Βαθμολογία

5: εξαιρετική, 4: πολύ καλή, 3: καλή, 2: ενδιαφέρουσα, 1: μέτρια, 0: απαράδεκτη, _: χωρίς άποψη
———————
«Καμίλ Κλοντέλ 1915» («Camille Claudel 1915», Γαλλία, 2013) του Μπρουνό Ντιμόν, με τους Ζιλιέτ Μπινός, Ζαν Λυκ Βενσάν
Η παρακολούθηση μιας ταινίας του Μπρουνό Ντιμόν δεν είναι ποτέ εύκολη υπόθεση, αρκεί να θυμηθεί κανείς ταινίες όπως η «Φλάνδρα» και οι «29 φοίνικες». Ο σκληρός ρεαλισμός του γάλλου σκηνοθέτη τσακίζει κόκαλα και αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην ηπιότερη (και ίσως καλύτερη) των ταινιών του, στην οποία η Ζιλιέτ Μπινός υποδύεται τη γλύπτρια Καμίλ Κλοντέλ (1864-1943) την εποχή που πολλά χρόνια μετά τη σχέση της με τον Ροντέν βρισκόταν έγκλειστη σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Στο μεγαλύτερο μέρος της η ταινία είναι μια συνεπέστατη, χωρίς παραχωρήσεις καταγραφή των συνθηκών ζωής της στο ίδρυμα, με την Κλοντέλ διαρκώς σε πρώτο πλάνο. Τη βλέπουμε να τρώει, να την πλένουν, να την ντύνουν, να κλαίει, να ουρλιάζει. «Δεν αντέχω άλλο» ξεσπά κάποια στιγμή και οι τρίχες σου σηκώνονται κάγκελο. «Δεν είμαι πια ανθρώπινο πλάσμα». Πρόκειται ασφαλώς για έναν εξαιρετικά αβανταδόρικο ρόλο που όμως ενσωματώνεται σε μια ερμηνεία γενναία, με πολλή ψυχή αλλά την ίδια ώρα λιτή και απέριττη όπως η φιγούρα της ίδιας της Κλοντέλ που στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας κυκλοφορεί μέσα σε ένα άσπρο σεντόνι. Συγχρόνως, ο Ντιμόν σχεδόν καταπιεστικά εμμένει στα παραμορφωμένα πρόσωπα των υπολοίπων ασθενών, εξουθενωμένα πλάσματα με τα οποία η Κλοντέλ στην πραγματικότητα νιώθει ότι δεν έχει καμία σχέση (και όντως έτσι είναι). Μπροστά τους δείχνει υγιής και το μόνο της αποκούμπι η ελπίδα της επίσκεψης του αδελφού της Πολ Κλοντέλ, η σχέση του οποίου μαζί της είναι ο υπόγειος μοχλός που κινεί την ιστορία. Γιατί είναι μια σχέση απέραντης αγάπης από τη μια πλευρά και στυγνής προδοσίας από την άλλη σε αυτό το σπαραχτικό φιλμ που μιλά με απόλυτη ευστοχία για το αδιέξοδο της κυριολεκτικής απόγνωσης.
Βαθμολογία: 3
Αθήνα: ODEON ΕΜΠΑΣΣΥ – ΝΙΡΒΑΝΑ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ
«Ο θρύλος του Μάικλ Κόλχαας» («Michael Kolhaas», Γαλλία/ Γερμανία, 2013) του Αρνό Ντε Παγιέρ , με τους Μαντς Μίκελσεν, Μπρούνο Γκαντς
Η επικαιρότητα αυτής της ταινίας είναι ολοφάνερη παρότι η ιστορία της αναφέρεται σε περασμένους αιώνες και αλλοτινές εποχές. Ο ήρωας του τίτλου (Μαντς Μίκελσεν) είναι ένας εύπορος έμπορος αλόγων ο οποίος στη Σεβέν του 16ου αιώνα πέφτει θύμα αδικίας της εξουσίας, παίρνει τον νόμο στα χέρια του και αποφασίζει να αντισταθεί οργανώνοντας έναν προσωπικό στρατό. Μετατρέπεται σε ένα είδος Ρομπέν των Δασών αλλά πόσο έτοιμος τελικά για φωτιά και όλεθρο είναι πραγματικά μέσα του; Πόσο πιστεύει σε αυτό που κάνει;
Το πολύ ενδιαφέρον αυτό φιλμ δεν μιλά μόνο για την αδικία της εξουσίας του χρήματος, την εξέγερση και και την αντίσταση αλλά και για τη δυσκολία της προσαρμογής ενός κοινού ανθρώπου στον ρόλο του ουσιαστικού ηγέτη. Ο Δανός Μίκελσεν κάνει μια θαυμάσια δουλειά μιλώντας γαλλικά και καβαλώντας τα άλογα – το βλέμμα του εκπέμπει μια γρανιτένια αποφασιστικότητα η οποία σιγά σιγά λυγίζει. Ταυτόχρονα ο φακός της διευθύντριας φωτογραφίας Ζαν Λαπουαρί αντιπαραθέτει τη γαλήνη του πανέμορφου φυσικού τοπίου με τη θύελλα στις ψυχές των ανθρώπων που την περιστοιχίζουν. Στηρίζεται στις σελίδες του Χάινριχ Φον Κλάιστ και πριν από λίγο καιρό απέσπασε το βραβείο καλύτερης ταινίας στο τελευταίο Φεστιβάλ Γαλλοφωνίας της Αθήνας.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες
Αθήνα: ΙΝΤΕΑΛ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – ΑΒΑΝΑ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΚΗΦΙΣΙΑ –ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – GAZARTE – CINERAMA – ΙΛΙΟΝ
«Χαρά» (Ελλάδα, 2012) του Ηλία Γιαννακάκη, με τους ΜΑμαλία Μουτούση, Γιώργο Συμεωνίδη
Παρά τον τίτλο της ταινίας (πίσω από τον οποίο κρύβεται ένα μυστικό που δεν θα αποκαλυφθεί εδώ), η χαρά είναι ένα συναίσθημα που αφορά μόνον την κεντρική ηρωίδα (Αμαλία Μουτούση) και κανέναν άλλον – πόσω μάλλον τον θεατή. Σε μια στιγμή παιδικής σχεδόν αδυναμίας (ή εξαιρετικά ώριμης δύναμης – όπως τα πάρει κανείς) η ηρωίδα, σαφέστατα άνθρωπος προβληματικός, αποφασίζει να απαγάγει ένα βρέφος από την κούνια του και να το κάνει δικό της. Γιατί το έκανε;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως εύκολη δεν είναι γενικότερα η δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Ηλία Γιαννακάκη. Σε αυτό το σύνθετο πλέγμα κινηματογραφοφιλίας, ψυχανάλυσης και «ντοκουμέντου» (διόλου τυχαία ο σκηνοθέτης έχει γυρίσει πάνω από 80 ντοκιμαντέρ) ο φακός θέτει διαρκώς ερωτήματα που μένουν αναπάντητα. Ισως να μην έχει και τόση σημασία η απάντηση, ίσως καλό είναι που το «γιατί» μένει σφραγισμένο στην καρδιά της γυναίκας ακόμα και ενώπιον του δικαστηρίου. Το σίγουρο είναι ότι ο Γιαννακάκης αγαπά το σινεμά, αγαπά τους ηθοποιούς του (πέραν της εκπληκτικής Μουτούση όλοι οι δεύτεροι ρόλοι έχουν ισάξιο βάρος) και αγαπά την τέχνη της αφαιρετικής αφήγησης, δίνοντας στον θεατή το περιθώριο να σκεφτεί χωρίς δημαγωγία.
Βαθμολογία: 3
Αίθουσες
Αθήνα: ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
ΕΠΙΣΗΣ ΣΤΙΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ
>>Η ευχάριστη νότα της εβδομάδας βρίσκεται σε ένα κινούμενο σχέδιο, το «Rio 2» (ΗΠΑ, 2014) του Κάρλος Σαλντάνα, όπου οι παπαγάλοι και τα υπόλοιπα πουλιά του Ρίο Ντε Τζανέιρο της πρώτης ταινίας λαμβάνουν μέρος σε μια επιχείρηση σωτηρίας της ζούγκλας του Αμαζονίου. Γελάσαμε αρκετά αλλά αυτή τη φορά η έκπληξη της πρώτης ταινίας δεν μπόρεσε να αντικατασταθεί με κάτι άλλο. Επίσης, είδαμε την ταινία μεταγλωττισμένη και αυτό από μόνο του είναι μείον.
Αθήνα: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ – ODEON ΓΛΥΦΑΔΑ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ –ΟΛΑ ΤΑ VILLAGE
Θεσσαλονίκη: ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – STER ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ – VILLAGE COSMOS
>>Στη περιπέτεια «Ο μόνος επιζών» («Lone survivor», ΗΠΑ, 2013) του Πίτερ Μπεργκ παρακολουθούμε την προσπάθεια μιας ομάδας αμερικανών πολεμιστών (Μαρκ Γουόλμπεργκ, Τέιλορ Κιτς, Εμίλ Χιρς, Μπεν Φόστερ) να αντισταθεί σε ολόκληρο στρατό από Ταλιμπάν. Αυτός ο θορυβώδης και απίστευτα πομπώδης θρίαμβος του Καλού Αμερικανού Στρατιώτη είναι τόσο προπαγανδιστικά γυρισμένος που δεν ξέρεις αν θα πρέπει να κλάψεις ή να γελάσεις.
Αθήνα: ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΕΛΛΩ – ODEON ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΣ – ODEON STARCITY – STER ΙΛΙΟΝ – VILLAGE ΡΕΝΤΗ – ΝΑΝΑ – ΑΙΓΛΗ
ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ
>>Περισσότερο ένα γεγονός παρά μια ταινία, το «Χίτλερ: Μια ταινία από τη Γερμανία» (1978) του Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ δικαίως έχει κερδίσει μια θέση στο πάνθεον των κινηματογραφικών επιτευγμάτων. Με την εξαντλητική διάρκεια των επτά ωρών και κάτι, είναι αδύνατον να ενταχθεί σε «θεματική» κατηγορία και αξίζει να ιδωθεί ως κάτι πέραν μιας κινηματογραφικής ταινίας. Είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία που διεισδύει ουσιαστικά στο φαινόμενο του ναζισμού χωρίς να ξεχνά ποτέ ότι πρόκειται για έργο τέχνης. Ενας ευφάνταστος συνδυασμός ντοκιμαντέρ, θεάτρου, φωτογραφικού slide show, ηχητικού υλικού αρχείου, video art, κουκλοθέατρου και ανάγνωσης δοκιμίων, μοιρασμένο σε τέσσερα «κεφάλαια» που θυμίζουν όνειρα. Τεράστιο ενδιαφέρον έχει το δοκίμιο που έγραψε η Σούζαν Σόνταγκ για τον «Χίτλερ» του Ζίμπερμπεργκ και που προτείνω να αναζητήσετε. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο «The New York Review of Books» τον Φεβρουάριο του 1980 και στη χώρα μας έχει κυκλοφορήσει υπό τη μορφή βιβλίου από τις εκδόσεις Υψιλον με τίτλο «Η γοητεία του φασισμού» (σε μετάφραση Γεράσιμου Λικιαρδόπουλου). «Παρά τα λιτά μέσα του», γράφει η Σόνταγκ, «ο σκηνοθέτης προσφέρει θέαμα επαναφέροντας και ξαναχρησιμοποιώντας τα κεντρικά στοιχεία όσο περισσότερο τού είναι δυνατόν. Καθώς κάθε ηθοποιός πρέπει να παίξει διάφορους ρόλους, η σύμβαση πού εισήγαγε ο Μπρεχτ (με τον οποίο ο Ζίμπερμπεργκ είχε συνεργαστεί) αποτελεί μια πλευρά αυτής της αισθητικής των πολλαπλών χρήσεων. Πολλά πράγματα εμφανίζονται δύο τουλάχιστον φορές στην ταινία, μία φορά στις κανονικές διαστάσεις τους και μία φορά σε σμίκρυνση – για παράδειγμα, ένα πράγμα και η φωτογραφία του -, ενώ όλες οι προσωπικότητες των ναζί παριστάνονται τόσο από ηθοποιούς όσο και από κούκλες». Πράγματι ο «Χίτλερ» του Ζίμπερμπεργκ ανήκει στην κατηγορία των ευγενών αριστουργημάτων που ζητούν πίστη και μπορούν να την αναγκάσουν.
Βαθμολογία: 5
Αθήνα: ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΚΑΛΛΙΘΕΑ
—————-
Ο έρωτας ενός αυστριακού αξιωματικού και μιας ιταλίδας κόμισσας στη Βενετία του 19ου αιώνα εκλαμβάνεται ως προδοσία από τους συμπολίτες της τελευταίας και έχει άδικο τέλος. Το «Senso» (Ιταλία, 1954, 125′) είναι μια ταινία – κομψοτέχνημα του Λουκίνο Βισκόντι η οποία παρά το λούσο της πανάκριβης παραγωγής στην ψυχή της περιλαμβάνει ψήγματα από τη νεορεαλιστική περίοδο του σκηνοθέτη. Επίσης, είναι η ταινία που ενέπνευσε τον Μάρτιν Σκορσέζε στα «Χρόνια της αθωότητας». Μοναδικό της πρόβλημα η επιλογή του άχαρου (αλλά στην εποχή του εμπορικού) αμερικανού ηθοποιού Φάρλεϊ Γκρέιντζερ για τον ρόλο του αξιωματικού που νιώθεις ότι είναι φτιαγμένος από μπετόν αρμέ. Οταν στον «Γατόπαρδο» ο Βισκόντι χρησιμοποίησε τον Μπαρτ Λάνκαστερ το αποτέλεσμα ήταν σαφώς καλύτερο γιατί απλούστατα ο Λάνκαστερ ήταν καλύτερος ηθοποιός. Από την άλλη πλευρά η Αλίντα Βάλι ως κόμισσα είναι, όπως πάντα, μια θεσπέσια, μελαγχολική παρουσία απολύτως ταιριαστή στον ρόλο. Η ταινία ξαναπαίχτηκε σε επανέκδοση πριν από μερικά χρόνια και έχει επίσης μεταδοθεί από τη Δημόσια Τηλεόραση.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΑΣΤΥ