Ελληνας της διασποράς, κοσμοπολίτης εκ καταγωγής και παιδείας. Γεννημένος στην πολυπολιτισμική Αλεξάνδρεια από μητέρα Ιταλίδα και πατέρα Ελληνα, πολύγλωσσος, με κοσμοπολιτική και βαθιά ελληνική παιδεία, με μουσικές γνώσεις, ο Παρθένης θα ολοκληρώσει την προσωπικότητά του με καλλιτεχνικές σπουδές που συνάδουν απόλυτα με αυτή την καταγωγή: Ρώμη, Βιέννη, Παρίσι.
Οι σπουδές του στη Ρώμη είναι ασαφείς. Οπωσδήποτε όμως βρίσκεται και σπουδάζει στη Βιέννη από το 1897 ως το 1903, όπου συμμετέχει ενεργά στο κίνημα της Sezession, τη βιεννέζικη εκδοχή της Art Nouveau. Οι καλλιτέχνες του θεωρούν ότι ανοίγουν με το έργο τους τον νέο αιώνα αλλά στην πραγματικότητα κλείνουν και αποχαιρετούν τον παλιό. Ο Παρθένης σφραγίστηκε από αυτό το πνεύμα και, παρ’ όλο που γνώρισε τα κινήματα του μοντερνισμού, το έργο του θα ισορροπεί και θα μετεωρίζεται, με θαυμαστό τρόπο είναι αλήθεια, πάνω σε αυτό το κρίσιμο υπαρξιακό δίλημμα. (…) Στη Βιέννη όμως ο αλεξανδρινός καλλιτέχνης θα δεχτεί και μιαν άλλη ανεξίτηλη πνευματική επίδραση από τη μαθητεία του δίπλα στον ζωγράφο Karl Dieffenbach, με τις ιδιόμορφες θεοσοφιστικές, ιδεαλιστικές θεωρίες και τις αναχωρητικές τάσεις. Το ύφος της ζωής του, η περιβολή του, με τον αρχαιοελληνικό μανδύα και τα σαντάλια, παραπέμπουν στο περιβάλλον της Ισιδώρας και του Ρεϋμόνδου Ντάνκαν και της μαθήτριάς τους Εύας Σικελιανού.
Ο κομψός ντιλετάντης


Για την ώρα πάντως η εικόνα του κομψού ντιλετάντη που μας παρουσιάζουν οι φωτογραφίες του νεαρού Παρθένη όταν φτάνει στην Ελλάδα το 1903 δεν έχουν σχέση με την πρώιμα «χίπικη» εικόνα του δασκάλου του. Την εξεζητημένα επιμελημένη εικόνα του αστού καλλιτέχνη θα τη διατηρήσει ο Παρθένης σε όλη τη διαδρομή του βίου του. Την ίδια εικόνα μάς δίνουν και οι φωτογραφίες των διαφόρων ατελιέ του με τα ωραία έπιπλα, τα σπάνια αντικείμενα και τα μουσικά όργανα, βιολί, πιάνο, κιθάρα. Σε αυτό το πλαίσιο ζωής θα προσθέσει τον δικό της συναρμόνιο τόνο η μουσικός, μεγαλοαστή κεφαλονίτισσα Ιουλία Βαλσαμάκη, σύζυγος του ζωγράφου από το 1909, ύστερα από μακρό δεσμό. Το ζευγάρι αλληλογραφεί στα γαλλικά και συχνά στο σπίτι συνομιλεί στα ιταλικά σύμφωνα με μαρτυρία των παιδιών τους. (…)
Με όλη αυτή την κοσμοπολιτική σκευή ο νεαρός Παρθένης –είναι μόλις 25 χρονών –φτάνει στην Ελλάδα. Ηδη από το 1900 έχει κάνει αισθητή την παρουσία του συμμετέχοντας στην έκθεση των Φιλοτέχνων, ενώ το 1902 παίρνει μέρος στην έκθεση του Ζαππείου και το 1903 στη Διεθνή Eκθεση Αθηνών. Παρά την ενθουσιώδη υποδοχή, ο Παρθένης δεν εγκαθίσταται μόνιμα στην πρωτεύουσα και δεν ενσωματώνεται στην καλλιτεχνική κοινότητα. Ταξιδεύει στη Βόρεια Ελλάδα και στην Κωνσταντινούπολη, όπου ζωγραφίζει μερικά τοπία με δυνατά χρώματα στο πνεύμα του νεοϊμπρεσιονισμού με την τεχνική του πουαντιλισμού ή στο ύφος των Nabis με πλατύτερες πινελιές. Παράλληλα εκτελεί αγιογραφικές διακοσμήσεις ναών, όπου επιχειρεί να συνθέσει τη βυζαντινή παράδοση με τη δυτική τέχνη: Αγιος Γεώργιος στον Πόρο, 1907, και Αγιος Γεώργιος στο Κάιρο, 1908. Aργότερα, 1919, θα ζωγραφίσει σε ανάλογο ύφος επτά φορητές εικόνες για τον Αγιο Αλέξανδρο Παλαιού Φαλήρου.
Μέσα στο πρωτοπόρο ρεύμα


Από το 1909 ως το 1911 βρίσκεται στο Παρίσι, όπου συμμετέχει σε σημαντικές ομαδικές εκθέσεις, ενώ κάποια έργα του βραβεύονται. Κυρίως όμως ο ζωγράφος θα γνωρίσει τα μεταϊμπρεσιονιστικά και πρωτοποριακά ρεύματα που συνυπάρχουν αυτή την εποχή στην παρισινή σκηνή και θα σταχυολογήσει στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να διαμορφώσει το ώριμο ύφος του. (…)
Η αναδρομική έκθεση του Cézanne στην γκαλερί Bernheim-Jeune το 1910 πρέπει να του έδωσε εφόδια για να αναπτύξει την αναλυτική διδακτική μέθοδο που θα εφαρμόσει αργότερα στη Σχολή Καλών Τεχνών, αν κρίνουμε από τις πολύ σεζανικές μελέτες των σπουδαστών του εργαστηρίου του που σώζονται. (…)
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, το ζεύγος Παρθένη θα εγκατασταθεί στην Κέρκυρα σε δικό του παραθαλάσσιο κτήμα στο Κοντοκάλι, όπου θα παραμείνει μέχρι το 1917. Ο ζωγράφος συμμετέχει στην πολιτιστική κίνηση του νησιού εκθέτοντας έργα, ενώ φέρεται να ανήκει στα ιδρυτικά μέλη της «Συντροφιάς των εννέα». Εδώ θα γεννηθούν και τα δυο παιδιά του ζευγαριού, ο Νίκος και η Σοφία. Από το φθινόπωρο του 1917 η οικογένεια του Παρθένη μετοικεί και εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Τότε μόνο ο ζωγράφος αποκτά και την ελληνική ιθαγένεια, γεγονός που μεταφράζει την απόφασή του να εγκατασταθεί πλέον οριστικά στην Ελλάδα. Η ανάρρηση την ίδια χρονιά στην εξουσία του Βενιζέλου και του κόμματος των Φιλελευθέρων είναι μια ευτυχής συγκυρία, καθώς το προοδευτικό και ανανεωτικό πρόγραμμα του κόμματος αγκαλιάζει και εμψυχώνει ολόκληρη την πνευματική ζωή. Ο Παρθένης, που έμελλε να παραμείνει σε όλη του τη ζωή ανένταχτος, μοναχικός και αποσυνάγωγος, αισθάνεται για πρώτη και ίσως για μοναδική φορά ότι ανήκει σε μια κοινότητα που τον αποδέχεται, τον θαυμάζει και τον υποστηρίζει. (…)
Δάσκαλος σε εσωστρέφεια


Ο θαυμασμός για το έργο του και η φιλία του με ισχυρούς παράγοντες της πολιτικής και της καλλιτεχνικής ζωής, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, θα του εξασφαλίσουν αργότερα (1929) τον διορισμό του στη Σχολή Καλών Τεχνών, όπου είχε αποτύχει να εκλεγεί το 1923. (…) Δυστυχώς από την πρώτη στιγμή ο άτυπος τρόπος διορισμού του, οι καινοτομίες στη διδασκαλία του, που περιγράφονται με διορατικό και διεισδυτικό τρόπο από τον μαθητή του Γιάννη Τσαρούχη, αλλά και η ενδιάθετη υπεροψία του, που απέρρεε από το λανθάνον αίσθημα υπεροχής που περιγράψαμε, οδήγησαν γρήγορα σε ένα κλίμα καχυποψίας που δεν άργησε να μεταστραφεί σε εχθρότητα, εξωθώντας τον μεγάλο Δάσκαλο στην εσωστρέφεια, στην απομόνωση και τελικά στην παραίτησή του το 1947. (…)
Η δεκαετία του ’20 θα δει τον Παρθένη να αποσύρεται βαθμιαία από τα εγκόσμια και να βυθίζεται στον οραματικό κόσμο της ώριμης ζωγραφικής του, που ενοικείται από αλληγορικές και συμβολικές παραστάσεις. Οι μορφές του, καμπυλόγραμμες, κυματοειδείς, χορευτικές, εντάσσονται αρμονικά στον χώρο δημιουργώντας μελωδικές ρίμες με τα περιβάλλοντα συνθετικά στοιχεία, δέντρα, βουνά, λόφους. Μνήμες από τους ευρωπαίους συμβολιστές, παλαιότερους και νεότερους (Puvis de Chavannes, Maurice Denis, Hodler), αλλά και επιδράσεις από το Βυζάντιο ή τον Θεοτοκόπουλο. Το χρώμα, που διατηρεί ακόμη τη δροσιά του στις μεγάλες αλληγορικές και διακοσμητικές συνθέσεις της δεκαετίας του ’20, θα αρχίσει να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση του σε πιο εγκεφαλικά σχήματα που παραπέμπουν στην αναλυτική φάση του κυβισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η στροφή αυτή παρατηρείται στις μετακυβιστικές νεκρές φύσεις που συντονίζονται, και μάλιστα συγχρονικά, με τις κλασικιστικές νεκρές φύσεις που ζωγραφίζουν οι πρωτοπόροι του κυβισμού, Picasso, Braque, Juan Gris, τον ίδιο καιρό στο Παρίσι. (…)
Ηταν πάντα μόνος του


Η πλούσια αυτή συγκομιδή θα παρουσιαστεί το 1938 στην Biennale της Βενετίας –μαζί με τα έργα του γλύπτη Μιχάλη Τόμπρου και του χαράκτη Αγγελου Θεοδωρόπουλου –και θα γνωρίσει θετική υποδοχή, όπως έδειξε η μελέτη-διατριβή του Ευγένιου Ματθιόπουλου. Ας μη βιαστούμε να συναγάγουμε συμπεράσματα για τα φρονήματα του καλλιτέχνη από αυτή τη συμμετοχή. Χάρις στη φωτισμένη πολιτική του Παντελή Πρεβελάκη, διευθυντή Τεχνών στο υπουργείο Παιδείας, ο Μεταξάς συνέχισε να υποστηρίζει τις πιο πρωτοποριακές τάσεις στην ελληνική τέχνη, παρά τις αντιδράσεις των ακαδημαϊκών καλλιτεχνικών κύκλων. Αλλωστε, η εθνικιστική ιδεολογία της στροφής προς την παράδοση, που πριμοδοτούσαν όλα τα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου, ταυτιζόταν συμπτωματικά με την ιδεολογία των καλλιτεχνών της Γενιάς του Τριάντα, που φιλοδόξησαν να δημιουργήσουν έναν ελληνικό μοντερνισμό αξιοποιώντας το δίδαγμα της παράδοσης. (…) Στην πραγματικότητα ο Παρθένης παρέμεινε για πάντα εθελοντικά αυτοεξόριστος και ανένταχτος, πολίτης της δικής του ουτοπικής Ελλάδας.
* Το κείμενο, με συντομεύσεις, προέρχεται από τον κατάλογο της έκθεσης. Εκεί δημοσιεύεται η πλήρης μορφή του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ