Η Ελλάδα είναι θάλασσα, ακτές και πλεούμενα και είναι σπουδαίο σε μια τέτοια χώρα που μοιάζει να ταξιδεύει στις κορφές των κυμάτων να είσαι ο πατέρας της θαλασσογραφίας. Και ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1839-1907) ήταν ακριβώς αυτό. Η ευγενική φιγούρα με το ημίψηλο και το μπαστούνι που περιδιαβάζει τα πλοία στην προκυμαία ή αναμετράται με τα κύματα και τον ουρανό στο ύψος των βράχων της ακτής ή στην αμμουδιά της ακρογιαλιάς. Πάντα ένας άνθρωπος απέναντι στην ανοιχτή θάλασσα διακατέχεται από οράματα και θάματα. Πόσω μάλλον αν αυτός ο άνθρωπος είναι τολμηρός αριστοτέχνης των χρωμάτων, του φωτός και της ποιητικής του νερού.
Η ελεύθερη φύση του Κωνσταντίνου Βολανάκη «σάλπαρε» από πολύ νωρίς μαζί με τις «Ψαρόβαρκες στην παραλία της Τεργέστης» (1866), δύο μόλις χρόνια μετά την εγγραφή του στην περίφημη Ακαδημία του Μονάχου και τις σπουδές του δίπλα στον Καρλ Τεόντορ φον Πιλότι, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, τον Πολυχρόνη Λεμπέση και τον Νικόλαο Γύζη. Αλλά το ταξίδι του ζωγράφου της θάλασσας στο περίκλειστο από τις Αλπεις κέντρο της Ευρώπης είχε αρχίσει νωρίτερα, από τα πρώτα του βήματα στη ζωή. Μετά τη γενέτειρά του, την Κρήτη, βρέθηκε να περπατά στην προκυμαία της Ερμούπολης στη Σύρο, το πιο δυναμικό λιμάνι του νέου ελληνικού κράτους, και μετά στην Τεργέστη, αφετηρία των πλόων κάθε λογής πλεούμενων, μεγάλων και μικρών. Εκεί, όπως διέσωσε αργότερα ο υιός του Μιλτιάδης Βολανάκης, «εσχεδίαζε με μολύβι μικρά ιστιοφόρα και άλλας θαλασσίας τοποθεσίας εις το χαρτί τα οποία έκρυπτε μέσα στα λογιστικά βιβλία που ετηρούσε». Ο άσβεστος προς τη θάλασσα έρωτάς του είχε εκδηλωθεί με αυτά τα σχέδια που έφθασαν ως το Μόναχο.
Η ελληνική ζωγραφική βρισκόταν εκείνη την εποχή στο μεταίχμιο μεταξύ του ηρωικού παρελθόντος των Ελλήνων και της καθημερινότητας ενός νέου κράτους που διαμόρφωνε τον δρόμο που θα περπατούσε στο μέλλον. Και ο Κωνσταντίνος Βολονάκης θα εκφράσει με τη ζωγραφική του αυτήν ακριβώς τη διαδοχή και τη μετάλλαξη των εικόνων. Τα ηρωικά έργα με τον εθνικό και ιστορικό παλμό συμβιούν με τις ειρηνικές, λυρικές, θαλασσογραφίες. Κατά βάθος, όμως, η ουσία τους είναι κοινή. Το φως δίνει την παράστασή του. Στην «Εξοδο του Αρεως» (1894) ή στην «Πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδος από τον Κανάρη» (1886) το φως εκρήγνυται, ενώ στο «Λιμάνι του Βόλου (Νύχτα)» το φεγγαρόφως θωπεύει όλη τη σύνθεση. Σε όλα τα έργα όμως αυτό είναι που δίνει με πολύ προσωπική γραφή το στίγμα των πλοίων. Αυτό και όλα τα άλλα χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Βολανάκη έκαναν τον Τζόρτζιο ντε Κίρικο –ο οποίος δωδεκαετής μόλις γνώρισε τον ζωγράφο όταν δίδασκε στο Σχολείο των Τεχνών στην Αθήνα –να πει για τους πίνακές του ότι ήταν πολύ εκφραστικοί και γεμάτοι ποίηση.
Το χρώμα τυλίγει με μια αδιόρατη μελαγχολία τους πίνακες του ζωγράφου και μια ζωηρή «πινελιά», όπως η κόκκινη σημαδούρα στο «Πριν από την καταιγίδα» (π. 1883-1885), τονίζει τις τολμηρές εξάρσεις της σύνθεσης. Η καθαρότητα των χρωμάτων είναι μοναδική και αφήνει να αποκαλυφθεί η αίσθηση της κίνησης που διακατέχει τα έργα του Βολανάκη. Τα πλοία, η θάλασσα, τα σύννεφα βρίσκονται σε αδιάκοπη κίνηση ή σε αναμονή της επόμενης μετακίνησής τους. Αυτή είναι μάλλον και η κεντρική ιδέα του ύφους του ζωγράφου που τόσο παραστατικά εμφανίζεται «Στην αποβάθρα» (π. 1869-1875). Κατά τον καθηγητή Γεώργιο Βλάχο, χάρη σε αυτό το ύφος ο Βολανάκης δημιουργεί την αίσθηση της ποιητικότητας, η οποία διαφοροποιεί την τοπιογραφία του από τη φυσική εικόνα.

Πορεία προς το μέλλον
«Στην αποβάθρα» το νέας τεχνολογίας για την εποχή του ατμόπλοιο, τριγυρισμένο από παλαιικά σκαριά και πλαισιωμένο από την ακινησία της θάλασσας και του ουρανού, μοιάζει να ετοιμάζεται να αποπλεύσει προς το μέλλον. Ολη η κίνηση συγκεντρώνεται μπροστά του, στην αποβάθρα, και τη δίνουν οι άνθρωποι και η ζωή τους. Η αποβάθρα είναι ο διάδρομος απογείωσής της, το κέντρο της, το πεδίο σύνθεσης ενός ανθρώπινου παζλ, ποικιλόμορφου, από χαμίνια του λιμανιού, καθώς πρέπει κορίτσια και κυρίες με τις δαντέλες τους, τα καπέλα και τις ομπρέλες τους, επιβάτες που περιμένουν την αναχώρηση του πλοίου, υπαίθριους πωλητές που έχουν στο βάθος τους πάγκους τους. Το μικρό λιμάνι δεν έχει όνομα. Ή μάλλον η ταυτότητά του είναι αυτή ακριβώς η εικόνα της ζωής που κυλά. Και βεβαίως έχει αναγνωρίσιμη ταυτότητα ο δημιουργός της. Η ακρίβεια της ζωγραφικής του Κωνσταντίνου Βολανάκη είναι η μεγάλη δύναμή της. Η εξάρτηση του πλοίου, η αμφίεση των ανθρώπων, ο φανοστάτης, το άχρηστο καλάθι, τα χαλασμένα φρούτα, τα απομεινάρια μιας μέρας στο λιμάνι δεν είναι τεχνικά επιτεύγματα αλλά η ίδια η ψυχή του έργου, η ελευθερία του, η ποιητική και ρομαντική ατμόσφαιρά του, όλα αυτά που το κάνουν δυναμικό έργο τέχνης και όχι ένα στιγμιαίο φωτογραφικό ενσταντανέ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ