Στις 18 Αυγούστου 1850 η Γαλλία έχασε έναν από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους της ιστορίας της. Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ, ο συγγραφέας της «Ανθρώπινης Κωμωδίας», πέθανε σε ηλικία μόλις 51 ετών.

Η αιτία του θανάτου αδιευκρίνιστη. Ανακοπή καρδιάς αναφέρουν ορισμένες πηγές, άλλες κάνουν λόγο για σύφιλη, όμως η μπαλζακική μυθολογία τον θέλει να πεθαίνει δηλητηριασμένος από την καφεΐνη. Υπακούοντας στην εσωτερική ανάγκη του για δημιουργία –και στην εξωτερική ανάγκη εξόφλησης των μόνιμων χρεών του– εργαζόταν ακατάπαυστα γράφοντας όλη τη νύχτα και πίνοντας 20 με 40 ακόμη και 50 φλιτζάνια δυνατό καφέ ημερησίως.

Η εξάρτηση του Μπαλζάκ από τον καφέ είναι πλέον παροιμιώδης και αλυσίδες καφενείων όπως το καναδικό «Βalzac Coffee» και το γερμανικό «Βalzac’s Coffee» έχουν αξιοποιήσει δεόντως τη σύνδεση του ονόματος του γάλλου συγγραφέα με το δημοφιλές ρόφημα.

Την απόλαυση ή την εξάρτηση από τον καφέ περιγράφει ο ίδιος σε ένα κείμενό του με τίτλο «Πραγματεία περί των νεωτέρων διεγερτικών» που τυπώθηκε το 1839. Στο ίδιο κείμενο, που δημοσιεύθηκε ως επίλογος στη δεύτερη έκδοση της περίφημης «Φυσιολογίας της γεύσης» του γαστρονόμου Ζ. Α. Μπριγιά-Σαβαρέν, ο Μπαλζάκ καταπιάνεται επίσης με το αλκοόλ, τη ζάχαρη, το τσάι και τον καπνό.

Το κείμενο μαζί με τα συντομότερα «Φυσιολογία της ενδυμασίας» και «Φυσιολογία της γαστρονομίας» –δύο από τις «φυσιολογίες» του Μπαλζάκ που ακολουθούν, όπως και η γνωστή του «Φυσιολογία του γάμου» (1829), μια συγγραφική μόδα της εποχής που ξεκίνησε από την επιτυχία του έργου του Μπριγιά-Σαβαρέν– και μεταφρασμένα από τον Τίτο Πατρίκιο το 1993 κυκλοφορούν πάλι σε έναν μικρό τόμο (Πραγματεία περί των νεωτέρων διεγερτικών, εκδ. Ολκός, 2η εκδ., 2013, σελ. 104, τιμή 9,59 ευρώ) που μαρτυρεί ότι η ευστοχία της ματιάς του Μπαλζάκ, τα κοινωνικά πορτρέτα του και η κομψή γραφή του δεν έχουν χάσει την επικαιρότητά τους.

«Τα πεπρωμένα ενός λαού εξαρτώνται και από την τροφή του και από το καθεστώς του» είναι η παραδοχή από την οποία ξεκινά και στην οποία καταλήγει ο συγγραφέας. Σύμφωνα με κάποιο πείραμα που έγινε στο Λονδίνο, ένας άνθρωπος που τρεφόταν μόνο με τσάι έζησε τρία χρόνια, έγινε διάφανος σαν φανάρι και στο τέλος πέθανε. «Αν το πείραμα είναι αληθινό, τότε το τσάι είναι που δημιουργεί την αγγλική ηθική, τις miss με το ξεθωριασμένο χρώμα, την αγγλική υποκρισία και κακογλωσσιά», γράφει ο γάλλος μυθιστοριογράφος.

Υπερβολές ή αστειότητες; Ο Μπαλζάκ άλλοτε σοβαρολογεί επηρεασμένος από την ανάπτυξη της επιστήμης της Φυσιολογίας και την ευρεία της απήχηση στην εποχή του και άλλοτε ειρωνεύεται τις υπερβολές των επιστημόνων. Μεταξύ σοβαρού και αστείου διαβάζουμε πολύ χαριτωμένες και πνευματώδεις αφηγήσεις περιστατικών όπου κάνει ο ίδιος χρήση των διεγερτικών αυτών και διασκεδαστικά αποφθέγματα.

Έχοντας καταναλώσει με έναν φίλο του 17 μπουκάλια κρασί, πηγαίνει στην όπερα όπου η μυρωδιά του αλκοόλ ενοχλεί τη διπλανή του. Αναζητώντας μια γνωστή του δούκισσα στα θεωρεία, βλέπει το ωραίο κεφάλι της πλαισιωμένο από δαντέλες και φτερά και νιώθει την ακατανίκητη επιθυμία να επαληθεύσει «κατά πόσο η αδιανόητη αυτή κόμμωση ήταν αληθινή ή οφειλόταν σε κάποια παραξενιά της όρασης με την οποία είχα προικιστεί για λίγες ώρες».

«Το κλειδί για το θησαυροφυλάκιο του καπνίσματος μου το έδωσε η Γεωργία Σάνδη» γράφει, στο κεφάλαιο για τον καπνό, για τη γαλλίδα συγγραφέα που τον μύησε στο κάπνισμα του ναργιλέ. Όσο για τον καφέ, λέει ότι «πολλοί άνθρωποι αναγνωρίζουν στον καφέ την ικανότητα να δίνει πνεύμα, αλλά δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην έχει επαληθεύσει πως οι πληκτικοί προκαλούν ακόμη περισσότερη θλίψη άμα πιουν καφέ».

Ο ίδιος τον θεωρεί «ένα εσωτερικό πυρωτικό» και για τη μέγιστη διέγερση συστήνει να τον καταναλώνει κανείς νηστικός, πολύ δυνατό, διαλυμένο με ελάχιστο νερό. Αλλά αυτό μόνο αν πρόκειται για άνθρωπο «με εξαιρετική ευρωστία, με μαύρα και σκληρά μαλλιά, με δέρμα ωχρό και ροδοκόκκινο συνάμα, με χέρια τετράγωνα, με πόδια σαν χοντρά κολονάκια όπως εκείνα της πλατείας Λουδοβίκου ΙΕ΄», με άλλα λόγια το συστήνει μονάχα στον εαυτό του.

Η κατάχρηση των παραπάνω διεγερτικών «αλλοιώνει τη ράτσα, εκφυλίζει τη γενετήσια ικανότητα, πράγμα που οδηγεί τις χώρες στην καταστροφή» υποστηρίζει ο Μπαλζάκ και καταλήγει με ένα σχόλιο διαχρονικό: «Το κρατικό μονοπώλιο σίγουρα θα διαφωνήσει μ’ αυτές τις παρατηρήσεις στα διεγερτικά, στα οποία έχει επιβάλει τέλη και δασμούς… όμως η εφορία είναι από τη φύση της ηλίθια και αντικοινωνική, θα έσπρωχνε ένα ολόκληρο έθνος στην άβυσσο του κρετινισμού για να περνάει ασημένια τάλιρα από το ένα χέρι στο άλλο, όπως κάνουν οι Ινδοί ταχυδακτυλουργοί».