεροδρόμιο «Σαρλ ντε Γκωλ» του Παρισιού τον Μάιο του 2004, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων, οι δύο εξ αυτών μάλιστα κινέζοι πολίτες. Το γεγονός αυτό άνοιξε τον ασκό του Αιόλου προκαλώντας ποικίλες επικρίσεις. Οι αλλαγές οι οποίες θεωρήθηκαν αναγκαίες κατόπιν τούτου και η γενικότερη επανεκτίμηση του έργου οδήγησαν στην αύξηση του προϋπολογισμού του «Αβγού» από τα 3,1 δισ. ευρώ στα 3,7 δισ. Δεν ήταν λίγοι όσοι διαμαρτυρήθηκαν τότε ότι αφενός το ίδιο το κτίριο –ένα μεγαθήριο από τιτάνιο και γυαλί –είναι άσχετο με τις κινεζικές παραδόσεις, αφετέρου η επένδυση δεν θα μπορούσε να βγάλει τα λεφτά της ποτέ. Σε ό,τι αφορά το δεύτερο σκέλος πάντως η κινεζική κυβέρνηση ανταπάντησε ότι το έργο δεν κατασκευάστηκε για κερδοσκοπικούς λόγους.
Το θέατρο Μαριίνσκι



Εντονες συζητήσεις προκάλεσε η κατασκευή της Δεύτερης Σκηνής του ιστορικού θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης

Ανάλογες –ίσως ακόμη πιο έντονες –συζητήσεις προκάλεσε η κατασκευή της Δεύτερης Σκηνής του ιστορικού θεάτρου Μαριίνσκι της Αγίας Πετρούπολης που εγκαινιάστηκε με ιδιαίτερη λαμπρότητα τον Μάιο του 2013, συμπληρώνοντας το θεατρικό σύμπλεγμα το οποίο αποτελείται από το ιστορικό κτίριο του 1860 και την αίθουσα συναυλιών του 2007. Και σε αυτή την περίπτωση η κατασκευή έλαβε διαστάσεις σίριαλ: αρχικά, τον διεθνή διαγωνισμό κέρδισε ο γάλλος αρχιτέκτονας Ντομινίκ Περό. Ωστόσο, όταν το κόστος ανέβηκε από τα 72,4 εκατ. ευρώ στα 176,8 εκατ., η ρωσική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι ματαιώνει τα σχέδια του Περό. Ο νέος διεθνής διαγωνισμός που προκηρύχθηκε ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον –πρωθυπουργό τότε –Βλαντίμιρ Πούτιν το 2009. Ο σουπερστάρ ρώσος μαέστρος και ισχυρός άνδρας του Μαριίνσκι Βαλέρι Γκέργκιεφ σχολίασε την κυβερνητική απόφαση με τα εξής λόγια: «Θέλαμε να δώσουμε την εντύπωση ότι παρ’ όλο που βρεθήκαμε σε δύσκολη κατάσταση δεν είμαστε διατεθειμένοι να καθυστερήσουμε την κατασκευή για πάντα… Κανείς μας δεν ένιωθε άνετα με μια στάση του τύπου «Είσαι σπουδαίος αρχιτέκτονας, απλώς έλα και φτιάξ’ το»» είπε αναφερόμενος στον Περό.

Τον δεύτερο διαγωνισμό κέρδισε το καναδικό αρχιτεκτονικό δίδυμο Ντάιαμοντ Σμιντ, με τον προϋπολογισμό να φτάνει σε αυτή την περίπτωση τα 295 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο αντλήθηκε στο σύνολό του από τον κρατικό κορβανά. Το κτίριο το οποίο, όπως χαρακτηριστικά σημείωσε ο ένας από τους δύο αρχιτέκτονες, «σηματοδότησε το πρώτο μεγάλο θέατρο όπερας στη Ρωσία από την τσαρική περίοδο» προβλήθηκε ως το «πιο σημαντικό κατασκευαστικό έργο στη χώρα τα τελευταία 70 χρόνια». Ωστόσο, λίγο πριν από τα λαμπρά εγκαίνια –στα οποία, ας σημειωθεί, ο διεθνής Τύπος παραχώρησε εντυπωσιακή έκταση –μεμονωμένα πρόσωπα αλλά και ενώσεις της Αγίας Πετρούπολης εξέφρασαν την άποψη ότι το κτίριο δεν δένει με την πλούσια Ιστορία της πόλης, φτάνοντας στο σημείο να αξιώνουν ακόμη και την… κατεδάφισή του!

Οι πανάκριβες ανακαινίσεις των λυρικών θεάτρων
Ιδιαίτερο κεφάλαιο στο θέμα αποτελούν οι ανακαινίσεις μερικών από τα σημαντικότερα και παλαιότερα λυρικά θέατρα στην Ευρώπη –χτισμένα τον 18ο και τον 19ο αιώνα τα περισσότερα –που έλαβαν χώρα τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Και σε αυτή την περίπτωση οι υπερβάσεις κόστους και οι συνακόλουθες καθυστερήσεις προκάλεσαν στη μεγάλη τους πλειονότητα έντονες τριβές και αντεγκλήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, για αρκετά μεγάλο διάστημα μετά την ανακαίνιση τα θέατρα αναζητούσαν, ή αναζητούν ακόμη, τον βηματισμό τους…
Μέσα από αυτό το πρίσμα η τρέχουσα ανακαίνιση της Κρατικής Οπερας του Βερολίνου προκαλεί την τελευταία τριετία έντονο προβληματισμό τόσο στον Τύπο όσο και στους πολιτικούς κύκλους της γερμανικής πρωτεύουσας καθώς μοιάζει με… βαρέλι χωρίς πάτο! Πριν από περίπου έναν χρόνο ανακοινώθηκε η αύξηση του κόστους εργασιών κατά 54 εκατ. ευρώ, γεγονός που εκτίναξε το συνολικό ποσό στα 300 εκατ. ευρώ (αντί των 240 που είχε αρχικά υπολογιστεί). Αναλόγως επηρεάστηκε και η ημερομηνία επαναλειτουργίας: το ιστορικό κτίριο βρίσκεται υπό ανακαίνιση από το 2010 και ενώ οι πρώτοι υπολογισμοί ήθελαν να ανοίγει και πάλι τις πύλες του το 2013, πλέον και ο νέος στόχος του φθινοπώρου του 2015 είναι αμφίβολο αν θα επιτευχθεί αφού οι επίσημες ανακοινώσεις αναμένονται ακόμη.
Το νέο πολιτιστικό σύμπλεγμα που θα προκύψει από την ανακαίνιση πρόκειται να συμπεριλάβει και την καινούργια Ακαδημία Μπαρενμπόιμ-Σαΐντ (από τον διάσημο αργεντινο-ισραηλινό μαέστρο Ντάνιελ Μπαρενμπόιμ και τον αμερικανο-παλαιστίνιο διανοούμενο Εντουαρντ Σαΐντ) σε έναν πρώην αποθηκευτικό χώρο. Η μετατροπή του σε Ακαδημία κατέστη δυνατή χάρη σε ομοσπονδιακή δωρεά της τάξεως των 20 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, προβληματισμός εκφράζεται κατά καιρούς για την κάλυψη του κόστους της προσωρινής στέγασης της Κρατικής Οπερας στο θέατρο Σίλερ. Σύμφωνα με παλαιότερο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Der Tagesspiegel», η πόλη του Βερολίνου παρέχει επιχορήγηση της τάξεως των 250 ευρώ ημερησίως ανά θέση.
Από τις πλέον συζητημένες ανακαινίσεις είναι αυτή του λονδρέζικου Κόβεντ Γκάρντεν τη δεκαετία του 1990, η οποία κατέστη δυνατή χάρη σε πόρους τους οποίους παρείχε το Συμβούλιο Τεχνών αλλά και με τη συνδρομή ιδιωτών χορηγών και οδήγησε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των διοικητικών παραγόντων της, στο «πιο σύγχρονο θέατρο της Ευρώπης από πλευράς ευκολιών και παροχών». Εκτεταμένη υπήρξε εξάλλου και η ανακαίνιση του θεάτρου Liceu της Βαρκελώνης μετά τη φωτιά που ξέσπασε εκεί στις 31 Ιανουαρίου 1994.
Τον πραγματικό θόρυβο, όμως, στα διεθνή μέσα ενημέρωσης προκάλεσαν οι ανακαινίσεις της Σκάλας του Μιλάνου το διάστημα 2002-2004 και του θεάτρου Μπαλσόι της Μόσχας την περίοδο 2005-2011. Στην πρώτη περίπτωση οι εργασίες προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις καθώς οι συντηρητικοί κύκλοι του Μιλάνου εξέφρασαν φόβους ότι σημαντικές ιστορικές λεπτομέρειες της Σκάλας θα αφανιστούν. Ωστόσο, οι διοικούντες τότε το θέατρο δήλωσαν εντυπωσιασμένοι από τις βελτιώσεις τόσο στο ίδιο το οικοδόμημα όσο και στην ποιότητα του ήχου.
Οσο για το Μπαλσόι, η πολύχρονη ανακαίνιση σημαδεύτηκε από οικονομικά σκάνδαλα, αλλαγές διοικήσεων, κατηγορίες για διαφθορά και πολλά ακόμη τα οποία τροφοδότησαν επί μακρόν τον διεθνή Τύπο. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη ανακαίνιση στην πορεία της ιστορικής μοσχοβίτικης σκηνής, η οποία μάλιστα υπερέβη κατά 16 φορές τον αρχικό προϋπολογισμό αγγίζοντας τελικά το ποσό των 580 εκατ. ευρώ. Οι σκοποί της ανακαίνισης που άρχισε το 2005 και κράτησε έξι ολόκληρα χρόνια –η λαμπρή επανέναρξη έγινε τον Οκτώβριο του 2011 έχοντας ως τότε αναβληθεί ουκ ολίγες φορές –προβλήθηκαν έντονα από τους διοικητικούς παράγοντες: πέρα από τους προφανείς λόγους ασφαλείας για τους καλλιτέχνες και το κοινό, το θέατρο Μπαλσόι (το Μεγάλο Θέατρο επί το ελληνικότερο) όφειλε να συνεχίσει να αποτελεί πηγή εθνικής υπερηφάνειας λαμβάνοντας υπόψη, ωστόσο, τις αλλαγές οι οποίες είχαν επέλθει στο μεσοδιάστημα στη μετασοβιετική κοινωνία αλλά και στο αισθητικό κριτήριο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ