«Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα». Ετσι τελείωναν κάποτε τα παραμύθια, έτσι τελειώνουν και τώρα αυτά που λένε οι τελευταίοι (άραγε;) γέροι παραμυθάδες μπροστά στον κινηματογραφικό φακό του σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ ο οποίος γύρισε το ντοκιμαντέρ «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα» στα χωριά των Τρικάλων το καλοκαίρι του 2013.

Ενα οδοιπορικό καταγραφής, μύησης και μνήμης, το «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί από πάνω κόκκινα κι από κάτω κόσκινα» γυρίστηκε για λογαριασμό του Δήμου Τρικκαίων και αυτές τις μέρες προβάλλεται για πρώτη φορά σε αίθουσα: στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης απόψε και αύριο Κυριακή 16 Φεβρουαρίου.
Ανθρωποι απλοί, βοσκοί, νοικοκυρές, αγρότες, αγράμματοι οι περισσότεροι, προικισμένοι όμως με το χάρισμα της αφήγησης, δημιουργούν ταξίδια στο μυαλό των θεατών. Από στόμα σε στόμα, από παππούδες και γιαγιάδες στα παιδιά και στα εγγόνια, οι παραμυθάδες μπόρεσαν να διασώσουν ιστορίες, παραδόσεις και θρύλους, τραγούδια και στιχάκια, ζωντανεύοντας συγχρόνως την γεωργική και κτηνοτροφική παράδοση του τόπου, τα ζώα και τα φυτά, τα πυκνά δάση και τους μεγάλους κάμπους. Παίρνουν ζωή τα μονοπάτια, τα σταυροδρόμια, τα πηγάδια, οι πηγές, ο κουρνιαχτός του δρόμου και η πρωϊνή ομίχλη, οι πονηρές αλεπούδες και οι αετοί που μιλούν, οι νεράϊδες, οι δράκοι και οι λάμιες, οι μύλοι και τα καρκατζάλια.
«Παντού ακούγαμε παραμύθια» λέει σήμερα για τα παιδικά του χρόνια ο σκηνοθέτης του εξαιρετικού ντοκιμαντέρ «Φιλιά εις τα παιδιά», ο οποίος γεννήθηκε στα Τρίκαλα αρχές της δεκαετίας του 1960. «Παραμύθια η μάνα μου στο σπίτι, παραμύθια η μάνα της στο ένα χωριό, παραμύθια ο παππούς, η γιαγιά, οι θείες και οι θείοι μου στο άλλο χωριό, παραμύθια παντού.»
Παραμύθια στα μικρά παιδιά για να κοιμηθούν ή να λουφάξουν. Παραμύθια για να αντέξουν οι μεγάλοι στις ατέλειωτες ώρες χειρωνακτικής δουλειάς: στο χωράφι, στο δεμάτιασμα του καπνού, στη βοσκή, στα μικρά εργαστήρια, στο άρμεγμα, στον αργαλειό και στα νυχτέρια των γυναικών, στο κάρο που σε πήγαινε, νύχτα ακόμα, στο χωράφι με τα βαμβάκια. Παραμύθια για να περνάει η ώρα στα μακρυνά, ατέλειωτα ταξίδια εκείνου του καιρού.
Ο Λουλές αγάπησε και πάλι την προφορική αφήγηση και τα παραμύθια όταν πριν από μερικά χρόνια φτιάχνοντας κινηματογραφικές ταινίες και σενάρια, βρέθηκς ν’ ασχολούμαι με το ντοκιμαντέρ, βάζοντας ανθρώπους να μιλάνε στο φακό, να λένε ιστορίες. Τις μικρές τους καθημερινές ιστορίες. «Αλλά και τις άλλες τους ιστορίες, αυτές που έπεσαν στη δίνη της Ιστορίας» λέει.
Πρόθεσή του όμως με την δημιουργία του «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί» δεν ήταν μια απλή καταγραφή του λόγου και στη διάσωση της προφορικής παράδοσης της περιοχής, ούτε και περιορίστηκε στην ανάδειξη του πλούτου των παραλλαγών πάνω στο ίδιο παραμύθι -από στόμα σε στόμα, από τόπο σε τόπο.
«Ηθελα να προσθέσω κάτι παραπάνω, κάτι που μόνον ο κινηματογράφος μπορεί: φέρνει στο φως τις χειρονομίες του αφηγητή, τις εκφράσεις του προσώπου, τις σιωπές και τις εντάσεις, τη γλώσσα του σώματος. Όλα αυτά ακριβώς τα στοιχεία τα οποία προσδίδουν την δύναμη και την ιδιαιτερότητα στον κάθε παραμυθά. Η ντοπιολαλιά είναι όμορφη στα παραμύθια, ζωντανεύει τις εικόνες που περιγράφουν, ενώ τα εκφραστικά πρόσωπα των γερόντων είναι σαν ένα απέραντο τοπίο που δεν χορταίνεις να παρατηρείς, να θαυμάζεις, να απολαμβάνεις.»