Τα θερμά συγχαρητήρια για την επιλογή της ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη «Το μικρό ψάρι» να διαγωνιστεί στο Φεστιβάλ του Βερολίνου ακούγονταν από κάθε στόμα κατά τη σημερινή συνέντευξη τύπου. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ευδιάθετος και χαμογελαστός, σε αντιδιαστολή με το εθιστικά σκοτεινό σύμπαν των ταινιών του, παρουσίασε τους συντελεστές της νέας του δουλειάς και μίλησε για τον κάθε χαρακτήρα του έργου ξεχωριστά, σα να αφηγείται ένα συναρπαστικό παραμύθι για μεγάλα παιδιά.

Ενα παραμύθι που αντί για νεράιδες έχει νονούς της νύχτας, αντί για φεγγαρόσκονη μιλάει για κοκαϊνη και αντί για δράκους έχει πληρωμένους δολοφόνους. Οσο ζόρικα κι αν ακούγονται όμως όλα αυτά, το χιούμορ δεν έλειψε ούτε λεπτό. Ισως επειδή κινηματογραφιστές σαν τον Οικονομίδη, ξέρουν πολύ καλά, ότι όσο πιο στενάχωρο είναι το θέμα, τόσο πιο πολύ χρειάζεσαι ένα παράθυρο για να εισπνέεις λίγο καθαρό αέρα. Προηγουμένως, η κυρία Ειρήνη Σουγανίδου, διευθύνουσα σύμβουλος της feelgood, τόνισε ότι ο Οικονομίδης ήταν «ο πρώτος σκηνοθέτης που έφερε αυτό που λέμε νέο ελληνικό σινεμά σε μία πιο διεθνή βάση». Καλό είναι να μην τα ξεχνάμε αυτά.

«Για πολύ καιρό ήμασταν στη σκιά, όσο διαρκούσαν τα γυρίσματα και το μοντάζ, μια σιωπηλή παρέα, δεν κάναμε πολύ θόρυβο, τώρα όμως που βρισκόμαστε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Βερολίνου ένα μήνα αφού υποβάλαμε αίτηση, ήρθε η ώρα να το γιορτάσουμε» είπε ο σκηνοθέτης και άρχισε να μιλά για έναν έναν τους χαρακτήρες της ταινίας. Κεντρικό πρόσωπο για μια ακόμη φορά, ο εμβληματικός Βαγγέλης Μουρίκης, που υποδύεται τον Στράτο, έναν μοναχικό τύπο που έχει κάνει πολλά χρόνια φυλακή, αφού σε ηλικία 18 ετών σκότωσε δύο πιτσιρικάδες για τα μάτια μιας γυναίκας-πάνω στην έξαψη του πάθους.

Τώρα που αποφυλακίστηκε, ζει μια τριπλή ζωή: εργάτης σε ψωμάδικο, νταραβέρια με τον υπόκοσμο και εκτελεστής συμβολαίων θανάτου. Ο πρωταγωνιστής είπε χαρακτηριστικά, ότι ύστερα από τις δύο προηγούμενες συνεργασίες του με τον σκηνοθέτη, στο «Ψυχή στο στόμα» και στον «Μαχαιροβγάλτη». «εδώ πλέον μιλάμε για έναν άλλο Οικονομίδη, πολύ πιο ώριμο και ανοιχτό σε προτάσεις».

Η ηθοποιός Βίκυ Παπαδοπούλου μίλησε για το πώς ο σκηνοθέτης με τον οποίο ήθελε εδώ και πολύ καιρό να συνεργαστεί, της έκοψε τον βήχα από την πρώτη τους κιόλας συνάντηση: «μου είπε: πρέπει να γίνεις ξανθιά, να μάθεις καλά μια πολεμική τέχνη και μην νομίζεις ότι είσαι και καμιά ωραία γκόμενα…Εβγαλα λοιπόν από πάνω μου την ιδέα της ωραίας γκόμενας, κάτι που πάντα ήθελα να κάνω».
Απολαυστική ήταν στις περιγραφές της η Σόνια Θεοδωρίδου: «τί ταξίδι ήταν αυτό! Εμαθα για την οντισιόν, ότι ζητούσε μια γυναίκα γύρω στα πενήντα, κάθισα στην ουρά και περίμενα. Στον χώρο από τον οποίο προέρχομαι, την όπερα, δεν σου λένε τόσο εύκολα την αλήθεια. Ο Οικονομίδης διαφέρει. Μου άνοιξε έναν δρόμο που ήξερα ότι είχα μέσα μου, αλλά κανείς δεν με είχε βοηθήσει να τον περπατήσω ως σήμερα. Η διαδικασία βέβαια, δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα, κάθε βράδυ γύρναγα στο σπίτι μου κι έλεγα αει σιχτίρ, δεν ξαναπάω στο γύρισμα. Αλλά ξαναπήγαινα. Μέσα από τη σκληρότητα των ταινιών του, ο Οικονομίδης είναι ο πιο τρυφερός άνθρωπος που έχω γνωρίσει».

Αναφέρθηκε σε δύο περιστατικά, που τα έκανε να μοιάζουν ξεκαρδιστικά: «είναι τόσο τελειομανής, που για να με σκοτώσει, έπρεπε να πάω από τις 9 το πρωί και τελικά ο πυροβολισμός ακούστηκε στις 11 το βράδυ. Οσο για τα βρισίδια που ακούγονται στην ταινία…εγώ γενικά δεν βρίζω στη ζωή μου. Είπα λοιπόν ότι έπρεπε να απενοχοποιηθώ κι έτσι άρχισα να βρίζω μια μέρα σαν νταλικέρης μπροστά στον καθρέφτη. Ξαφνικά ανοίγει την πόρτα ο γιος μου που μόλις είχε ξυπνήσει, με κοιτάει απορημένος και μου λέει Μαμά πήρες τίποτα; Οχι, κάνω πρόβα για την ταινία αγάπη μου».

Στην ταινία παίζουν επίσης ο Πέτρος Ζερβός, μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία που δεν είναι ηθοποιός, αλλά ο σκηνοθέτης είδε κάτι σε εκείνον κι έτσι του έγραψε έναν ρόλο-κλειδί και η δημοσιογράφος Πόπη Τσαπανίδου, την οποία ο Οικονομίδης διάλεξε όπως είπε, «επειδή έχει χαρακτήρα. Αυτό είδα». Η ίδια μίλησε με ενθουσιασμό για αυτή την τόσο διαφορετική εμπειρία, για το ότι με το που της τηλεφώνησε είπε στον εαυτό της ότι θα έκανε ό,τι της ζητούσε, μόνο που δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα την έβαζε να παίξει την αρχιμαφιόζα, τη «βασίλισσα της κοκαϊνης».

Το καστ συμπληρώνεται από πολλούς και αξιόλογους ηθοποιούς, το χαρούμενο κλίμα μαρτυρά ότι η κρίση κατά έναν διεστραμμένο τρόπο κάνει πολύ καλό στο ελληνικό σινεμά, κι όπως ευχήθηκε η Σόνια Θεοδωρίδου στο «Μικρό Ψάρι»: «Αντε! Και με πολλές αρκούδες!». Δεν θα ήταν άσχημη μία Χρυσή Αρκτος για να εμπλουτίσει τη συλλογή του ελληνικού κινηματογράφου από διεθνείς διακρίσεις. Then we take Berlin, όπως λέει και ο Λέοναρντ Κοέν