Λος Άντζελες, αρχές της δεκαετίας του 1950.Ήταν ένα συνηθισμένο απόγευμα Τετάρτης και ο Φίλιπ Μάρλοου αναρωτιόταν, μάλλον βαριεστημένα, «αν η γη είχε σταματήσει να περιστρέφεται». Το τηλέφωνο στο γραφείο του, έδινε την εντύπωση «ενός πράγματος που ξέρει ότι κάποιος το παρακολουθεί»…

Πλησίασε το σκονισμένο παράθυρο και είδε μια εντυπωσιακή γυναίκα στο απέναντι πεζοδρόμιο, έτοιμη να διασχίσει το δρόμο. Λίγο αργότερα άκουσε τον ήχο των ψηλοτάκουνων έξω από την πόρτα του. Η ίδια γυναίκα μπήκε μέσα χωρίς πρώτα να χτυπήσει…

«Μια ξανθιά με μαύρα μάτια –ένας συνδυασμός που δεν σου τυχαίνει και κάθε μέρα» σκέφτηκε ο Φίλιπ Μάρλοου όταν την αντίκρισε. Φορούσε ένα καπέλο με βέλο και γάντια μέχρι τους αγκώνες, στο ίδιο χρώμα περίπου με το παλτό της. Ήταν ψηλότερη απ’ όσο αρχικά είχε υπολογίσει, τα πόδια της ήταν υπέροχα και προσπαθούσε να μην τα κοιτάζει συνεχώς…

Η γυναίκα ήταν πλούσια και σίγουρα δεν τον επισκεπτόταν τυχαία. «Θέλω να μού βρείτε κάποιον» είπε. «Έναν άνδρα που τον λένε Πέτερσον –Νίκο Πέτερσον» συνέχισε. «Ήταν ο εραστής μου» αποκάλυψε, μετά τις πρώτες ερωτήσεις του ντετέκτιβ, η παντρεμένη Κλερ Κάβεντις –γόνος της ιρλανδικής οικογένειας Λάνγκρις η οποία κατέχει μια μεγάλη και γνωστή εταιρεία αρωματοποιίας.

«Ήταν;» παραξενεύτηκε ο Φίλιπ Μάρλοου, έχοντας ήδη ανάψει το τσιγάρο του. «Ναι» του απάντησε εκείνη «εξαφανίστηκε, μ’ έναν αρκετά μυστηριώδη τρόπο, χωρίς καν να πει αντίο». «Πριν από πόσο καιρό;» ρώτησε ο αλκοολικός ντετέκτιβ. «Πριν από δύο μήνες» του είπε η άλλη. «Είπατε ότι εξαφανίστηκε. Εννοείτε ότι εξαφανίστηκε από τη ζωή σας ή ότι εξαφανίστηκε εντελώς;» θέλησε να καταλάβει ο άλλος. «Και τα δύο, απ’ ό,τι φαίνεται» είπε η όμορφη Κλερ…

Έτσι αρχίζει το νέο μυθιστόρημα με ήρωα τον Φίλιπ Μάρλοου υπό τον τίτλο «Η ξανθιά με τα μαύρα μάτια» (The Black-Eyed Blonde, 2014, Henry Holt & Company). Δεν το έγραψε ο ίδιος ο Ρέιμοντ Τσάντλερ, προφανώς.

Το έγραψε ο Μπέντζαμιν Μπλακ, δηλαδή ο ιρλανδός, βραβευμένος με «Booker» συγγραφέας Τζον Μπάνβιλ (πίσω απ’ αυτό το ψευδώνυμο) ο οποίος τα τελευταία χρόνια γράφει αστυνομικές ιστορίες με βασικό πρωταγωνιστή τον παθολόγο-ιατροδικαστή Κουίρκ, τοποθετημένες στην σκοτεινή Ιρλανδία της δεκαετίας του 1950.

Οι περισσότερες κριτικές μέχρι τώρα συμφωνούν ότι ο Τζον Μπάνβιλ τα κατάφερε, συμφωνούν ότι έχει αποδώσει πειστικά τόσο τον χαρακτήρα όσο και την ατμόσφαιρα των κλασικών πλέον hard-boiled αφηγημάτων του μεγάλου στυλίστα. «Κάπου χαμογελάει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ» έγραψε ενθουσιασμένος ο Στίβεν Κινγκ ενώ και ο Ρίτσαρντ Φόρντ επαίνεσε τον συνάδελφό του για το αποτέλεσμα.

Η νέα ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 1950, στην χρονική περίοδο δηλαδή που τοποθετούνται και τα δύο τελευταία, ολοκληρωμένα μυθιστορήματα του Ρέιμοντ Τσάντλερ: «Ο μεγάλος αποχαιρετισμός» και το «Πλεϊμπάκ» (και τα δυο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος).

Ο Μάρλοου (του Μπέντζαμιν Μπλακ) πείθεται, από τα πρώτα στοιχεία που συλλέγει, ότι Νίκο Πέτερσον, ένας γυρολόγος στις παρυφές της κινηματογραφικής βιομηχανίας, έχει σκοτωθεί και έχει μάλιστα αποτεφρωθεί. Αυτό όμως, όσο εκτυλίσσεται η πλοκή, γίνεται όλο πιο αμφίβολο. Σύντομα ο ντετέκτιβ καλείται να διαπιστώσει πόσο μακριά μπορεί να φτάσει μια εύπορη οικογένεια προκειμένου να προστατεύσει την περιουσία της…

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Ρέιμοντ Τσάντλερ (Poodle Springs) που έμεινε ημιτελές μετά τον θάνατό του (1959) και το οποίο ολοκλήρωσε (2008) ο Ρόμπερτ Μπ. Πάρκερ με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του, είχε μάλλον κακή τύχη. Φαίνεται ότι, αυτή τη φορά, το ίδρυμα των κληρονόμων του έκανε τη σωστή επιλογή.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο PBS o Τζον Μπάνβιλ είπε ότι μ’ έναν τρόπο «γλίστρησε» μέσα στη λογοτεχνική φωνή του Ρέιμοντ Τσάντλερ, ο οποίος «ανύψωσε το αστυνομικό μυθιστόρημα στο επίπεδο της λογοτεχνίας» και τον οποίο ο ίδιος διάβαζε και θαύμαζε από την εφηβεία του. Σημείωσε ότι αυτό που έκανε τελικά «ήταν ευκολότερο» απ’ όσο φανταζόταν…

«Όταν άρχισα να γράφω το βιβλίο σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να εκσυγχρονίσω κάπως τον Μάρλοου, να κάνω πιο αιχμηρό τον χαρακτήρα. Ξαναδιαβάζοντας όμως τα βιβλία του Τσάντλερ σκέφτηκα ότι δεν πρέπει να με φοβίζει αυτό το πράγμα, δεδομένου ότι μου ήταν ήδη δοσμένα ένα θαυμάσιο πρότυπο και ένας θαυμάσιος χαρακτήρας. Μπορεί να φαντάζει παλιομοδίτικο αλλά δεν βλέπω τίποτε κακό σ’ αυτό» συνέχισε ο Μπάνβιλ.

«Για μένα ο Μάρλοου είναι ένα δημιούργημα της μελαγχολίας, η ουσία του Μάρλοου είναι η μοναξιά του, είναι μόνος αλλά γενναίος μέσα στη μοναξιά του» ανέφερε ο ιρλανδός συγγραφέας.