Ο λιλιπούτειος σε ανάστημα Μίκι Ρούνεϊ (το ύψος του ήταν περίπου 1. 60) υπήρξε ηθοποιός με θαυμαστές ικανότητες τόσο στην κωμωδία όσο και στο δράμα. Αναφερόμενος στον Πουκ που ο Ρούνεϊ υποδύθηκε σε μια κινηματογραφική εκδοχή του «Ονείρου καλοκαιρινής νύχτας» του Γουίλιαμ Σέξπιρ, ο κριτικός και ιστορικός κινηματογράφου Ντέιβιντ Τόμσον έγραψει για αυτόν ότι «ήταν ένα κομμάτι μαγείας του κινηματογράφου που σκλαβώνει».

Η φιλμογραφία του Ρούνεϊ σε δουλειές κινηματογράφου και τηλεόρασης ξεπερνά τους 300 τίτλους, ενώ είχε επίσης δουλέψει στη διαφήμιση, είχε ηχογραφήσει δίσκους και είχε υπάρξει διασκεδαστής του ραδιοφώνου και των νάιτ κλαμπ. Ηταν επίσης εξαιρετικός ντράμερ όπως φαίνεται και στο βίντεο που παρουσιάζουμε από την ταινία «Strike Up The Band» με την Τζούντι Γκάρλαντ.

Γεννημένος στις 23 Σεπτεμβρίου του 1920, ο Μ. Ρούνεϊ ήταν γόνος καλλιτεχνικής οικογένειας. Ωστόσο, ο Τζο Γιουλ Τζούνιορ όπως ήταν το πραγματικό όνομά του, μεγάλωσε δύσκολα. Οι γονείς του Τζο και Νελ Γιουλ ήταν διασκεδαστές της vaudeville με μισθούς της πείνας με αποτέλεσμα να βγάλουν το παιδί τους από νηπιακή ηλικία στη σκηνή. Σύμφωνα με βιογραφία του Ρούνεϊ, το «Pal o’ My Cradle days» σε ηλικία 15 μηνών φορώντας σμόκιν και κρατώντας πούρο!

Ως παιδί ο Μ. Ρούνεϊ υπήρξε εξαιρετικός μίμος, αποδίδοντας στην εντέλεια πρόσωπα όπως ο «βαρύς» Λάιονελ Μπάριμορ αλλά και η Κάρμεν Μιράντα.

Ο Ρούνεϊ είχε αναφερθεί στον πατέρα του ως «φιλάνθρωπο μέθυσο». Μετά τον χωρισμό των γονιών του η μητέρα του τον πήγε στο Χόλιγουντ με την ελπίδα ο Ρούνεϊ να κερδίσει έναν ρόλο στην παρέα του «Our gang», δημοφιλέστατης κινηματογραφικής σειράς ταινιών που παρακολουθούσε τα κατορθώματα μιας παρέας παιδιών.

Αν και δεν τα κατάφερε, το Χόλιγουντ ανακάλυψε στο πρόσωπό του ένα παιδί για ανορθόδοξους ρόλους όπως του νάνου που σε ηλικία επτά χρονών (!) καπνίζει πούρο στο πρόσωπο της Κολίν Μουρ στην ταινία «Orchids and Ermine» (1927).Την ίδια χρονιά άλλαξε το όνομά του σε Μίκι Μαγκουάιρ πρωταγωνιστώντας σε περίπου 50 μικρού μήκους ταινίες του βωβού βασισμένες στο ομότιτλο κόμιξ της Φοντέν Φοξ. Μετά από χρόνια επέστρεψε ξανά στο όνομά του.

Από τους δραματικούς ρόλους του ξεχωρίζουν εκείνος του ανήλικου εγκληματία που υποδύθηκε στο «Βοys Town» (1938) και εκείνος του τηλεγραφητή ενός μικρού χωριού των ΗΠΑ με το δυσάρεστο καθήκον να μεταφέρει ειδήσεις τραγωδίας στους γονείς στρατιωτών που πολεμούσαν στην Ευρώπη στην «Ανθρώπινη κωμωδία» (1943).

Ωστόσο, παρότι προτάθηκε δυο φορές για το Οσκαρ Α’ ρόλου («Babes in arms», 1939 και «Η ανθρώπινη κωμωδία») και δυο για το Οσκαρ Β’ ρόλου («The bold and brave», 1956 και «Η μαύρη καλλονή», 1979) ) ο Ρούνεϊ δεν κέρδισε ποτέ το Οσκαρ για ρόλο. Το 1939 του δόθηκε ένα ειδικό παιδικό Οσκαρ (το οποίο μοιράστηκε με την Ντεάνα Ντάρμπιν) και το 1983, ένα τιμητικό για το σύνολο της καριέρας του.

Η τεχνική του στην προσέγγιση των ρόλων είχε να κάνει κυρίως με τον αυθορμητισμό, ακόμα και αν ο ρόλος αφορούσε έργο του Ουίλιαμ Σέξπιρ. Σύμφωνα με τον ίδιο η σχολαστική μελέτη του σεναρίου για την απόδοση του κειμένου «στέγνωνε την αμεσότητα».

Στη δεκαετία του 1950 και του 1960 ο Μίκι Ρούνεϊ υπήρξε ένας πολύ καλός καρατερίστας κρατώντας β’ ρόλους σε ταινίες όπως «Οι γέφυρες του Τόκο Ρι», «Ρέκβιεμ για ένα πυγμάχο» και «Πρόγευμα στο Τίφανις» όπου υποδύθηκε έναν ξεκαρδιστικό Ασιάτη. Είχε όμως και πρωταγωνιστικούς ρόλους όπως του γκάνγκστερ «Baby Face Nelson» στην ομότιτλη ταινία, παραγωγής 1957.

Το αυτοσαρκαστικό χιούμορ του Μ. Ρούνεϊ δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Αρκεί να θυμηθούμε τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του: «Life is short». Σημαίνει «Η ζωή είναι σύντομη» αλλά είναι επίσης λογοπαίγνιο καθότι το short σημαίνει κοντός όπως ήταν ο Ρούνεϊ.