«Πού φτάνει η απόγνωση; Σε μία απεργία πείνας; Στο να πληρώνεις μεγάλα ποσά για να φτάσεις στη Δύση ή τελικά να γυρίσεις στην πατρίδα σου;» Τα ερωτήματα του κ. Κωνσταντίνου Τσιτσελίκη, αναπληρωτή καθηγητή στη Σχολή Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, ήταν μερικά από τα πολλά που τέθηκαν το μεσημέρι της Κυριακής 3 Νοεμβρίου στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης του Λιμανιού Θεσσαλονίκης, κατά την διάρκεια της ανοιχτής συζήτησης για το μεταναστευτικό ζήτημα που διοργανώθηκε με αφορμή την προβολή της ταινίας ντοκιμαντέρ «Λάθος προορισμός» του ιρανού Καβέ Μπαχτιαρί που μόλις είχε προηγηθεί.

Γυρισμένο στην Αθήνα, το φιλμ του Μπαχτιαρί που μάλιστα είχε προβληθεί σε παράλληλο πρόγραμμα του τελευταίου φεστιβάλ των Κανών, επιχειρεί να ρίξει φως στα προβλήματα διαβίωσης, τους κινδύνους αλλά και στις «καφκικές» γραφειοκρατικές διαδικασίες που οι μετανάστες αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα, όπου βρέθηκαν με την ελπίδα να μεταβούν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Τις περισσότερες φορές το όραμα της φυγής είναι απατηλό γιατί όπως πολύ καλά γνωρίζουμε οι απελπισμένες και επικίνδυνες παράνομες απόπειρες διαφυγής από τη χώρα, έχουν συχνά τραγική κατάληξη.

Στο πάνελ της συζήτησης που συντόνισε η δημοσιογράφος και συνεργάτιδα του φεστιβάλ Ελενα Χριστοπούλου, συμμετείχαν επίσης ο επίκουρος καθηγητής Φιλοσοφίας του Δικαίου στο ΑΠΘ, Ανδρέας Τάκης και ο Γιακούμπ Αλιζάντε, αναγνωρισμένος πρόσφυγας από το Ιράν που ζει στην Ελλάδα (απών ήταν ο σκηνοθέτης της ταινίας λόγω θεμάτων υγείας).

Πώς αλήθεια να μην προκαλέσει δάκρυα σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη η προσωπική ιστορία του Αλιζάντε την οποία αφηγήθηκε λιτά και ρεπορταζιακά. Αρχίζει πριν από 13 χρόνια όταν ο Αλιζάντε βρέθηκε στην Ελλάδα μαζί με την γυναίκα και το νεογέννητό τους. «Δεν είχαμε διαβατήριο και καταλήξαμε στη φυλακή – αλλού εγώ κι αλλού η σύζυγός μου με το παιδί» είπε ο Αλιζάντε.. «Μας έστειλαν στην Αθήνα και μέσα σε μία μέρα αλλάξαμε έξι κρατητήρια. Τελικά βρέθηκα σε ένα μικρό χώρο ανάμεσα σε 500 άτομα, σε σημείο που ούτε όρθιος δεν μπορούσες να σταθείς. Πολλοί από τους κρατούμενους προέρχονταν από το Ιράν και το Αφγανιστάν. Τους περισσότερους τους έστελναν πίσω, από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στον Έβρο, μετά στην Τουρκία και πίσω στην πατρίδα τους. Ζήτησα πολιτικό άσυλο και μου είπαν ότι σε δύο εβδομάδες θα έβγαινα από τη φυλακή. Σε τρεις εβδομάδες δεν έγινε τίποτα κι εγώ στο μεταξύ είχα σοβαρό πρόβλημα γιατί δεν μιλούσα ελληνικά, δεν ήξερα πού βρισκόταν η γυναίκα μου και η κόρη μας. Έμεινα εκεί έξι μήνες και στο τέλος έκανα απεργία πείνας επί 24 μέρες. Όταν τελικά βγήκα και συνάντησα τη γυναίκα μου, αυτή δεν με αναγνώρισε γιατί στο μεταξύ είχα χάσει 30 κιλά. Για 24 μέρες έζησα μόνο με νερό και ζάχαρη, αυτό το έμαθα στη φυλακή. Τελικά μου έδωσαν πολιτικό άσυλο και ήρθα στη Θεσσαλονίκη. Μου άρεσε ο κόσμος στην Ελλάδα, βρήκα πολλούς ανθρώπους που αγάπησαν εμένα και την οικογένειά μου. Θέλουμε να γίνουμε Έλληνες, ακόμη όμως περιμένουμε να λάβουμε υπηκοότητα. Η κόρη μου, που γεννήθηκε εδώ, συχνά με ρωτάει “από πού είμαι; Από την Ελλάδα; Το Ιράν;” Δεν ξέρει ούτε η ίδια. Εγώ λέω ότι όταν δεν έχουμε υπηκοότητα δεν είμαστε άνθρωποι».

Ταινίες όπως ο «Λάθος προορισμός» δίνουν στον θεατή την ευκαιρία να «μπει στα παπούτσια αυτών των ανθρώπων και να αντιληφθεί τον τρόπο ζωής τους, τους φόβους τους, τα σχέδιά τους, να μετρηθεί με την πραγματικότητα και τις αγωνίες των “άλλων”, που για κάποιους συμπολίτες μας μπορεί να είναι περιττοί ή οχληροί» ανάφερε ο κ. Τάκης, για τον οποίο η ταινία επεξεργάζεται πολύ προσεχτικά το θέμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και αυτό των συνόρων Ευρώπης και Ανατολής.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Ελλάδα δέχτηκε το πρώτο κύμα Αλβανών μεταναστών και δέκα χρόνια αργότερα, από το 2000, ήρθε ένα δεύτερο κύμα από χώρες όπως το Πακιστάν και το Αφγανιστάν, λόγω των γεωπολιτικών ζητημάτων στις περιοχές αυτές. «Γιατί η Αθήνα βρέθηκε να γίνει ένας καταραμένος ενδιάμεσος σταθμός καθήλωσης;» αναρωτιέται ο κ. Τάκης. «Είναι εξαιρετικά επικίνδυνη η πολιτική που ωθεί στην καθήλωση αυτών των ανθρώπων και η οποία δημιουργεί ιδανικές συνθήκες για την επώαση ενός επικίνδυνου αβγού του φιδιού, το οποίο γνωρίζουμε όλοι σήμερα».

Σύμφωνα με τον κ.. Τσιτσελίκη, τα τελευταία 24 χρόνια το ελληνικό κράτος αδράνησε στις εφαρμογές ενσωμάτωσης των μεταναστών και με μεγάλη καθυστέρηση έρχεται τώρα ένας νόμος να ρυθμίσει με επιφανειακό τρόπο αυτά τα ζητήματα. «Οφείλουμε να δούμε πώς στο δικό μας σύστημα, όπως διαμορφώνεται από τα ΜΜΕ, αποσιωπάται το τεράστιο ζήτημα που αφορά όλο το μεταναστευτικό. Το ελληνικό κράτος, εφαρμόζοντας ευρωπαϊκή οδηγία, κρατάει τους ανθρώπους αυτούς για να τους απελάσει».

«Δεν είμαι αισιόδοξος για το πώς μπορούν να συνεννοηθούν οι φωτισμένοι άνθρωποι προκειμένου να δράσουν συλλογικά, καθώς ένα θεμελιώδες αίτιο του προβλήματος είναι και ο τρόπος πολιτικής οργάνωσης των χωρών από τις οποίες προέρχονται οι μετανάστες» είπε ο κ. Τάκης για τις προοπτικές αντίδρασης από τους ίδιους τους πολίτες των δυτικών χωρών με στόχο την επίλυση του μεταναστευτικού προβλήματος. «Πρόκειται για πολιτειακές μορφές που με αυταρχισμό εξάγουν εκατομμύρια ανθρώπους κι αυτό το πληρώνουμε ως Δύση. Το θέμα είναι ευρύ και παγκόσμιο, αλλά είναι ανωφελές να ψάχνει κανείς τις αιτίες για να αποδώσει μομφές. Λίγες φορές γνώρισε η ανθρωπότητα μία τόσο μεγάλη μετακίνηση πληθυσμού, όσο σήμερα. Ο ανθρώπινος φλοιός του πλανήτη μετακινείται κι αυτό δεν θα σταματήσει όποιον τοίχο και να σηκώσουμε. Η συμβίωση με το ξένο είναι κάτι αναπότρεπτο κι αυτό η Δύση δεν μπορεί να το χωνέψει».

Δεν είναι βεβαίως όλες οι πτυχές του ζητήματος μαύρες. Μιλώντας βάσει προσωπικών βιωμάτων, ο Γιακούμπ Αλιζάντε αναφέρθηκε στην Α υποστήριξη που βρήκε από πρωτοβουλίες στην Ελλάδα όπως το σχολείο ελληνικής γλώσσας Οδυσσέας, όπου τελευταία, λόγω της κρίσης, πηγαίνουν όχι μόνο μετανάστες αλλά και Έλληνες. «Ελπίζω και με την αλλαγή της νομοθεσίας να καταφέρει κάποτε η κόρη μου να πάρει την υπηκοότητα. Γιατι για μένα δεν πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί ποτέ».

Επαναληπτική προβολή του ντοκιμαντέρ «Ενδιάμεσος σταθμός» το Σάββατο 9 Νοεμβρίου, 15.00, Τζον Κασσαβέτης. Ταινίες που επίσης θίγουν το ζήτημα και προβάλλονται στο 54ο ΦΚΘ, είναι το «Κελί από χρυσάφι» του Διέγο Κεμάδα – Δίες, η «Εξαφάνιση» του Μίλος Πούσιτς και τα «Γραφεία του Θεού» της Κλερ Σιμόν.