Μια ταινία γυρισμένη στην Ανδρο ήταν «ανεκπλήρωτο όνειρο» του Παντελή Βούλγαρη που σκηνοθετεί στον κινηματογράφο εδώ και περίπου μισό αιώνα. Με τη 12η ταινία του, τη «Μικρά Αγγλία», εν τέλει τα κατάφερε. Στηριγμένο στο μπεστ σέλερ της συζύγου του, Ιωάννας Καρυστιάνη, ο Βούλγαρης βρέθηκε στο κυκλαδίτικο νησί και για μια ακόμη φορά έκανε αυτό που ξέρει να κάνει καλά: Εμβάθυνε στα ανθρώπινα. «Στους καημούς και στις ελπίδες, στις σημαδιακές εμπειρίες της ζωής, στα γυρίσματα της τύχης, στις σκιές που συνωστίζονται στη σκέψη και στις ψυχές των απλών ανθρώπων» λέει ο ίδιος για τη «Μικρά Αγγλία», το σενάριο της οποίας υπέγραψε η κυρία Καρυστιάνη.
Η «Μικρά Αγγλία» είναι η ιστορία της Ορσας (Πηνελόπη Τσιλίκα), της μικρότερης αδελφής της, Μόσχας (Σοφία Κόκκαλη) και του υποπλοιάρχου Σπύρου (Ανδρέας Κωνσταντίνου) με τον οποίο η πρώτη είναι παράφορα ερωτευμένη και τον οποίο η μητέρα των κοριτσιών (Αννέζα Παπαδοπούλου) αρνείται ως γαμπρό της Πηνελόπης. Παρακάμπτοντας τα αισθήματα των κοριτσιών της, η μάνα, σύζυγος ενός καπετάνιου που δεν βλέπει ποτέ, συνωμοτεί, αξιοποιεί γνωριμίες και τις παντρεύει με γνώμονα το συμφέρον. Ετσι λοιπόν η Ορσα θα παντρευτεί έναν καπετάνιο (Μάξιμος Μουμούρης) και λίγο αργότερα η Μόσχα θα παντρευτεί τον Σπύρο καθ’ ότι έχει γίνει πλέον καπετάνιος. Θα μείνουν στο διώροφο που έχτισε με τα εμβάσματα του άνδρα της. Στο κάτω σπίτι η Ορσα. Στο πάνω η Μόσχα.
«Το μυθιστόρημα είναι κείμενο, το σενάριο επίσης, λέξεις στο χαρτί» σύμφωνα με τη συγγραφέα. «Ταινία είναι η επιχείρηση επαλήθευσης του σφυγμού των γεγονότων της πλοκής και του παλμού των χαρακτήρων που ανασαίνουν στο κινηματογραφικό τοπίο. Και αν η σελίδα αφήνει περιθώρια στον αναγνώστη να φανταστεί και να συμπληρώσει, η εικόνα, ως τετελεσμένο γεγονός μπροστά στα μάτια του θεατή, «καρφώνει» διαμιάς τα κενά και τις αστοχίες».
Το κάστινγκ όμως ήταν ανέκαθεν για τον Π. Βούλγαρη πολύ σημαντικό στοιχείο μιας κινηματογραφικής παραγωγής. Οπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, ο σκηνοθέτης εμπιστεύτηκε τους βασικούς ρόλους σε πρόσωπα ως επί το πλείστον άγνωστα και κινηματογραφικώς άπειρα. Αν και ο Ανδρέας Κωνσταντίνου (Σπύρος) έχει κάποιες προηγούμενες κινηματογραφικές ταινίες στο ενεργητικό του, η Πηνελόπη Τσιλίκα και η Σοφία Κόκκαλη (Μόσχα) δεν είχαν.
Την Τσιλίκα μάλιστα, που είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, ο Βούλγαρης την ανακάλυψε παίζοντας όπως και εκείνη ως κομπάρσος σε μια σκηνή δικαστηρίου στην ταινία της κόρης του Κωνσταντίνας «Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους?». «Από ένστικτο σκέφτηκα ότι αυτή θα είναι η Πηνελόπη».
Είναι η «Μικρά Αγγλία» η πιο φιλόδοξη ταινία που έχετε παίξει ως σήμερα;
Σ.Κ.: «Ως παραγωγή σίγουρα…».
Π.Τ.: «Και ως αντικείμενο. Για μένα κατ’ αρχάς είναι η πρώτη δουλειά τέτοιας ιστορίας, παραγωγής και συνεργατών. Αλλά και διακυβεύματος. Τι έπρεπε να φέρω εγώ σε πέρας».
Α.Κ.: «Εχω κάνει διάφορες ταινίες, με τον Νίκο Περάκη, τον Παναγιώτη Φαφούτη, τον Παναγιώτη Κράββα. Η τελευταία δουλειά μου πριν από τη «Μικρά Αγγλία» δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ηταν η τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Η άλλη θάλασσα». Εχω επίσης παίξει σε μια μικρού μήκους που βασίζεται σε διήγημα του Κουμανταρέα. Μπορώ να συγκρίνω τη «Μικρά Αγγλία» με την ταινία «Η άλλη θάλασσα». Hταν κι αυτή μια πολύ μεγάλη παραγωγή και μια ταινία που αναμετριόταν εξίσου με μεγάλα μεγέθη».
Συνεργαζόμενοι με τον Παντελή Βούλγαρη, έναν θρύλο του ελληνικού κινηματογράφου, τι θα μπορούσατε να πείτε μέσα σε δυο λέξεις ότι πήρατε ο καθένας;
Α.Κ.: «Η διαδικασία στον κινηματογράφο είναι ένα πράγμα που όπως και στο θέατρο ψάχνεται συνέχεια. Πολλές φορές ο Παντελής προσπαθούσε να αφουγκραστεί το κλίμα της σκηνής την ώρα ακριβώς του γυρίσματος, άσχετα με την πολλή δουλειά που είχε ήδη κάνει από πριν. Στα διαλείμματα έγραφε, διάβαζε, μελετούσε συνεχώς. Πολλές φορές όμως τολμούσε να πει «δεν ξέρω πού θα καταλήξει, για να δούμε πώς θα πάει η σκηνή». Τώρα καταλαβαίνω την αξία του. Οταν το ζούσα με άγχωνε. Μπορεί κι εγώ ενδεχομένως να μην ένιωθα σίγουρος για κάτι και να περίμενα πράγματα. Οποτε όμως αντιμετωπίστηκε κάτι τέτοιο ψύχραιμα, ήταν πολύ ωραία. Δεν μπορείς να τα «φιξάρεις» όλα».
Μια αίσθηση χαλαρότητας δηλαδή; Αυτό που λέμε καμιά φορά «ας δούμε τι θα γίνει»;
Α.Κ.: «Οχι, δεν το λέω με την αίσθηση της χαλαρότητας αλλά με την έννοια του «είμαι ανοιχτός σε διάδραση»».
Σ.Κ.: «Αλλά και της μετακίνησης του ίδιου του Παντελή. Ενώ υπήρχαν πράγματα που τα είχε ορίσει από πριν στο μυαλό του, δεν δίστασε στιγμή να τα απορρίψει και να δεχτεί αυτό που εσύ του έφερνες. Αρα ήταν μια διαδικασία στην οποία ο ηθοποιός πήγαινε προς τον σκηνοθέτη και ο σκηνοθέτης έκανε πολλά βήματα προς τον ηθοποιό. Και όχι μόνον με τον ηθοποιό αλλά με τον οποιονδήποτε. Με τον σκηνογράφο, με τον ενδυματολόγο… Είχε ένα άνοιγμα καλλιτεχνικό. Αλλά και ως άνθρωπος».
Π.Τ.: «Αυτό που έχω καταλάβει πάνω σε αυτή τη δουλειά είναι ότι ο σκηνοθέτης σού δείχνει εμπιστοσύνη και εσύ πρέπει να δείξεις τόση μα και άλλη τόση. Ακόμα και όταν –όπως είπε ο Ανδρέας –κάτι δεν είναι καθορισμένο από πριν, ας εμπιστευτείς ότι για κάποιον λόγο συμβαίνει. Και ας αφήσεις τον εαυτό σου να πάει…».
Α.Κ.: «Και το φοβερό είναι ότι δεν ξέρω τι ακριβώς κάναμε για να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη του! Ο Παντελής μας είπε από την πρώτη στιγμή «πάμε»! Και πες ότι εγώ είχα κάνει και κάποιες ταινίες. Τα κορίτσια όμως δεν είχαν κάνει πολλά πράγματα».
Σ.Κ.: «Και αυτό σε κάνει να θες να προσπαθήσεις ακόμη περισσότερο. Να το εξυψώσεις».
Π.Τ.: «Και να ξέρεις αυτό που πρέπει να προτείνεις. Γιατί προτεινόταν κάτι. Ακόμα και αν δεν σου έλεγε «θα κάνεις αυτό», ήξερες τι να προτείνεις εσύ στην ταινία. Επρεπε να μπεις».
Είχατε διαβάσει το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη προτού ξεκινήσετε;
Ολοι μαζί: «Οοοχχι!!!»

Το ότι δεν είχατε διαβάσει το μυθιστόρημα σας έκανε να αισθανθείτε κάπως άβολα;
Π.Τ.: «Ισα – ίσα…».
Α.Κ.: «Το διαβάσαμε μετά…».
Π.Τ.: «Το διάβασα, το ξαναδιάβασα και το ξαναδιάβασα. Νομίζω ότι ήταν πολύ ωραία που με αφορμή αυτή την ταινία διάβασα αυτό το βιβλίο».

Αν σας ζητούσα μέσα σε λίγα λόγια να μου πείτε τι πήρατε από αυτό το έργο, τι θα λέγατε;
Σ.Κ.: «Ο κόσμος που περιγράφεται και ο λόγος με τον οποίο περιγράφεται. Η γλώσσα. Αυτό μου έμεινε…».
Α.Κ.: «Το πώς συνδέεται το όνειρο με την πραγματικότητα. Αυτό μου έχει αφήσει και τώρα το βλέπω μπροστά μου ξεκάθαρα. Αυτό το ένιωσα και από τον χαρακτήρα που υποδύθηκα αλλά και νομίζω ότι αυτό είναι η ιστορία. Ενας πολύ καλός μου φίλος, ο Θανάσης, έχει ένα απόφθεγμα που νομίζω ότι ταιριάζει. «Η ζωή είναι αυτό που σου συμβαίνει όταν κάνεις άλλα σχέδια». Είναι κάτι που βλέπουμε. Αλλά παράλληλα βλέπουμε και την ανάγκη των ηρώων να κρατηθούν από ένα όνειρο που μπορεί να αποδειχτεί ότι δεν έχει πια σχέση με την πραγματικότητα έτσι όπως την έχουν στο κεφάλι τους».
Π.Τ.: «Εγώ γυρνώ στην πρώτη φορά που διάβασα το βιβλίο και τι μου είχε κάνει. Είχα πολύ έντονη αίσθηση ότι αυτό που διαβάζω είναι πάρα πολύ τρυφερό αλλά και πάρα πολύ σκληρό ταυτόχρονα γιατί περιγράφει κάποιες ιστορίες που αξίζουν δικαιωματικά ή αξιωματικά να έχουν ένα ευτυχές τέλος το οποίο δεν δίνεται. Δίνεται ένα άλλο… Αυτό θυμάμαι. Πότε να εξοργίζομαι και πότε να φωτίζομαι».
Επαιξε ρόλο για το καλύτερο αποτέλεσμα της ταινίας το ότι τα γυρίσματα έγιναν στο ίδιο το νησί της Ανδρου;
Α.Κ.: «Δεν έχω πάει σε πάρα πολλά νησιά αλλά η Ανδρος έχει μια ενέργεια δική της, που από τη στιγμή που βρεθείς εκεί, θα πρέπει να ακολουθήσεις. Εχει τη φύση, τα νερά, κάτι… δικό της. Χρειάστηκε να περάσουν καμιά δεκαριά μέρες μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι είμαι σε αυτό το νησί και ότι αυτό μου συμβαίνει. Οτι είμαι μέσα στο νησί. Η Ανδρος σού επέβαλλε μια δική της ενέργεια».
Π.Τ.: «Οπως άλλωστε την επέβαλε και στη γραφή του βιβλίου. Το βιβλίο γράφτηκε για την Ανδρο. Για τη Βραχοσπηλιά όπου γυρίσαμε σκηνές, για το Γεφυράκι όπου επίσης γυρίσαμε. Αυτά τα τοπία υπήρχαν όταν τα έφτιαξε πριν από τόσα χρόνια η Ιωάννα στο βιβλίο της».
Σ.Κ.: «Οπότε έρχονται οι εικόνες και συνδέονται με τις λέξεις και γι’ αυτό νιώθεις αυτή την ενέργεια».
Α.Κ.: «Αν τα ίδια γυρίσματα είχαν γίνει σε στούντιο η ταινία θα ήταν άλλη. Αλλο πράγμα…».
Ως νέοι άνθρωποι του ελληνικού κινηματογραφικού χώρου βρίσκετε τα πράγματα ενθαρρυντικά; Υποθέτει κανείς ότι περιπτώσεις όπως της «Μικράς Αγγλίας» αποτελούν εξαιρέσεις.
Α.Κ.: «Η συγκεκριμένη δουλειά ήταν ένα δώρο για εμάς. Ετσι το αντιληφθήκαμε κι εμείς, και έτσι ήταν. Βρισκόμασταν σε ένα όμορφο μέρος, τρώγαμε, μέναμε σε φανταστικά δωμάτια, παίζαμε σε μια πολύ ωραία ιστορία, γνωρίσαμε πολύ ωραίο κόσμο, ήταν ένα διάλειμμα από την πραγματικότητα της Αθήνας. Η συνθήκη έτσι κι αλλιώς ήταν ιδιαίτερη. Παρ’ όλα αυτά εγώ νομίζω ότι το πιο ενισχυτικό είναι το πείσμα και η θέληση των καινούργιων δημιουργών και από εκεί πρέπει να λειτουργήσει η κατάσταση που λέγεται ελληνικό σινεμά σήμερα. Είναι δύσκολο να βρεις λεφτά για να κάνεις μια παραγωγή πια. Εχω συνεργαστεί με σκηνοθέτη ο οποίος πούλησε το σπίτι του για να κάνει μια ταινία».
Π.Τ.: «Ως νέα ηθοποιός, προσωπικά, νιώθω ότι έχω καθήκον σε αυτό που επέλεξα να κάνω. Δεν θέλω να είμαι αισιόδοξη, θέλω να ελπίζω και να προσπαθώ όσο μου αναλογεί. Τα πράγματα δεν είναι θετικά».
Σ.Κ.: «Νομίζω ότι τώρα πια υπάρχει και πιο πολλή όρεξη να γίνει μια σωστή και καλή δουλειά. Η όρεξη υπάρχει, όχι μόνον στους ηθοποιούς αλλά στους κινηματογραφιστές τους ίδιους, στον κόσμο που θέλει να βρεθεί σε μια ταινία. Εχουν αλλάξει λίγο τα δεδομένα. Κυκλοφορεί αυτό το έλα να βοηθήσουμε κάποιον που δεν έχει πολλά λεφτά. Ετσι οι επιλογές που κάνεις είναι πολύ πιο συγκεκριμένες και σοβαρές. Πιστεύεις πολύ σε αυτό».
Αρα είστε και οι τρεις αισιόδοξοι;
Α.Κ.: «Χαθήκαμε αν δεν ήμασταν».
Π.Τ.: «Ελπίζουμε».

Η κινηματογραφική αποκάλυψη της Αννέζας Παπαδοπούλου
Παρ’ ότι χρόνια στον καλλιτεχνικό χώρο, η Αννέζα Παπαδοπούλου, η οποία υποδύεται συγκλονιστικά τη μητέρα των δύο ηρωίδων, έχει ελάχιστη κινηματογραφική εμπειρία (μικροί ρόλοι στην «Αληθινή ζωή» του Πάνου Χ. Κούτρα και στα «120 Ντεσιμπέλ» του Βασίλη Βαφέα). Η ίδια το αποδίδει σε έναν προσωπικό φόβο της, στην ανησυχία μη τυχόν και δεν αντεπεξέλθει. «Θεωρούσα ότι είμαι μια φιγούρα δύσκολη για τον φακό, ενώ, αντίθετα, ένιωθα πάρα πολύ άνετα στο θέατρο. Δικό μου ήταν το θέμα, και ακόμη το έχω…».
Και όμως, οι πρώτες εικόνες της Παπαδοπούλου προέρχονται από κινηματογράφο, όταν πολύ μικρή, στο ύψος του Φοίνικα της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα «στα χωράφια και στα ζωντανά», είδε απέναντι, στο βάθος του ουρανού, μια εικόνα. Ηταν η οθόνη ενός θερινού κινηματογράφου, του οποίου το όνομα σήμερα της διαφεύγει. «Τρόμαξα. Ημουν πέντε-έξι ετών και τα είχα χάσει. Ηταν το πρώτο UFO της ζωής μου». Το σινεμά ήταν η μόνη διασκέδασή της για πολλά χρόνια. Θέατρο είδε για πρώτη φορά στα 16.
Ωστόσο η επαγγελματική ζωή της Αννέζας Παπαδοπούλου είναι συνδεδεμένη σχεδόν εξ ολοκλήρου με το θέατρο. Επειτα από πολλά χρόνια δουλειάς δίπλα στον Θόδωρο Τερζόπουλο, στη δεκαετία του 1980 η Παπαδοπούλου πήγε στην Αμερική και μέσω του Παντελή Βούλγαρη ήλθε σε επαφή με τον Ηλία Καζάν ώστε να παρακολουθήσει μαθήματα στο Actors Studio. «Ούτε ο Παντελής θυμόταν ότι κάποιοι από εμάς χάρη σ’ εκείνον είχαμε πάρει διαβατήριο για το Actors Studio». Εμεινε πέντε χρόνια, δούλεψε με το ελληνικό θέατρο, αλλά και το La Mamma.
Επιστροφή στην Ελλάδα και πάλι στο θέατρο. Κάτι πήγε να γίνει με την ταινία «Ακροπόλ» του Βούλγαρη αλλά δεν έγινε. Και τώρα η «Μικρά Αγγλία». «Με έχει τόσο συγκινήσει όλη αυτή η συνθήκη με τη «Μικρά Αγγλία»» είπε η ηθοποιός. «Με βοήθησε να αγαπήσω τον κινηματογράφο. Αναρωτιέμαι πια γιατί δεν είχα δώσει μεγαλύτερη σημασία. Γιατί αυτό το μέσον είναι πιο παιχνιδιάρικο. Στο θέατρο υπάρχει ένα είδος εσωστρέφειας που δημιουργεί γωνίες. Αλλά κυρίως θεωρώ πολύ σημαντικό που αυτή ειδικά τη στιγμή άνθρωποι σαν τον Παντελή Βούλγαρη δηλώνουν την παρουσία τους. Το βάρος και το ανάλαφρο μαζί που κουβαλάει… Μάλλον έτσι θα πρέπει να ήταν το αρχαιοελληνικό πνεύμα. Μέσα από αυτόν και την Ιωάννα Καρυστιάνη καταλαβαίνω πόσο βαθύ και γαλήνιο είναι το ελληνικό πνεύμα».

πότε & πού:
Η ταινία «Μικρά Αγγλία» θα παίζεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου. Το μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ