Δεν είμαι παιδί των Μπιτλς, αυτό είναι το σίγουρο. Αλλωστε από μικρό με γοήτευαν περισσότερο η αυθάδης φάτσα του Τζάγκερ και η «βρώμικη» κιθάρα του Κιθ Ρίτσαρντς παρά η φόρα παρτίδα ποπ του κουαρτέτου από το Λίβερπουλ. Ο Λένον σόλο ήταν μια άλλη περίπτωση.
Οι ήρωες των εφηβικών χρόνων μου ανήκουν στην Polaroid δεκαετία του ’70, και συγκεκριμένα στο κομμάτι εκείνο που αντιτάχθηκε στη χίπι κουλτούρα, βυθιζόμενο πολλές φορές στην αυτοκαταστροφή λόγω της έλλειψης ιδανικών και του τέλματος που κατέληξαν αυτά με το τέλος των 60s. Οι πέντε μουσικοί που μου έμαθαν να συνδέω το παρελθόν με το μέλλον κατά μεγάλη σύμπτωση είχαν μεταξύ τους και επαγγελματική και φιλική σχέση. Η αγία πεντάδα, όπως τους λέω μέσα στα χρόνια, ο Ντέιβιντ Μπάουι, ο Ιγκι Ποπ, ο Μπράιαν Ινο, ο Μπράιαν Φέρι και φυσικά ο Λου Ριντ, σπουδαίες και ξεχωριστές προσωπικότητες, κατάφεραν το μοναδικό για τα ως τότε δεδομένα της ποπ μουσικής, να τη συνδέσουν με τις υπόλοιπες τέχνες και να την ανεβάσουν ένα σκαλί πάνω από την ως τότε αντιμετώπισή της ως απλής διασκέδασης. Η λογοτεχνία των μπίτνικς, ο γερμανικός εξπρεσιονισμός, η νεοϋορκέζικη avant-garde, o πειραματικός κινηματογράφος, ο μινιμαλισμός του Λαμόντ Γιανγκ, ο Αντι Γουόρχολ, έγιναν αντιληπτά με άλλο πρίσμα, αν όχι γνωστά. Ισως γι’ αυτό συναισθηματικά για πρώτη φορά ένιωσα με τον θάνατο του Λου Ριντ ότι έχασα έναν δικό μου άνθρωπο, έναν μέντορα.
Αλλαξε το τοπίο


Ο Λου Ριντ εισήγαγε τη σκοτεινή θεματολογία στη ροκ μουσική, θέματα δύσβατα και απρόσιτα ως τότε, αλλάζοντας το τοπίο. Στο κολέγιο ακόμη έγραψε το «Heroin», έναν ύμνο στην ηρωίνη, σοκαριστικό αν το ακούσεις ψύχραιμα ακόμη και σήμερα, αλλά όχι απίθανο για ένα παιδί που πέρασε την εφηβεία του κάνοντας ηλεκτροσόκ, αναγκασμένο από τους γονείς του για να ξεπεράσει την αμφιφυλοφιλία του. Στα πεντηκοστά γενέθλιά του ο Ντέιβιντ Μπάουι κάλεσε τον φίλο του σε μια συναυλία-ντοκουμέντο να τραγουδήσουν μαζί κάποια από τα τραγούδια του και εκεί τον προσφωνεί ως τον «Βασιλιά της Νέας Υόρκης», ίσως ο πιο επιτυχημένος χαρακτηρισμός για τον άνθρωπο που όχι μόνο αγάπησε αυτή την πόλη αλλά την παρουσίασε στην πιο ανθρώπινη και ευάλωτη μορφή της μέσα από τα τραγούδια του, τόσο μέσω των Velvet Underground, κυρίως όμως από τη μεγάλη σόλο πορεία του.

«Πάντα πίστευα ότι υπάρχει ένας εκπληκτικός αριθμός πραγμάτων που μπορείς να κάνεις μέσα από ένα ροκ τραγούδι»
είχε πει σε μια συνέντευξή του «και μπορείς να φτιάξεις πολύ σοβαρά πράγματα με ένα ροκ τραγούδι, αν με κάποιον τρόπο καταφέρεις και δεν χάσεις τον ρυθμό. Αυτά που έχω γράψει δεν θα είχαν και μεγάλη αξία εάν εμφανίζονταν σε μορφή βιβλίου ή ταινίας». Και φυσικά έχει απόλυτο δίκιο. Είναι η χαρακτηριστική εκφορά του λόγου του με τη μοναδική νεοϋορκέζικη προφορά του, κόντρα στη μελωδία αλλά και το ασύμβατο παίξιμο της κιθάρας του που κάνουν μοναδική την τέχνη του. Τραγούδια για κοινό υψηλής νοημοσύνης, ακόμη και όταν πρόκειται για τέτοια που αναφέρονται στην αγάπη.
Δύσκολος χαρακτήρας


Ο Λου Ριντ ήρθε πολλές φορές σε σύγκρουση με τους πιο κοντινούς ανθρώπους του, ιστορικές άλλωστε οι μάχες με τον Τζον Κέιλ την περίοδο των Velvet Underground, όπως επίσης ο αυταρχικός και επιθετικός τρόπος με τον οποίο φερόταν στους δημοσιογράφους.
Είδα και έπαθα πριν από μια δεκαετία να τον φέρω κάπως στα νερά μου προκειμένου η συνέντευξη που τόσο ονειρευόμουν να μην καταλήξει σε συμφορά. «Δεν γνωρίζω έναν άνθρωπο στον πλανήτη που να μην έκανε κάποια στιγμή κάτι για το οποίο γνώριζε εκ των προτέρων ότι τον βλάπτει. Ενα παιδί που ακουμπά το χέρι του στον φούρνο ενώ η μητέρα του τού λέει να μην το κάνει. Ετσι, το πραγματικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί εάν το κάνεις πέντε φορές…» μου είχε πει τότε και ο Λου Ριντ έφτασε πολλές φορές το νούμερο πέντε στη ζωή του. «Είμαι ένας θρίαμβος της σύγχρονης φαρμακευτικής, ψυχιατρικής και χημείας και είμαι μεγαλύτερος και πιο δυνατός από ποτέ» δήλωνε μετά τη μεταμόσχευση ήπατος στην οποία είχε υποβληθεί πέρυσι.
Αυστηρός τόσο με το κοινό του όσο και με τον εαυτό του, αποζητούσε πάντα την τελειότητα και παραξενευόταν και τσαντιζόταν όταν κάτι τέτοιο δεν γινόταν αντιληπτό. Μιλώντας μου για το υπέροχο «Raven» του 2003 μου έλεγε: «Είναι το δημιούργημα ενός ανθρώπου στον οποίο αρέσουν η ποίηση και η κομψότητα στη γραφή και η ομορφιά τού να συνδέει ήχους όπως αυτοί δεν έχουν ακουστεί ξανά στο παρελθόν. Τι έπρεπε να κάνω δηλαδή, τα συνηθισμένα σκατά; Με έχουν φλομώσει όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι με το IQ τραπεζιού (σ.σ.: IQ of a table) που τους λες ότι έχεις κάνει το δικό σου «Finnegans Wake» (σ.σ.: μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις) και αυτοί δεν καταλαβαίνουν για τι ακριβώς μιλάς. Χριστέ μου! (γελώντας). Μου προκαλεί πάντα την ίδια έκπληξη! Το ίδιο συνέβη και με τους Velvet Underground, τις ίδιες αντιδράσεις είχαμε. Θεέ μου! Προσπαθείς να κάνεις κάτι με το οποίο ο κόσμος θα διασκεδάσει, κάτι όμορφο και κάποιοι πιστεύουν ότι προσπαθείς να μπεις στο κεφάλι της Μόνα Λίζα. Τι το γ******α δύσκολο έχει; Κάποιοι πιστεύουν ότι χρειάζεται να μελετήσουν πρώτα για να το καταλάβουν και όμως πρόκειται απλώς για διασκέδαση ή τουλάχιστον αυτό που διασκεδάζει εμένα και είναι αδύνατον να διασκεδάζει μόνο εμένα».

Από την «Μπανάνα» στο «Magic and Loss»
Ο Λου Ριντ ήταν συνεπής με τις ιδέες του, ήδη από την ιστορική και πειραματική «Μπανάνα», το άλμπουμ των Velvet, στο «Transformer», το άλμπουμ που ηχογράφησε με τη βοήθεια του Μπάουι και αποτελεί τη σπουδαιότερη καταγραφή της «άγριας πλευράς της Νέας Υόρκης». Από το «Berlin» που αναφέρεται στα ναρκωτικά, στην κατάθλιψη, στην ενδοοικογενειακή βία και στην αυτοκτονία, στο «Coney Island Baby», ένα άλμπουμ αγάπης για την τραβεστί Ρέιτσελ με την οποία έζησε στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Από το άκρως πειραματικό «Metal Machine Music», για το οποίο λέει χαριτολογώντας ότι μόνο αυτός το έχει ακούσει, στο «New York» και στην επαναφορά του στα πράγματα που γνωρίζει όσο κανένας άλλος. Και τέλος στις αριστουργηματικές δουλειές της τελευταίας περιόδου του, με αποκορύφωμα το αυτοβιογραφικό άλμπουμ «Magic and Loss».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ