Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες εκφράζουν με δικά τους λόγια και προσωπικό ύφος τη δυναμική της εποχής τους, ενώ πρωτοπορούν. Κι ο Νικόλαος Γύζης (1842-1901) αποθέωσε την ιδεολογία των έργων του, αφουγκραζόμενος την αγωνία των πρώτων βημάτων του πολιτικού και ιδεολογικού σχηματισμού της νέας ελληνικής κοινωνίας, αλλά εξελίχθηκε σε καινοτόμο καλλιτέχνη, συναισθανόμενος τις δονήσεις των νέων περιπετειών του βλέμματος που εξέπεμπαν τα ευρωπαϊκά καλλιτεχνικά κέντρα –καθώς ήδη είχαν ξεμπερδέψει με τη διαμόρφωση των κοινωνιών τους -, έτσι που να θεωρείται προάγγελος των μοντερνιστικών τάσεων του 20ού αιώνα.
Ο Νικόλαος Γύζης ήταν έλληνας ζωγράφος, αλλά δεν δημιουργούσε εντός των ορίων της ελληνικής ζωγραφικής. Ηταν όμως ο μακρινός αλλά φωτεινός ήλιος, καθώς παρατηρεί ο Μαρίνος Καλλιγάς, για τους αυτόχθονες ομοτέχνους του. Εκείνος από το Μόναχο όπου σπούδασε από το 1865 στην περιβόητη Ακαδημία και μετά δίδαξε από το 1882, και ο Νικηφόρος Λύτρας από το Πολυτεχνικόν Σχολείον της Αθήνας όπου δίδασκε επιστρέφοντας από τη βαυαρική πρωτεύουσα, επηρέασαν όσο κανείς άλλος την εξέλιξη της σύγχρονης ελληνικής ζωγραφικής, εκτρέποντας το καλλιτεχνικό ρεύμα της προς τη Δύση. Οι δυο τους, όμως, θα περιηγηθούν παρέα το 1872 τη Μικρά Ασία για να αναβαπτιστούν οι ίδιοι στα χρώματα, στις συνθέσεις και στην ατμόσφαιρα της Ανατολής και να συνεχίσουν να διδάσκουν, βγαίνοντας από το κλειστό ατελιέ τους στον ανοιχτό χώρο των κοινωνιών, πώς η ηθογραφία μπορεί να έχει νέο περιεχόμενο, άρα και μέλλον.
Από το ταξίδι στην Ελλάδα και στην Ανατολή ο Νικόλαος Γύζης θα εμπνευστεί τους «Παιδικούς αρραβώνες» (1877), αλλά και το «Αθηναϊκό γλέντι» (π. 1892), τη «Χαρτορίχτρα» (1885), τον «Ανατολίτη με τα φρούτα» (π. 1873), τον «Ζωγράφο στην Ανατολή» (1875) που αποτυπώνει τον συνοδοιπόρο του Νικηφόρο Λύτρα να ζωγραφίζει σε ένα φτωχικό σπίτι τριγυρισμένος από καθημερινούς ανθρώπους, μητέρες και παιδιά. Αυτή είναι μια δυναμική περίοδος του βλέμματος του Γύζη. Οι ηθογραφικές συνθέσεις του δεν καταγράφουν αριστουργηματικά μόνο τα ήθη μιας ακινητοποιημένης στον χρόνο εποχής, αλλά αφήνουν τη ζωή να κυλήσει προς το μέλλον εφοδιάζοντάς την με σύμβολα που διατηρούν εσαεί την επικαιρότητά τους. Αυτή η ροή της τέχνης του Γύζη θα μπει στην κοίτη του ευρωπαϊκού Συμβολισμού και με περίσσια έμπνευση, ιδεαλισμό και ποιητική ορμή θα παραμερίσει τη ρεαλιστική απόδοση των εικόνων και θα αναδείξει αλληγορίες, συμβολισμούς και ιστορικούς υπαινιγμούς.
Ο Συμβολισμός σημαίνει τη στροφή από τον παλιό ρομαντισμό στον μοντερνισμό και ο Νικόλαος Γύζης είναι εκεί, στην πρωτοπορία, πολύ πιο μπροστά από τους δασκάλους του, τον Καρλ φον Πιλότι και τους άλλους της Σχολής του Μονάχου, καθηγητής και ο ίδιος τώρα. Το έργο «Ιδού ο Νυμφίος» (1899-1900) έρχεται να δείξει τον δρόμο της υπερβατικότητας που πλέον βαδίζει η τέχνη, όταν ο Νικόλαος Γύζης ετοιμάζεται να φύγει μέσα στον επόμενο χρόνο. Κι όμως, μερικές δεκαετίες πριν, οι αναζητήσεις της ελληνικής ζωγραφικής ήταν η διέξοδος από μια άλλη υπερβατικότητα, εκείνην της θρησκευτικής τέχνης. Και τότε ο Νικόλαος Γύζης ήταν παρών. Βέβαια, όταν ξεκινούσε από τη γενέτειρά του, το Σκλαβοχωριό της Τήνου, για την Αθήνα, δεν θα τα φανταζόταν όλα αυτά. Ηταν πολύ μικρός για να εγγραφεί στο Πολυτεχνικόν Σχολείον ως κανονικός φοιτητής και παρακολουθούσε τα μαθήματα ως ακροατής μέχρι το 1854. Η ελληνική τέχνη έχει ξεμπερδέψει τότε με τις πρώτες προκλήσεις που συνάντησε στην πορεία της στην πραγματική ζωή και αναζητούσε διέξοδο από την ιστορική ζωγραφική, τη χειραγωγημένη από τις μνήμες του τιτάνιου αγώνα της Ανεξαρτησίας. Και η πρώτη περίοδος της ζωγραφικής του Γύζη είναι πιο προχωρημένη από τις εικαστικές κατακτήσεις της εποχής. «Το κρυφό σχολειό» (1885-1886) αποτυπώνει απερίφραστα ένα στιγμιότυπο της ζωής των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά η ατμόσφαιρα, τα εφέ, η σκηνοθεσία είναι συγκρατημένες εκφάνσεις του προσωπικού ιδιώματος του Γύζη. Φαίνεται πολύ διαφορετικό έργο από τη «Η δόξα των Ψαρών» (1898), ένα από τα πιο ενοραματικά και «μουσικά» έργα της τελευταίας συμβολιστικής περιόδου του. Δεν είναι όμως. Είναι η εξέλιξη ενός δημιουργού ανήσυχου, εξερευνητή των εκφραστικών δυνατοτήτων, αδιάφορου για τις κατακτήσεις όταν γίνουν τέτοιες, δεκτικού στο «νέο στυλ» που έκρουε τις πόρτες των ευρωπαίων καλλιτεχνών. Ολων αυτών που κάνουν τον καλλιτέχνη μεγάλο.


Το έργο
Πέρα από την ηθογραφία

Ο Νικόλαος Γύζης ανταποκρινόταν πρόθυμα στην πρόκληση των ιδιαίτερων θεμάτων. Και τα αρραβωνιάσματα παιδιών, ένα έθιμο της εποχής της Τουρκοκρατίας με καταγωγή από την αρχαία Ελλάδα, είναι ένα μοναδικό θέμα, αντιπροσωπευτικό ενός τόπου και της κοινότητας που τον κατοικεί, ταιριαστό με την ιδιοσυγκρασία του ζωγράφου, καθώς διαπιστώνει ο καθηγητής Μιλτιάδης Παπανικολάου. Μοναδική είναι όμως και η εικαστική απόδοση του έργου με αριστοτεχνικό σχεδιασμό και σκηνοθεσία, δυναμική χρωματική παλέτα, τα οποία υπηρετούν τη λεπτομερή, λαογραφική καταγραφή μιας στιγμής, μιας κοινωνίας καθημερινών ανθρώπων, σε έναν τόπο, μια εποχή. Η πολυπρόσωπη σύνθεση ζει μέσα σε ένα φτωχικό σκηνικό. Το μοναδικό δωμάτιο είναι και επίσημο, όπου γίνονται τόσο σημαντικές τελετές, όσο και καθημερινό, αφού φιλοξενεί την ψωμοθήκη, το βαρέλι με το κρασί, τα σκόρδα, τα σκεύη και τα υφαντά. Είναι όλοι εκεί, ο ιερωμένος που τελεί τους αρραβώνες, οι περί άλλα τυρβάζοντες μελλόνυμφοι, οι παππούδες, οι γονείς, τα μικρότερα αδέλφια που θα συνεχίσουν τη ζωή και τα ήθη της κοινότητας, ο ήδη εύθυμος κεραστής του κρασιού, οι περίεργες γειτόνισσες και τα παιδιά τους. Τα ρούχα τους καταγράφονται με μεγάλη επιμέλεια, με τον τρόπο του Γύζη, που ήδη ωθεί τη σύνθεση πέρα από τα καθιερωμένα όρια της ηθογραφίας. Αλλά αυτό που την πάει ακόμη πιο πέρα από την καταγραφή της στιγμής είναι η ατμόσφαιρα και η παρακαταθήκη που αφήνει στο μέλλον. Ολα τα πρόσωπα είναι φωτισμένα, χαρούμενα, γιατί η ζωή συνεχίζεται με τον πρέποντα τρόπο. Ενα νεύμα από εκείνη την εποχή που διατηρεί την επικαιρότητά του. Ισως εδώ αποτυπώνεται και η νοσταλγία του Γύζη που θα ανασκαλεύτηκε από το ταξίδι του στην Ελλάδα και στη Μικρά Ασία. Αυτή η χαρούμενη πληρότητα δεν είναι λόγου χάρη τόσο διάχυτη στην «Εξέταση των σκύλων» (1870), μια ηθογραφική σύνθεση από τη Γερμανία.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ