Ο απόλυτος καλτ καλλιτέχνης; Αν προσπαθείτε απεγνωσμένα να του φορτώσετε μία ταμπέλα στην γέρικη ράχη του, τουλάχιστον δώστε του αυτήν! Πως αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτόν τον αντισυμβατικό σούπερ σταρ; Τι να πεις που να μην ακούγεται τετριμένο, σήμερα που όλοι κάτι είναι; Ο ένας «βασιλιάς» της ποπ, η άλλη «σιδηρά κυρία» των κλαμπ, νονοί της ηλεκτρονικής, γκουρού της κονσόλας, πρωτομάστορες του πανκ και βεβαίως δεν μιλούμε μόνο για τα «κεφάλαια» στην σύγχρονη ποπ και ροκ μουσική, αλλά για όλους αυτούς που με ελάχιστη προσφορά έχουν βαπτιστεί εντελώς αυθαίρετα ή έχουν υιοθετήσει οι ίδιοι κάποιον ηχηρό τίτλο.

Ο Λου Ριντ δεν χρειάστηκε ποτέ τις πολυτέλειες ενός αξιώματος διότι πολύ απλά από την αρχή ακόμη της καριέρας του πολέμησε μετά μανίας αυτούς τους τίτλους. Δεν ήταν ποτέ φιλικός με τους δημοσιογράφους. δεν εκλιπάρησε, ούτε άλλαξε τον χαρακτήρα του για ένα καλό σχόλιο, παρά μόνο απαίτησε. Ιδια συμπεριφορά είχε και με τους συνεργάτες του, αρκεί να θυμηθούμε το επεισοδειακό εσπευμένο τέλος της περίφημης περιοδείας των Velvet Underground με αφορμή την επανένωσή τους, μία δεκαετία πριν, όπου κυριολεκτικά «σκοτώθηκε» με τον Τζον Κέιλ. Η ζωή του Λου Ριντ ιδιαίτερα την δύσκολη περίοδο της δεκαετίας του ’70, ήταν ένα συνεχές μπες-βγες στις πάσης φύσεως κλινικές και μία μόνιμη αντίδραση σε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί θετικό για την καριέρα του. Ελάχιστες οι στιγμές της εμπορικής επιτυχίας και όμως ο Λου Ριντ κατάφερε_είναι ίσως ο μόνος με τον Νιλ Γιανγκ που το έχει καταφέρει_ να διατηρήσει μία πολυπληθή ομάδα θαυμαστών σε ολόκληρο τον πλανήτη, έτσι ώστε να έχει την πολυτέλεια να ηχογραφεί αυτό που τον διατάζει κάθε φορά ο ακροβατών στα όρια νους του.

Η πρώτη φορά που κτύπησα την πόρτα του για συνέντευξη συνέπεσε με την κυκλοφορία του προ τριετίας άλμπουμ του «Ecstasy» το οποίο απολαύσαμε και «ζωντανά» στην χώρα μας σε μία από τις καλύτερες συναυλίες που έχουν γίνει στην Αθήνα. Οι όροι για την πραγματοποίησή της πολλοί και κυρίως το γεγονός ότι έπρεπε να μελετήσω τα άπαντα των στίχων του που μου ήλθαν ταχυδρομικώς από τη Νέα Υόρκη. Δεκτόν και κατανοητόν. Δυστυχώς όμως μία ασθένεια της τελευταίας στιγμής την ακύρωσε. Εφέτος τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Οι όροι ήταν τρεις και ξεκάθαροι: έπρεπε ο δημοσιογράφος να είναι έξυπνος, να είναι ενημερωμένος για το τι συμβαίνει γύρω μας αλλά κυρίως να γνωρίζει τα περί του Ενγκαρ Αλλαν Πόου. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε ότι ο Λου Ριντ δεν περνά ευχάριστα να μιλά για το παρελθόν παρά κυρίως για το τελευταίο έργο του αλλά και ότι δεν έχει σε τίποτα να σου κλείσει το τηλέφωνο. Αντιλαμβάνεστε την συναισθηματική μου φόρτιση όταν ακούστηκε από την άλλη πλευρά της τηλεφωνικής γραμμής η διαβολικά παγερή φωνή του. Μεμιάς μου ήλθαν στο μυαλό μνήμες της εφηβείας μου. Τότε που μαζί με τους φίλους είχαμε κάνει την περιβόητη «Μπανάνα» αλλά και το «Transformer» παντιέρα και περνούσαμε κάθε στίχο τους από το μικροσκόπιο.

Αν σήμερα οι δίσκοι των Velvet Underground θεωρούνται το ευαγγέλιο της ροκ πρωτοπορείας, φανταστείτε τις αντιδράσεις που προκάλεσαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60, όταν κάποιος Λούις Φέρμπανκ, ο οποίος μόλις είχε μετονομασθεί σε Λου Ριντ, με κάποιους επίσης άγνωστους μουσικούς όπως ήταν ο Στέρλινγκ Μόρισον, η Μορίν Τάκερ και ο Τζον Κέιλ υπό την καθοδήγηση του Αντι Γουόρχολ έπαιζαν τις άναρχες νότες τους στο Βίλατζ της Νέας Υόρκης. Φαναστείτε επίσης τον Ντέιβιντ Μπάουι να γυρνά από το πρώτο του ταξίδι στην Αμερική και αντί να μιλά για τις εμπειρίες του, να προσπαθεί να πείσει τους δημοσιογράφους μια την εκπληκτική μπάντα που λέγεται Velvet Underground. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Δίσκοι όπως το «Transformer» και το «Berlin» έχουν την δική τους θέση στα αριστουργήματα της ροκ μουσικής όπως επίσης και όλα αυτά που έχει δημιουργήσει τα τελευταία χρόνια που δεν είναι άλλα από τα «New York», «Magic And Loss» και «Ecstasy».

Σήμερα επανέρχεται με ένα διπλό cd με τον τίτλο «Raven» (To κοράκι) , στο οποίο μας μυεί με τον δικό του τρόπο στον χωρίς χρώματα κόσμο του σπουδαίου αμερικανού συγγραφέα του 19ου αιώνα, Εντγκαρ Αλλαν Πόου. Το δύσκολο εγχείρημα παρουσιάστηκε στην πρώτη του μορφή ως μουσική παράσταση του Μπομπ Γουίλσον υπό τον τίτλο «POEtry». Ο Λου Ριντ όπως εξηγεί και αργότερα στην συνέντευξη ήθελε αυτή η επιτυχημένη παράσταση να πάρει την μορφή ηχητικού ντοκουμέντου. Συγκέντρωσε στο στούντιο ηθοποιούς όπως ο Γουίλεμ Νταφόε, ο Στιβ Μπουσέμι, η Ελίζαμπεθ Ασλεϊ και η Αμάντα Πλάμερ αλλά και μουσικούς όπως η σύντροφός του Λόρι Αντερσον, ο παλιόφιλος Ντέιβιντ Μπάουι και ο σπουδαίος τζαζίστας Ορνέτ Κόλμαν και μας παρέδωσε ένα έργο ενυπωσιακό. Ενα έργο όπου η αστική παράνοια του Λου Ριντ εναρμονίζεται με τον σκοτεινό κόσμο του Πόου. Πολλοί ανάμεσά τους και ο Λου Ριντ_και ας το αρνείται παρακάτω_ θεωρούν ότι έχει πολλά κοινά στοιχεία με το ακραία πειραματικό άλμπουμ του 1975 «Metal Mchine Music». Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που έχει διασκευάσει και το κομμάτι «Fire» από αυτό το άλμπουμ γιατί όπως υποστηρίζει στο δελτίο τύπου που συνοδεύει το cd, ήθελε να υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος. Βεβαίως τις όποιες απορίες μας τις λύνει με τον καλύτερο τρόπο στην συνέντευξη που ακολουθεί.

– Γιατί επιμένουν όλοι να συγκρίνουν το «Raven» με το «Metal Machine Music»; Υπάρχει όντως κοινό έδαφος σε αυτά τα δύο άλμπουμ;

«Αχά (γελώντας) Λοιπόν… αναρωτιέμαι και εγώ για αυτό… υποθέτω γιατί και τα δύο είναι διπλά άλμπουμ… δεν ξέρω (τσαντισμένος) εσύ πες μου εσύ είσαι ο κριτικός, εγώ πραγματικά δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πράγματα… ίσως γιατί κάποιοι θεωρούν ότι βαδίζει έξω από τις φυσιολογικές παραμέτρους, συνθήκες… απλά δεν ξέρω, ποτέ δεν κατάλαβα άλλωστε πως σκέφτονται οι άλλοι εσύ τι νομίζεις;»

– Πιστεύω ότι το μόνο κοινό που έχουν είναι η διάθεση για πειραματισμό, τουλάχιστον όσον αφορά την πολυπλοκότητα των ήχων. Εχετε αντίθετη άποψη;

«Εσύ μπορείς να το αποκαλείς πειραματισμό εγώ πάλι όχι»

– Δεν συμφωνείτε ότι θα δημιουργήσει αντιδράσεις ανάλογες με το «Metal Machine Music»;

«Εχεις και άλλες ρωτήσεις για το «Metal Machine Music», γιατί το κάνεις αυτό, Χριστέ μου, έχουμε 2003 και εσύ με ρωτάς συνεχώς για κάτι που έκανα το 1975, τι στο διάoλο συμβαίνει;»

– Σας ρωτώ διότι εσείς από την στιγμή που ετοιμάσατε τον δίσκο δεν έχετε σταματήσει λεπτό να μιλάτε για το «Metal Machine Music».

«Απλώς έγινε μία επετειακή συναυλία στο Βερολίνο για το «Metal Machine Music» διότι χαρακτηρίστηκε ως κλασικό αβάντ γκαρντ έργο του 20ου αιώνα και αυτό ήταν όλο. Για ποιο λόγο το επαναφέρεις;»

– Διότι πολύ απλά ο κόσμος χρειάζεται κώδικες για να αντιληφθεί ένα δύσκολο έργο όπως είναι το «Raven».

«Δεν καταλαβαίνω γιατί είναι δύσκολο πέρα από το γεγονός ότι είναι γραμμένο στα αγγλικά, έχεις πρόβλημα όταν παρακολουθείς μία ταινία;»

– Οι συμπατριώτες σας το χαρακτήρισαν δύσκολο και στρυφνό έργο όχι εγώ.

«Μου ζήτησε ο σκηνοθέτης Μπομπ Γουίλσον να κάνουμε ένα θέαμα βασισμένο στο έργο του Πόου. Στην συνέχεια σκέφτηκα να δουλέψω σε έναν δίσκο βασισμένο στον Πόου με εντελώς διαφορετική λογική με τον παραγωγό Χαλ Γουίλνερ. Προσπαθώ να φτιάξω κάτι άμεσο και εσύ φοβίζεις τον κόσμο συγκρίνοντάς το με έναν δίσκο που δεν ακούστηκε από κανέναν. Το μόνο που έκανα ήταν να μετατρέψω την παράσταση του Γουίλσον σε ηχητική εμπειρία, κάτι με το οποίο να ασχολείται ο νους μας, κάτι θετικό και διασκεδαστικό, δεν καταλαβαίνω γιατί λες ότι είναι δύσκολο.»

– Διότι πολύ απλά δεν ακούμε κάθε μέρα ένα άλμπουμ που ανάμεσα σε δύο τραγούδια να μεσολαβεί μία απαγγελία με έργα του Πόου ακόμη και αν αυτή γίνεται από τον Γουίλεμ Νταφόε ή τον Στιβ Μπουσέμι.

«Είναι το δημιούργημα ενός ανθρώπου στον οποίο αρέσει η ποίηση και η κομψότητα στην γραφή και η ομορφιά του να συνδέει ήχους όπως αυτοί δεν έχουν ακουστεί ξανά στο παρελθόν. Τι έπρεπε να κάνω δηλαδή τα συνηθισμένα σκατά; Με έχουν φλομώσει όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι με το IQ τραπεζιού (IQ of a table) που τους λες ότι έχεις κάνει το δικό σου «Finnegans Wake» (σ.σ. μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόις) και αυτοί δεν καταλαβαίνουν για τί ακριβώς μιλάς. Χριστέ μου! (γελώντας). Μου προκαλεί πάντα την ίδια έκπληξη! Το ίδιο συνέβη και με τους Velvet Underground, τις ίδιες αντιδράσεις είχαμε. Θεέ μου! Προσπαθείς να κάνεις κάτι με το οποίο ο κόσμος θα διασκεδάσει, κάτι όμορφο και κάποιοι πιστεύουν ότι προσπαθείς να μπεις στο κεφάλι της Μόνα Λίζας. Τι το γ******α δύσκολο έχει; Κάποιοι πιστεύουν ότι χρειάζεται να μελετήσουν πρώτα για να το καλάβουν και όμως πρόκειται απλώς για διασκέδαση ή τουλάχιστον αυτό που διασκεδάζει εμένα και είναι αδύνατον να διασκεδάζει μόνο εμένα.»

– Ποιο είναι το στοιχείο που συνδέει την δουλειά σας με τον Εντγκαρ Αλαν Πόου;

«Το ενδιαφέρον μας για την ψυχολογία, τις λειτουργίες του μυαλού και την εμμονή με τους διάφορους τύπους συμπεριφοράς. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον, ο Φρόιντ το βρήκε πολύ ενδιαφέρον ακόμη και εσύ κύριε Σάκις…»

– Ακόμη και εγώ…

«Ντιμιτρακόπουλος, αυτό και αν είναι όνομα, είναι ελληνικό;»

– Ναι!

«Το ελληνικό όνομα! Είναι παλιό;»

Αρκετά.

Πολύ ενδιαφέρον!

– Δεν το βρίσκω και τόσο ενδιαφέρον, είναι συνηθισμένο στην Ευρώπη.

«Εσύ ως έλληνας θα έπρεπε να εκτιμήσεις αυτήν την προσπάθειά μου να μεταφέρω ένα έργο κλασικό στην σύγχρονη εποχή.»

– Το εκτιμώ και μάλιστα θα έλεγα ότι το «A Thousand Departed Friends» είναι το πιο ποπ τραγούδι που έχετε γράψει ποτέ.

«Είναι ινστρουμένταλ και μου κάνει εντύπωση που σχεδόν όλοι μου μιλούν για αυτό το κομμάτι. Πως και το ανέφερες;»

– Είναι εκπληκτικό το γεγονός ότι δεν έχει στίχους και όμως δεν σου λείπουν στιγμή καθώς το ακούς.

«Πολύ χαίρομαι που επιτέλους αρέσει ένα ινστρουμένταλ κομμάτι και ξέρεις την κιθάρα την παίζω εγώ (με υπερηφάνεια).»

– Πόσο σας ευχαριστεί μία διασκευή σε ένα παλιό σας τραγούδι, όπως κάνατε με το «Perfect Day»;

«Eπειδή έχω πολλά χρώματα στην παλέτα μου για να ζωγραφίσω, πιστεύω ότι κάνοντας κάτι τέτοιο υπενθυμίζω στον κόσμο ποιος είναι αυτός που έγραψε αυτό το τραγούδι, ότι είμαι εγώ και το παρουσιάζω με διαφορετικό τρόπο με την εκπληκτική φωνή του Αντονι.»

– Πως τον εντοπίσατε;

«Ο Χαλ Γουίλνερ τον εντόπισε και νομίζω ότι αποτελεί σπουδαία ανακάλυψη.»

– Μετά τους καυγάδες που είχατε με τον Ντέιβιντ Μπάουι στα τέλη ης δεκαετίας του ’70 με το γνωστό χαστούκι σε εστιατόριο του Λονδίνου θα πίστευε κανείς ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να επιτευχθεί μία νέα συνεργασία…

«Τρέφουμε μεγάλη εκτίμηση ο ένας για τον άλλο και μας συνδέει μία μακρόχρονη φιλία. Το περιστατικό προσπαθώ να το ξεχάσω αν και είχα δίκιο. Ο Ντέιβιντ είναι μοναδικός στο τρόπο που πλησιάζει τα πράγματα. Είναι η ποπ πλευρά της αβάντ γκαρντ.»

– Γιατί πιστεύετε ότι μας έλκουν πράγματα τα οποία γνωρίζουμε ότι μας κάνουν κακό όπως υποστηρίζει και ο Πόου στο «Imp Of The Perverse»;

«Καπνίζεις;»

– Ναι, αρκετά.

«Ορίστε λοιπόν! Ξέρεις ότι σου κάνει κακό και όμως συνεχίζεις.»

– Προσπαθώ να μην σκέφτομαι ότι μου κάνει κακό όταν καπνίζω.

«(γελώντας) ξέρω τι εννοείς. Εγώ το έκοψα εδώ και δύο μήνες.»

– Δεν μπορώ να πω ότι είσασταν και ο πιο συνεπής όσον αφορά την αποφυγή αυτών που μας κάνουν κακό στην υγεία όλα αυτά τα χρόνια.

«Εχεις δίκιο αλλά είναι και αυτό κάτι έστω και στα 61 μου.»

Εδώ παραμβαίνει ο μάνατζερ που μας προειδοποιεί ότι ο χρόνος τελείωνει και ο Λου Ριντ δήθεν έκπληκτος σαν να μην γνώριζε ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο λέει:

«Θεέ μου, μοιάζει με ηχογραφημένο μήνυμα, Τέλος πάντων όποιος είναι υπέρβαρος, καπνίζει, πίνει πολύ, ή καπνίζει γνωρίζει ότι κάνει κακό στην υγεία του…

– Αλλά…

«Αλλά συνεχίζει. Γιατί; Διότι αυτό είναι και το ενδιαφέρον της ιστορίας. Και τα πράγματα μπορεί να γίνουν χειρότερα και να καταλήξουν στα προγράμματα απεξάρτησης καθώς δεν μπορούν να σταματήσουν συνήθειες που τους κάνουν κακό. Δεν γνωρίζω έναν άνθρωπο στον πλανήτη που να μην έκανε κάποια στιγμή κάτι για το οποίο γνώριζε εκ των προτέρων ότι τον βλάπτει. Ενα παιδί που ακουμπά το χέρι του στον φούρνο ενώ η μητέρα του, του λέει να μην το κάνει. Ετσι, το πραγματικό ερώτημα είναι, τι θα συμβεί εάν το κάνεις πέντε φορές…

– Τι είναι αυτό που συνεχίζετε να κάνετε ενώ γνωρίζετε ότι σας κάνει κακό;

«Είμαι τέλειος (γελώντας) Εχω κάνει σχεδόν οτιδήποτε θα μπορούσε να μου κάνει κακό, με πιστεύεις;»

– Δεν έχω λόγο να μην σας πιστέψω ούτε για το πρώτο ούτε για το δεύτερο και σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας.

«Μου άρεσε που μίλησα μαζί σου Σάκις.»

– Εμένα να δείτε!