Το 2004, χρονιά της τελευταίας θητείας του κ. Μιχάλη Δημόπουλου στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, πρόεδρος της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής ήταν ο Μίκλος Γιαντσό. Τότε ο Ούγγρος σκηνοθέτης, που ήταν προσωπικός καλεσμένος του φίλου του, Θόδωρου Αγγελόπουλου, είχε εκφράσει ιδιαίτερη χαρά του που βρισκόταν στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

«Λυπάμαι που δεν μιλώ όχι μόνο την ελληνική γλώσσα, αλλά και ούτε και την οικουμενική, που είναι η αγγλική. Υπήρξε μια εποχή που πιστεύαμε ότι η γαλλική γλώσσα θα ήταν η οικουμενική, αλλά κάναμε τεράστιο λάθος. Αλλά ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις μια γλώσσα, είναι στο κρεβάτι» συμπλήρωσε με το ιδιαίτερο χιούμορ που τον χαρακτήριζε πάντα.

Ο Μίκλος Γιαντσό είχε γεννηθεί στις 27 Σεπτεμβρίου του 1921 στην πόλη Βακ, κοντά στην Βουδαπέστη, την πρωτεύουσα της Ουγγαρίας. Ο κινηματογράφος δεν μπήκε αμέσως στη ζωή του. Ο Γιαντσό αρχικώς σπούδασε νομικά και εν συνεχεία Ιστορία Τέχνης. Πρωτοήλθε σε επαφή με τον κινηματογράφο όταν άρχισε να ασχολείται με την δημιουργία εθνολογικών ντοκιμαντέρ για την τεκμηρίωση των επιστημονικών ερευνών του.

«Σύντροφε αντίο», «Οι νικημένοι», «Ο ήχος της σιωπής», «Κόκκινοι και λευκοί», «Αστραφτεροί άνεμοι», μερικοί από τους τίτλους των ταινιών που γύρισε στην δεκαετία του 1960 αφήνοντας το δικό του, προσωπικό αποτύπωμα στον ευρωπαϊκό κινηματογράφο με την εισαγωγή καινοτομιών όπως οι «χορογραφικές» κινήσεις του κινηματογραφικού φακού και ο κατακερματισμός του χρόνου.

Συμπτωματικά, πριν από λίγο καιρό, προβλήθηκε ξανά στις αίθουσες η πιο διάσημη ταινία του Γιαντσό, ο «Κόκκινος ψαλμός» (1972). Ηταν η επιλογή του συγγραφέα Βασίλη Κ. Καλαμαρά («Ειρηνικός πολεμικός») στο αφιέρωμα του Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου πάνω στη σχέση λογοτεχνίας – κινηματογράφου. Η ταινία τοποθετείται γύρω στο 1890 στο ουγγρικό ύπαιθρο (όπου γυρίσθηκε εξ ολοκλήρου σε μόλις 27 μονοπλάνα).

Ο «Κόκκινος ψαλμός» χάρισε στον Γιαντσό το μεγαλύτερο βραβείο της καριέρας του, το σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Κανών. Είναι ένα χρονικό των εξεγέρσεων των χωρικών στη Νοτιοανατολική Ουγγαρία και το ενδιαφέρον του βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνικές διεκδικήσεις παίρνουν και θρησκευτικό χαρακτήρα μέσα από επαναστατικές τελετουργίες, χορούς και τραγούδια που διαμορφώνουν έναν «κόκκινο ψαλμό»».

Ο Γιαντσό είχε κάνει τρεις γάμους και ο δεύτερος ήταν με την εξίσου διακεκριμένη ουγγαρέζα σκηνοθέτρια Μάρτα Μεζάρος. Από το 1981 ως τον θάνατό του ήταν παντρεμένος με την μοντέζ Ζούζκα Τσακάνι. Το 1990 του δόθηκε ένας τιμητικός Χρυσός Λέοντας για την συνολική προσφορά του στον κινηματογράφου.

Στη Θεσσαλονίκη, το 2004, εντύπωση είχε επίσης κάνει η απάντηση του Μίκλος Γιαντσό στο ερώτημα «πως μπορεί να γυρίσει κανείς μια καλή ταινία;» Ενθυμούμενος ένα περιστατικό που είχε ζήσει προσωπικά, όταν τον είχαν καλέσει στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να διδάξει, ο σκηνοθέτης είχε τονίσει, ότι όταν οι φοιτητές τον ρωτούσαν πώς θα μπορούσαν να γυρίσουν μια καλή ταινία, εκείνος δεν ήξερε πώς να τους απαντήσει. «Δεν υπάρχει απάντηση σε αυτό το ερώτημα.»