«Η στροφή στο βινύλιο ταιριάζει με την εποχή μας» θεωρεί ο Coti K. «Γυρνάμε λίγο πίσω, θυμόμαστε τα σημαντικά…»

Δύσκολα μπορείς να προσδιορίσεις τι ακριβώς και με πόσα πράγματα ασχολείται ο Coti K. Ακόμη και όταν ρωτάς τον ίδιο να σου περιγράψει, για παράδειγμα, το είδος της μουσικής που παίζει στο συγκρότημα διεθνούς εμβέλειας Mohammad μαζί με τους Νίκο Βελιώτη και Δημήτρη Καρυοφύλλη (Ilios), θα σου στείλει αρκετή ώρα αργότερα ένα mail με κριτικές και ορισμούς της δουλειάς τους, που θα συνοδεύεται από το αυτοσαρκαστικό σημείωμα «τρέχα γύρευε». Η λέξη «μουσικός» πάντως τα λέει όλα.

Οσοι είχαν την τύχη να δουν τη «Μήδεια 2» του Δημήτρη Παπαϊωάννου το 2009, δεν γίνεται να μην μαγεύτηκαν και από τη μουσική της παράστασης που υπέγραφε ο Coti K., αναδεικνύοντας τον ήχο σε βασικό πρωταγωνιστή εκείνου του εξαιρετικού θεάματος. Συνθέτει για θέατρο, χοροθέατρο, σινεμά και τηλεόραση, δημιουργεί εγκαταστάσεις, υπογράφει παραγωγές δίσκων και συνεργασίες με ονόματα όπως ο Μπλέιν Ρέινινγκερ και οι Raining Pleasure, ενώ πίσω στα 90s θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν το τέταρτο, σιωπηλό και ηχηρό ταυτόχρονα μέλος των Στέρεο Νόβα, αφού έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις ευφυείς παραγωγές των Κωνσταντίνου Βήτα, Μιχάλη Δέλτα και Αντώνη Πι.

Το 2004 υπέγραψε την παραγωγή του δίσκου των Tuxedomoon «Cabin in the Sky» που ηχογραφήθηκε σε ένα θέατρο του 1600 σε μια μικρή πόλη της Ιταλίας. Και τώρα είναι υπερήφανος για τον νέο του δίσκο, «The Man from Managra», που κυκλοφόρησε πρόσφατα, αποκλειστικά σε περιορισμένα αντίτυπα βινυλίου.

Πώς προέκυψε η επιστροφή στο βινύλιο;


«Εχει να κάνει με την προσπάθεια των μουσικών να ξαναδώσουν αξία στη μουσική τους. Το CD ποτέ δεν κατάφερε να αντικαταστήσει το βινύλιο, ενώ το digital downloading και τα ψηφιακά αρχεία, μια χαρά αντικατέστησαν το CD. Οπότε επιστρέφεις στο τι είναι σημαντικό για σένα. Το βινύλιο έχει μια ακαταμάχητη γοητεία που είχε για καιρό χαθεί και τώρα επιστρέφει δυναμικά. Μπορείς να το αγγίξεις, να το μυρίσεις, είναι αντικείμενο με αξία, αποκτάς μια φετιχιστική και συναισθηματική σχέση μαζί του».
Η κρίση τι ρόλο παίζει σε αυτό;


«Η στροφή στο βινύλιο ταιριάζει με την εποχή μας. Γυρνάμε λίγο πίσω, θυμόμαστε τα σημαντικά. Τρέχοντας μανιωδώς προς το μέλλον, είχαμε ξεχάσει ποια πράγματα ήταν σημαντικά για εμάς. Σίγουρα μια εποχή κρίσης προσφέρεται για ενδοσκόπηση. Επίσης, με το που κυκλοφόρησε ο δίσκος, διασκέδασα όλη τη διαδικασία προώθησής του. Πήγα με την τσάντα μου στα δισκάδικα, από πόρτα σε πόρτα, έλεγα «γεια σας, έχω βγάλει αυτόν τον δίσκο». Είχε πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό, κάτι από ξεχασμένη εφηβεία. Να γράφεις τη μουσική σου και μετά να προσπαθείς και να την πουλήσεις».
Πώς αποφασίζει να γίνει κάποιος μπασίστας, τη στιγμή που το αιώνιο δίλημμα στα αγόρια που αρχίζουν να παίζουν μουσική είναι «κιθαρίστας ή ντράμερ»;


«Οταν ήμουν δεκαπέντε χρόνων αγόρασα κιθάρα και μου φαινόταν πολύ δύσκολο να μάθω να παίζω και τελικά διάλεξα το μπάσο επειδή πίστευα ότι είναι πιο εύκολο να παίξεις με λιγότερες χορδές. Αυτός είναι ο πεζός λόγος. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον ψυχισμό του μπασίστα, πιστεύω ότι είναι εκείνος που παρατηρεί περισσότερο τους άλλους, έχει περισσότερο χρόνο να το κάνει αφού δεν είναι ο σταρ του γκρουπ. Συχνά λένε ότι ο μπασίστας είναι η ήρεμη δύναμη. Δεν ξέρω για τους άλλους, εγώ πάντως δεν νιώθω καθόλου ήρεμος».
Για έναν πολυσχιδή μουσικό είναι πιο απελευθερωτικό να παίζει σε εναλλακτικούς χώρους της Ελλάδας και του εξωτερικού παρά να συνθέτει μουσική για παραστάσεις μεγάλων ιδρυμάτων;


«Για μένα είτε δουλεύεις για το Ιδρυμα Ωνάση είτε για την πάρτη σου είναι το ίδιο πράγμα. Δεν έχει να κάνει για ποιον δουλεύεις. Δουλεύεις για τη μουσική. Είμαστε όλοι σκλάβοι της μουσικής».

«Με κρατάει εδώ το μεταφυσικό τοπίο»

Οταν έχεις προτάσεις να δουλέψεις και να ζήσεις στο εξωτερικό και όταν οι άλλοι γύρω σου θέλουν να ξενιτευτούν σαν τρελοί, τι είναι αυτό που σε κρατάει στην Ελλάδα;

«Ελα ντε… Μάλλον με κρατούν οι φίλοι μου και η μεταφυσική δύναμη του τοπίου αυτής της χώρας. Στην Αθήνα αυτό το ξεχνάω, αλλά στο αγαπημένο μου νησί, την Τήνο, το θυμάμαι και το ερωτεύομαι και πάλι από την αρχή. Ισως γι’ αυτό να έβαλα και υδρόγειο στο εξώφυλλο του δίσκου μου. Μου αρέσει να βλέπω ότι τελικά είναι μικρός ο κόσμος μας. Οπως όταν πετάς με το αεροπλάνο, κοιτάς έξω από το παράθυρο και λες για δες, όλα είναι μια σταλιά».

Οταν βρίσκεσαι σε πάρτι γάμου με κλαρίνα ή για κάποιον λόγο σε κάποιο σκυλάδικο, υποφέρεις ή ξυπνά μέσα σου η επαγγελματική διαστροφή και σε κάνει να τα ακούς όλα;
«Επειδή έχω δουλέψει πολλά χρόνια ηχολήπτης, έχω πλέον αναπτύξει αντισώματα. Μπορώ πολύ εύκολα να κλείσω τη μουσική από τα αφτιά μου, όσο δυνατά κι αν παίζει δίπλα μου. Οσο εύκολα μπορώ να την προσέξω όταν θέλω, άλλο τόσο μπορώ να την αγνοήσω».
Ποιο είναι το πιο αξιοπερίεργο στοιχείο της Αθήνας;
«Οτι ανοίγουν συνεχώς μπαρ και ότι είναι όλα γεμάτα. Εξηγείται όμως. Σε περιόδους κρίσης παραδοσιακά αυξάνεται η κατανάλωση αλκοόλ, αλλά έχουν και οι φίλοι την ανάγκη να βρίσκονται πιο συχνά και να τα λένε. Και επιτέλους, το θετικό της υπόθεσης είναι ότι ανοίγουν μπαρ σε φυσικά μεγέθη, σε ανθρώπινες κλίμακες. Ούτε νεόπλουτα ούτε στημένα, φτιαγμένα από επιχειρηματίες που ρίχνουν 200.000 ευρώ. Τα περισσότερα τα ανοίγουν άνθρωποι με πραγματικό μεράκι και πολύ χαμηλό μπάτζετ. Με 5.000 ευρώ που περιμένουν να τα κάνουν όλα και καταλήγουν να δανείζονται κι από τους φίλους τους, αλλά δεν πειράζει. Από το να αυτοκτονούμε κατά συρροή στην Ελλάδα, καλύτερα να πίνουμε ένα ποτηράκι παραπάνω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ