Αν ψάξει κάποιος να εντοπίσει την ιδιαιτερότητα πίσω από το σχήμα του οργανίστα Τζέιμς Τέιλορ, αυτή είναι ότι, παρά το γεγονός πως ευθύνεται για ένα από τα πιο ουσιαστικά μουσικά κινήματα ανανέωσης των τελευταίων 30 χρόνων όπως είναι η acid jazz, την ίδια στιγμή κινείται με έναν αξιοθαύμαστο τρόπο παραπλεύρως της μόδας. Μπήκε στα πράγματα σαν σίφουνας με το κουαρτέτο του –που όμως είναι σεξτέτο στην ουσία –το 1987 με μια εκπληκτική διασκευή του «Blow Up» του Χέρμπι Χάνκοκ και έκτοτε ελάχιστους τομείς της μουσικής άφησε στο διάβα του, όπως πολύ ωραία περιγράφει παρακάτω στη συνέντευξη που μου έδωσε. Κινηματογραφικά μοτίβα με το δεύτερο άλμπουμ «Money Spider», τζαζ εκδοχές σε ροκ αριστουργήματα, φλερτ με την κλασική μουσική, κυρίως όμως πρωτοστάτησε στο κίνημα της acid jazz, ένα μουσικό ρεύμα που ήταν πολύ πιο νευρώδες και ογκώδες από την απλή μείξη των ειδών που το συνέθεταν όπως η τζαζ, η σόουλ, το φανκ, η ντίσκο και το χιπ-χοπ. Σήμερα, 27 χρόνια μετά τη δημιουργία του σχήματος, με περίπου 30 άλμπουμ στις βαλίτσες του και με αρκετές εμφανίσεις στη χώρα μας, όπου έχει ένα φανατικά σταθερό κοινό, εμφανίζεται για πέντε βραδιές στο «Half Note».
Υπήρξαν στην καριέρα σας περιπτώσεις που σας μπέρδευαν με κάποιον άλλον (εννοώντας τον άλλον James Taylor);
«Εννοείς, φαντάζομαι, τον φολκ τραγουδιστή Τζέιμς Τέιλορ; Οχι σε τρομερό βαθμό, πολύ σπάνια κάποιος μου λέει «προτιμώ την πρώτη καλλιτεχνική περίοδό σας από τη δεκαετία του ’70…». Τους απαντώ πως τότε ήμουν μόλις έξι ετών… Πως οι δύο κόσμοι μας, της αμερικανικής φολκ και της φάνκι τζαζ, δεν συναντώνται μιλώντας με μουσικούς όρους αλλά και όσον αφορά το κοινό. Βεβαίως να πω ότι είμαι φανατικός θαυμαστής του άλλου Τζέιμς Τέιλορ και είναι πολύ ωραίος τύπος».
Γιατί ονομάσατε το συγκρότημά σας κουαρτέτο ενώ κατ’ ουσίαν είναι σεξτέτο;
«Μοιάζει να είναι πολύ σοβαρή υπόθεση το όνομα στα συγκροτήματα. Πάντα με συνάρπαζε αυτό το θέμα, μοιάζουν τόσο ανόητα και αυθαίρετα, τα μισώ στην πραγματικότητα! Να ονομάζεις το συγκρότημά σου Duran Duran ή Swing Out Sister ακούγεται αρκετά επιτηδευμένο και τόσο επαγγελματικό ώστε να με κάνει να θέλω να κρατηθώ μακριά από αυτό. Ηθελα μια πιο αγνή ταυτότητα για τη μουσική μου. Αυτό (το συγκρότημα) είμαι εγώ και έφερα μαζί μου τρεις ακόμη τύπους που παίζουν τη μουσική μου με έναν τρόπο συναρπαστικό και διαφορετικό και διαθέτει ακεραιότητα πέρα από φιλοδοξίες, που έχουν να κάνουν με την καριέρα ή τη μόδα. Είναι ένας τίτλος όχι βασισμένος στην αισθητική αλλά σε ένα αγνό μουσικό πρότζεκτ. Αργότερα βεβαίως προσθέσαμε πνευστά και φωνητικά αλλά ήμασταν ήδη γνωστοί ως κουαρτέτο. Οπότε μάλλον θα μας διαφήμιζα ως το James Taylor Quartet συν τον Νικ Σμαρτ στα πνευστά και την Ιβόν Γιάνεϊ στα φωνητικά».
Τι απόσταση έχετε διανύσει από το «Blow Up» ως σήμερα;
«Εχουμε εξερευνήσει μια τεράστια περιοχή στη μουσική: σόουλ, τζαζ, φανκ, ροκ, κινηματογραφική, κλασική, ινστρουμένταλ, φωνητική, χορωδιακή, μπαλάντες, πολύ δυνατές εκρήξεις με το χάμοντ. Είχαμε την ιδέα να παίξουμε με το κοινό έχοντας μια «αδυσώπητη» διάθεση για συναυλίες, κάνοντας στην ουσία το ίδιο το κοινό μέρος του συγκροτήματός μας και το ίδιο σημαντικό. Εχοντας κατά νου τις ζωντανές εμφανίσεις μας κάθε βράδυ σε διαφορετικά τζαζ κλαμπ, οι συναυλίες μας απέκτησαν κάτι από την πνευματικότητα που έχει κανείς όταν πηγαίνει στην εκκλησία. Αιωρείται στην ατμόσφαιρα ένα πολύ δυνατό μήνυμα και το κοινό συμμετέχει με έναν ελεύθερο και βαθιά ανθρωπιστικό τρόπο, απελευθερωμένο, και κάπου θα έλεγα ότι υπάρχει και μια πολιτική έκφανση παίζοντας ζωντανά μουσική. Είναι σαν να λες: «Δεν θα μείνω σιωπηλός, δεν θα παραμείνω δεμένος από το σύστημα, αυτή είναι η ζωή μου και πρόκειται να κάνω κάτι που θα κάνει αίσθηση». Είναι απίστευτη πηγή δύναμης και ζωής, σαν μια μοντέρνα θεραπεία της μιας μέρας!».
Ηταν τελικώς η acid jazz ένα κίνημα;
«Πιστεύω ότι ήταν ένα πολύ σημαντικό μουσικό κίνημα σε ό,τι αφορά τον πιο συλλογικό τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Γιγαντώθηκε ξεκινώντας από ένα πολύ μικρό επίπεδο, κάποια συγκεκριμένα κλαμπ, συγκεκριμένους μουσικούς στο Λονδίνο, που είχαν βαρεθεί από τη μουσική βιομηχανία και ήθελαν να δημιουργήσουν έναν ανεξάρτητο δικό τους κόσμο. Ηταν το πανκ κίνημα των ημερών, θυμωμένο, προκλητικό, συναρπαστικό, ασυμβίβαστο και απίστευτα διασκεδαστικό. Στο τέλος έγινε κτήμα της μουσικής βιομηχανίας και χρήμα, κατ’ επέκταση βαρετό, αλλά εμείς είχαμε ήδη φύγει από εκεί».
Πόσα του οφείλετε και αντίστροφα;
«Δεν το γνωρίζω, ήταν ωραία, αλλά ήδη περνούσαμε ωραία ως συγκρότημα πολύ προτού ξεκινήσει η acid jazz και πολύ αφότου τελείωσε. Πιστεύω ότι βοήθησε ιδιαίτερα με πολλούς τρόπους, αλλά λειτούργησε και περιοριστικά για κάποιους άλλους. Αλλά τελικώς είμαι ευτυχής που συνέβη γιατί ήρθε σαν σίφουνας, σαν ένα μεγάλο πάρτι που κράτησε πέντε χρόνια και έφυγε αφήνοντάς μας με ένα μεγάλο hangover».
Τι είναι αυτό που επιδιώκετε μέσω της μουσικής, ένα όμορφο τραγούδι ή την αγνότητα της τζαζ;
«Τη σωτηρία!».
Αν μένατε απομονωμένος σε ένα έρημο νησί, ποια θα ήταν τα πέντε άλμπουμ που θα θέλατε να έχετε μαζί σας;
«Τα κοντσέρτι για πιάνο του Μπραμς, τις σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν, τον «Μεσσία» του Χέντελ, «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο» του Μπαχ και το «Never Mind The Bollocks» των Sex Pistols. Ανυπομονώ να σας ξαναδώ εσάς τους ωραίους Ελληνες έπειτα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια».
«Με συναρπάζουν το ίδιο Μπετόβεν και Κολτρέιν»

Πολλοί επιχειρούν να περιγράψουν τη μουσική που παίζετε. Εσείς πώς θα την περιγράφατε;

«Το ξέρω ότι είναι δύσκολο γιατί κινείται σε ένα πλαίσιο πολύ πιο ευρύ από την τζαζ. Επιδιώκω να βρίσκομαι σε έναν χώρο πιο ευρύ και πιο βαθύ και με συναρπάζει το ίδιο πολύ ο Μπετόβεν και ο Χέντελ όσο ο Μακ Κόι Τάινερ και ο Τζον Κολτρέιν. Εχω την τάση να περιγράφω αυτό που κάνω ως μουσική για όργανο, αρκετά αυτοσχεδιαστική, που τείνει να έχει ένα έντονο ρυθμικό στοιχείο και μια δυνατή αρμονική ταυτότητα, αλλά μπορείς απλώς να το ονομάσεις jazz funk και να ξεμπερδεύεις».

Εχετε ακούσει τα τελευταία χρόνια κάποιο μουσικό κίνημα στο οποίο θα θέλατε να συμμετέχετε;
«Αυτό που με συναρπάζει πραγματικά είναι η ιδέα να πάρω τη χορωδιακή και θρησκευτική μουσική του 16ου αιώνα και να την παρουσιάσω μέσα από το δικό μας πρίσμα. Γι’ αυτό δουλεύω με χορωδίες και μικρές ορχήστρες σε τέτοια πρότζεκτ συνεργασίας για να εξερευνήσω πώς αυτοί οι δύο κόσμοι μπορούν να συνεργαστούν. Είναι λίγο περίεργο και διαφορετικό, αλλά η μουσική ακούγεται υπέροχη, λίγο σαν οι Earth Wind And Fire να συναντούν τον Μπαχ. Δεν μπορεί να είναι άσχημο αυτό. Ως οργανίστας που είμαι αυτό μου μοιάζει η απόλυτη φυσική εξέλιξη».

πότε & πού:

«Half Note Jazz Club» (Τριβωνιανού 17, Μετς), από Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου ως Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου.Πέμπτη 20, Κυριακή 23 και Δευτέρα 24/2 στις 21.30, Παρασκευή 21/2 και Σάββατο 22/2 στις 22.30. Τιμές εισιτηρίων: 14 ευρώ (φοιτητικό, αποκλειστικά στο μπαρ), 19 ευρώ (μπαρ και εξώστης), 24 ευρώ (σε τραπέζι, Β’ ζώνη), 29 ευρώ (σε τραπέζι, Α’ ζώνη). Πληροφορίες – κρατήσεις: 210 9213.310, www.halfnote.gr, www.viva.gr, http://www.facebook.com/halfnote.gr

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ