Ο καθηγητής Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί, πρύτανης της Μουσικής Ακαδημίας του Μπακού

Η μουσική του Αζερμπαϊτζάν επιστρέφει στην Ελλάδα. Στις 10 Απριλίου η Νεανική Ορχήστρα Δωματίου της Μουσικής Ακαδημίας του Μπακού, που πήρε το όνομα του Uzeyir Hajibeyli, με τη φιλική συμμετοχή του Γιώργου Νταλάρα, θα εμφανιστεί στο Θέατρο του Κολλεγίου Αθηνών. Επίσης, στις 12 Απριλίου η Ορχήστρα θα δώσει συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του προγράμματος «Θεσσαλονίκη –Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νεολαίας 2014». «Το Βήμα» είναι χορηγός επικοινωνίας των εκδηλώσεων και με αυτή την αφορμή ζήτησε συνέντευξη από τον καθηγητή Φαρχάντ Μπανταλμπεϊλί, γνωστό καλλιτέχνη του Αζερμπαϊτζάν, πρύτανη της Μουσικής Ακαδημίας του Μπακού, με την πρωτοβουλία του οποίου ιδρύθηκε η συγκεκριμένη Ορχήστρα.

Κύριε Μπανταλμπεϊλί, μοιάζουν οι μουσικές των δύο χωρών;
«Αζερικές και ελληνικές μουσικές παραδόσεις και πολιτισμοί έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Για παράδειγμα, μοιάζουν πολύ οι ρυθμοί, οι φράσεις, ο τονισμός και το tempο. Και σε γενικές γραμμές η νοτιοευρωπαϊκή, βαλκανική μουσική έχει πολλά κοινά στοιχεία με αυτήν του Αζερμπαϊτζάν. Οταν ήμουν στην Αθήνα, άκουσα μερικά CD της Ορθόδοξης Εκκλησιαστικής Βυζαντινής Χορωδίας και έμεινα έκπληκτος από το γεγονός ότι στην ελληνική θρησκευτική μουσική υπάρχει διασταύρωση με την αζερική κλασική μουσική σε πολλά σημεία. Γοητεύτηκα τόσο πολύ από την εκτέλεση της Χορωδίας που αποφάσισα να προσθέσω στο πρόγραμμα σπουδών της Ακαδημίας μας το μάθημα «Βυζαντινή Χορωδία και Βυζαντινή Μουσική Τέχνη». Ελπίζω ότι κάποια μέρα η Ορθόδοξη Βυζαντινή Χορωδία θα επισκεφθεί το Μπακού για συναυλία».
Πώς ιδρύθηκε η Νεανική Ορχήστρα Δωματίου της Μουσικής Ακαδημίας του Μπακού; Ποια είναι η σύνθεσή της και πώς γίνεται η επιλογή των μουσικών;
«Η Ορχήστρα ιδρύθηκε το 2011. Πάντα είχαμε φοιτητική Συμφωνική Ορχήστρα και στο πλαίσιό της δημιουργήθηκε η Νεανική Ορχήστρα Δωματίου. Η Νεανική Ορχήστρα αποτελείται από ταλαντούχους φοιτητές και αποφοίτους της Μουσικής Ακαδημίας του Μπακού, νέους νικητές διεθνών και εθνικών διαγωνισμών.
Σε ό,τι αφορά την επιλογή των μουσικών για την Ορχήστρα, έχουμε κατά κάποιον τρόπο «φυσική επιλογή» στην Ακαδημία. Η σχολή μας ξεχωρίζει από άλλες επειδή εδώ τα πάντα είναι ξεκάθαρα –είναι απαραίτητο να δείξεις συγκεκριμένα αποτελέσματα. Οταν ο φοιτητής ανεβαίνει στη σκηνή και παίζει, γίνεται άμεσα φανερό πόσο καλός είναι. Οι εξετάσεις μας διεξάγονται δημόσια, υπάρχει ένας υγιής ανταγωνισμός, έτσι προσπαθώ να διατηρήσω τις παλιές παραδόσεις του ωδείου. Η μόνη απαίτηση που έχουμε από τους φοιτητές είναι η επίτευξη υψηλού επαγγελματισμού».
Ποιο είναι το ρεπερτόριο της Ορχήστρας και έργα ποιων συνθετών προτιμάτε να παίζετε;
«Η Ορχήστρα μας διαθέτει ένα ευρύ ρεπερτόριο που περιλαμβάνει δημιουργίες αζέρων και ευρωπαίων συνθετών –αναφέρομαι στους συνθέτες κλασικής, ρομαντικής και σύγχρονης μουσικής. Επίσης θα ήθελα να τονίσω ότι το ρεπερτόριο των συναυλιών με τις οποίες ταξιδεύουμε στο εξωτερικό είναι ποικιλόμορφο, αλλά σε γενικές γραμμές προσπαθούμε να προωθούμε την αζερική κλασική μουσική. Ηδη είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ότι ο έλληνας θεατής ενθουσιάζεται με την αζερική μουσική. Αυτό δεν είναι τυχαίο –εκτός από την ομοιότητα της μουσικής των δύο χωρών μας, είμαστε η μόνη χώρα στην Ανατολή που διαθέτει θεμελιώδη σχολή συνθετών, η οποία εμφανίστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα. Ο Uzeyir Hajibeyli, ιδρυτής της σχολής αυτής, δημιούργησε το 1908 την πρώτη μουσική κωμωδία σε ολόκληρη τη μουσουλμανική Ανατολή, τη «Leyli ve Majnun», η οποία, παρεμπιπτόντως, έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 50 γλώσσες του κόσμου και έχει ανεβεί σε πάνω από 100 θέατρα του εξωτερικού. Είναι συγγραφέας του εθνικού μας ύμνου, ο οποίος γράφτηκε το 1918 για την Πρώτη Δημοκρατία του Αζερμπαϊτζάν (1918-1920), που ήταν η πρώτη κοινοβουλευτική δημοκρατία στη μουσουλμανική Ανατολή».

Είστε γνωστός ως πιανίστας αλλά και ως συνθέτης. Η Ορχήστρα θα παρουσιάσει κάποια από τα έργα σας;
«Ναι, θα παρουσιάσει τα έργα μου «Η θάλασσα», «Ave Maria» και «Η Σουσά». Η Σουσά (Shusha) είναι η πατρίδα μου, είναι μία από τις πιο όμορφες πόλεις της χώρας μας και αποκαλείται «το μαργαριτάρι του Αζερμπαϊτζάν». Η τοπωνυμία της πόλης Σουσά συνδέεται με τη γεωγραφική θέση της στην κορυφή των ψηλών βουνών. Πιστεύω πως, αν υπάρχει ένας επίγειος παράδεισος, είναι η Σουσά. Πεντακάθαρος αέρας, όμορφη φύση, μοναδικές πηγές, τραχιά βουνά που περιβάλλουν τη Σουσά, με τις κορυφές τους να αγγίζουν τον ουρανό.
Πριν από το 1921 η Σουσά ήταν η πρωτεύουσα του Καραμπάχ, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσε και το μουσικό κέντρο όλου του Αζερμπαϊτζάν και του Καυκάσου. Είναι η γενέτειρα της παραδοσιακής λαϊκής μουσικής μας, της Σχολής του Μugham. Στην πόλη αυτή γεννήθηκαν πολλοί συνθέτες που δημιούργησαν τη σχολή της αζερικής κλασικής μουσικής.
Η Σουσά είναι η πόλη των προγόνων μου, η πόλη με την οποία συνδέονται τόσες ζεστές αναμνήσεις και την ίδια στιγμή η Σουσά είναι η θλίψη μου, ο πόνος μου. Μάλλον γνωρίζετε ότι σήμερα η πόλη αυτή, καθώς και το σύνολο του Ναγκόρνο Καραμπάχ, είναι υπό την κατοχή ενόπλων δυνάμεων της Αρμενίας, ως αποτέλεσμα της οποίας έχουν υποστεί μεγάλη ζημιά μοναδικά μνημεία του αζερικού και παγκόσμιου πολιτισμού. Ονειρεύομαι να επιστρέψω στην απελευθερωμένη Σουσά, αλλά όχι ως νικητής θριαμβευτής, ως οικοδόμος δημιουργός. Το όνειρό μου είναι να οικοδομήσουμε μια μουσική σχολή στη Σουσά, η οποία θα της επιστρέψει το δικαίωμα να αποκαλείται το «λίκνο» των μουσικών ταλέντων του Αζερμπαϊτζάν».
«Να καλλιεργήσουμε το καλό γούστο της νέας γενιάς»

Ποιους στόχους βάζετε στους νέους μουσικούς της Ορχήστρας σας;

«Μέσα από τα έργα μου πάντα προσπάθησα να προωθήσω τη μουσική του Αζερμπαϊτζάν. Στα 20 μου χρόνια έφερα στην πατρίδα μου το βραβείο ενός σημαντικού διεθνούς διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε στην τσεχική πόλη Χράντετς Κράλοβε το 1967, ενώ το 1968 πήρα την πρώτη θέση σε διεθνή διαγωνισμό στην Πορτογαλία, έναν εξαιρετικά δύσκολο διαγωνισμό. Από το 1970 ως το 1990 έδωσα συναυλίες σχεδόν σε όλον τον κόσμο. Είχα την τύχη να παίξω με λαμπρούς μαέστρους και να συνεργαστώ με διάσημους μουσικούς.
Θεωρώ ότι σήμερα το κύριο καθήκον κάθε πραγματικού μουσικού είναι να καλλιεργήσει το καλό γούστο της νέας γενιάς. Σήμερα, όταν τα παιδιά λαμβάνουν τεράστια ποσότητα μουσικών πληροφοριών, γίνεται ιδιαίτερα σημαντικό να τα μαθαίνουμε να διαχωρίζουν το καλό από το κακό γούστο. Η εκμάθηση της λαϊκής παραδοσιακής και κλασικής μουσικής μέσα από τα καλύτερα παραδείγματά της θα βοηθήσει έναν νέο να καταλάβει την ποιότητα της καθημερινής μουσικής και θα δημιουργήσει ένα είδος αυτοάμυνας έναντι των αρνητικών επιδράσεων της κενής μουσικής ψυχαγωγίας.
Θυμάμαι μια υπέροχη έκφραση του αζέρου συνθέτη Gara Garayev, ο οποίος αποκάλεσε τη μουσική «μεγάλη και άγνωστη χώρα ομορφιάς»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ