Ο πατέρας του υπήρξε διπλωμάτης και έτσι ο ίδιος μεγάλωσε στη Ρώμη, στο Παρίσι, στην Αθήνα και στις Βρυξέλλες. Ο πατήρ Λίμπουργκ διετέλεσε πρέσβης της Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα την εποχή της δικτατορίας και ο Πέτερ Λίμπουργκ έβλεπε στην ΥΕΝΕΔ Καραγκιόζη. Εχει γεννηθεί το 1960 και από τον Οκτώβριο του 2013 είναι γενικός διευθυντής της Deutsche Welle. Ερχεται στην Αθήνα για μια σειρά εκδηλώσεων με αφορμή τα 50 χρόνια του Ελληνικού Προγράμματος, που για πρώτη φορά «βγήκε στον αέρα» στις 13 Απριλίου 1964 και έγινε πασίγνωστο στην Ελλάδα την εποχή της δικτατορίας, όταν αποτελούσε μία από τις ελάχιστες πηγές ελεύθερης ενημέρωσης του ελληνικού λαού. Ο Σπύρος Μοσκόβου, σήμερα διευθυντής του Ελληνικού Προγράμματος της Deutsche Welle, μίλησε με τον Πέτερ Λίμπουργκ.
Κύριε Λίμπουργκ, τι διατηρεί στη μνήμη της η σημερινή DW από το ένδοξο εκείνο κεφάλαιο της ραδιοφωνικής ιστορίας της;
«Η DW είναι ένας σταθμός με μεγάλη παράδοση, για την οποία είμαστε και σήμερα υπερήφανοι. Οχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες όπου υπήρξαν ή υπάρχουν δικτατορικά καθεστώτα μπορέσαμε να βοηθήσουμε ενημερώνοντας με ειδήσεις που αλλιώς δεν θα έφθαναν ποτέ στους ανθρώπους. Ειδικά στην Ελλάδα το καταφέραμε αυτό στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Και έχουμε ως σήμερα συναίσθηση αυτού του επιτεύγματος».
Αναλάβατε γενικός διευθυντής της DW πριν από λίγους μήνες, τον Οκτώβριο του 2013. Ποια θέση έχει το Ελληνικό Πρόγραμμα στους στόχους που αυτό το διάστημα διαμορφώνετε για τη θητεία σας;
«Για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος και να ανταγωνιστούμε τους υπόλοιπους μεγάλους ξένους σταθμούς θα διατηρήσουμε μεν τις 30 γλώσσες που διαθέτουμε σήμερα αλλά θα έχουμε μεγάλες διαφοροποιήσεις στη βαρύτητα της καθεμιάς. Θα δώσουμε το βάρος στα αγγλικά και θα μεταδίδουμε ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα διεθνούς βεληνεκούς στα αγγλικά 24 ώρες το 24ωρο. Εχουμε πάντως ήδη αποφασίσει ότι το Ελληνικό Πρόγραμμα θα διατηρήσει την ειδική σημασία του και στο μέλλον. Εκτός του ότι οι ελληνογερμανικές σχέσεις και η διμερής στενή φιλία έχουν μακρά παράδοση, έχουμε ακόμη μεγάλη ανάγκη να εξηγήσουμε τις θέσεις και τη στάση μας, π.χ. όσον αφορά την ευρωκρίση».

Μα και εσείς προσωπικά δεν είστε άμοιρος γνώσης για τα ελληνικά πράγματα, αφού περάσατε στην Αθήνα ένα μέρος των παιδικών σας χρόνων. Ο πατέρας σας, 99 ετών σήμερα και ακμαιότατος, διετέλεσε πρέσβης της Δυτικής Γερμανίας στην Αθήνα τον καιρό της δικτατορίας.
«Εχω επισκεφθεί επανειλημμένως την Ελλάδα για δουλειές και διακοπές. Αλλά νιώθω πολύ συνδεδεμένος με αυτή τη χώρα επειδή πέρασα σ’ αυτήν υπέροχα παιδικά χρόνια, γνώρισα πολύ νωρίς την ελληνική φιλοξενία και την ξεχωριστή αγάπη των Ελλήνων για τα παιδιά. Η εποχή της δικτατορίας ήταν φυσικά μια ταραγμένη περίοδος. Για πρώτη φορά ως παιδί ήρθα αντιμέτωπος με έκτακτα μέτρα ασφαλείας, έστω και αν αυτά αφορούσαν μόνο τον περίγυρο της πρεσβευτικής κατοικίας. Εζησα το κλίμα των απειλών, μερικές φορές και επιθέσεων, εις βάρος ξένων πρέσβεων, ακόμη και του πατέρα μου. Φυσικά η πιο καίρια και πικρή εμπειρία για μένα ήταν όταν ο πατέρας μου λόγω της ανάμειξής του στη διαφυγή του Γεωργίου-Αλεξάνδρου Μαγκάκη στη Γερμανία κηρύχθηκε από το καθεστώς persona non grata και υποχρεώθηκε μέσα σε 48 ώρες να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Η υπόλοιπη οικογένεια μετακομίσαμε τότε σε ένα μικρότερο σπίτι στο Χαλάνδρι για μερικούς μήνες ώσπου να τελειώσω το σχολείο –φοιτούσα τότε στη Γερμανική Σχολή. Ετσι τέλειωσε απότομα για μένα μια εποχή που κατά βάθος ήθελα να μην τελειώσει ποτέ».
Τη χρονιά εκείνη, το 1972, ξέρετε, ήμασταν συνομήλικοι, ζούσα και εγώ στη Αθήνα και κάθε βράδυ ακούγαμε στα βραχέα την Ελληνική Εκπομπή της DW. Ο πιτσιρίκος Λίμπουργκ πώς ενημερωνόταν στην πρεσβευτική κατοικία;
«Α, εγώ έβλεπα ελληνική τηλεόραση, την πειραματική ΥΕΝΕΔ, και είχα δύο απόλυτες προτεραιότητες: το Θέατρο Σκιών με τον Καραγκιόζη και μια ελληνική σειρά που διαδραματιζόταν σε κάποιο υπέροχο νησί. Ποτέ δεν κατάλαβα ακριβώς την υπόθεση, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο καθηλωνόμουν μπροστά στην ασπρόμαυρη οθόνη για να δω τη συνέχεια της μυστηριώδους, πλην γοητευτικής ελληνικής σειράς».
Τα στερεότυπα, η κρίση και η ευθύνη των ΜΜΕ

Κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης ακριβώς, και ειδικά στα ΜΜΕ στη Γερμανία και την Ελλάδα, επανεμφανίστηκαν και μάλιστα ενισχυμένα παλιά στερεότυπα. Οι Ελληνες παρουσιάστηκαν σαν νέοι λωτοφάγοι και οι Γερμανοί σαν θηριοδαμαστές της Ευρώπης. Προέρχεστε ο ίδιος από τον χώρο της ιδιωτικής τηλεόρασης. Ποιο μερίδιο ευθύνης φέρουν τα ΜΜΕ στο συχνά ηλεκτρισμένο κλίμα ανάμεσα στις δυο χώρες;
«Είναι νομίζω υπερβολή να αποδώσουμε την πλήρη ευθύνη στα ΜΜΕ. Για τις εντάσεις υπάρχουν πάντα αιτίες, το ερώτημα είναι πώς τις χειρίζονται τα ΜΜΕ. Οι πολιτικές διαφορές μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας για την αντιμετώπιση της ευρωκρίσης δεν εφευρέθηκαν από τα μίντια. Ωστόσο στον χειρισμό αυτών των διαφορών σημειώθηκαν ανευθυνότητες και ακρότητες στα ΜΜΕ και των δύο χωρών, αλλά ευελπιστώ ότι έχουν πια ξεπεραστεί. Ναι, υπήρξαν και στις δύο πλευρές άρθρα και εκπομπές που ήταν απλώς δείγματα κακής δημοσιογραφίας. Στο μεταξύ βλέπω να κυριαρχεί πάλι στον χώρο μας περισσότερη ψυχραιμία και λογική. Εμείς οι δημοσιογράφοι πρέπει να κοιτάμε τα πράγματα με νηφαλιότητα και όχι να σπεύδουμε να εξυπηρετούμε τα όποια πολιτικά συμφέροντα».
Η DW είναι ο σταθμός της Ομοσπονδιακής Γερμανίας που εκπέμπει στο εξωτερικό. Πώς συμβάλλει στην εκτόνωση της ατμοσφαιρικής έντασης ανάμεσα στην κοινή γνώμη της Ελλάδας και της Γερμανίας;
«Εχουμε ιδιαίτερη ευθύνη επειδή ο ρόλος μας είναι μεταξύ άλλων και να λειτουργούμε σαν γέφυρα ανάμεσα στους λαούς. Γι’ αυτό και η DW υπήρξε ανέκαθεν μια γέφυρα ανάμεσα στην Αθήνα και το Βερολίνο. Για τον λόγο αυτόν και θα συνεχίσουμε, ακριβώς όπως κάναμε και μέχρι σήμερα, να ενημερώνουμε, να σχολιάζουμε, να διαφωτίζουμε και μάλιστα όχι μόνο προς τη μία κατεύθυνση. Η DW με την ειδίκευσή της στην Ελλάδα μπορεί να διαφωτίζει έγκυρα και τη Γερμανία για την κατάσταση στην Ελλάδα».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ