Το Φεστιβάλ των Καννών του 2011 έχει μείνει στην ιστορία ως η διοργάνωση στην οποία ο Λαρς φον Τρίερ, ένας από τους πιο γνωστούς auteurs των τελευταίων 30 χρόνων, κηρύχθηκε persona non grata από το ίδιο φεστιβάλ που πριν από πολλά χρόνια τον είχε αναδείξει. Στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας του «Melancholia» ο δανός σκηνοθέτης ξεπέρασε κάθε όριο επαναλαμβάνοντας πολλές φορές ότι «καταλαβαίνει τον Αδόλφο Χίτλερ» και ότι είναι ναζιστής. Στην ίδια συνέντευξη Τύπου όμως ο Φον Τρίερ είχε επίσης αναφερθεί στην επόμενη ταινία του: «Θα είναι πορνό» είχε πει κάνοντας την πρωταγωνίστρια του «Melancholia» Κίρστεν Ντανστ που καθόταν δίπλα του να κοκκινίσει.
«Πορνό τετράωρης διάρκειας για την ακρίβεια –η Κίρστεν επέμεινε» συνέχισε ο εκκεντρικός Δανός φέρνοντας την Ντανστ σε ακόμη πιο δύσκολη θέση. «Βλέπετε, γυρίσαμε μια σκηνή σεξ που δεν την έβαλα στη «Melancholia». Αρεσε στην Κίρστεν τόσο πολύ που τώρα θέλει και άλλο. Είπα: «Να κοιτάξουμε τους διαλόγους». Μου απάντησε: «Και ποιος νοιάζεται για τους διαλόγους;»». Και για να κάνει την κατάσταση ακόμη πιο προκλητική, ο Φον Τρίερ υποσχέθηκε ότι ένα από τα κεφάλαια στο πορνό που θα γυρίσει θα λέγεται «Καθολική Εκκλησία εναντίον Ορθόδοξης». «Ιδιαίτερα η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι πολύ κοντά στο πορνό!» είπε.
Το υγρό παντελόνι του Νταφόε


Δύο χρόνια αργότερα, στο ίδιο φεστιβάλ, από τις πιο συζητημένες ταινίες της διοργάνωσης θα γινόταν μια που όχι απλώς δεν ήταν στις Κάννες αλλά δεν είχε καν γυριστεί ακόμη: το «Nymphomaniac» από τον Λαρς φον Τρίερ. Και όλα ξεκίνησαν από μια φωτογραφία. Ασος στην προώθηση των ταινιών του, ο Φον Τρίερ και η εταιρεία παραγωγής του έδωσαν στη δημοσιότητα μια διαφημιστική φωτογραφία στην οποία οι πρωταγωνιστές της ποζάρουν στημένοι πολύ παράξενα. Για την ακρίβεια, θα μπορούσες να πεις ότι η φωτογραφία είναι εμπνευσμένη από πορνό και πολύ φυσικά, η Κίρστεν Ντανστ απουσιάζει! Ο Γουίλεμ Νταφόε όρθιος με το παντελόνι υγρό στο σημείο των γεννητικών οργάνων. Η Σόφι Κένεντι Κλαρκ γονατιστή μπροστά του κρατά ένα μαντίλι πολύ κοντά στη θέση των γεννητικών οργάνων του, σαν να τον σκουπίζει. Παραδίπλα ο Ούντο Κίερ βρίσκεται ξαπλωμένος στο πάτωμα κρατώντας το πόδι ενός τραπεζιού, πάνω στο οποίο η Ούμα Θέρμαν ακουμπά το δικό της πόδι. Στο δεξί άκρο της φωτογραφίας βλέπουμε τη Σαρλότ Γκενσμπούρ να κάθεται με τα πόδια ανοιχτά και τον Κρίστιαν Σλέιτερ να στύβει ένα μαντίλι ενώ κοιτάζει το αιδοίο της. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, στην ίδια φωτογραφία ο Λαρς φον Τρίερ προφανώς μας κλείνει το μάτι γιατί επίσης εμφανίζεται: το στόμα του είναι φιμωμένο με κολλητική ταινία και στα χέρια του βρίσκεται μια ψηφιακή μηχανή, λες και κινηματογραφεί τα δρώμενα…
Δεν χρειάζεται να πούμε φυσικά ότι το «Nymphomaniac», που θα διανεμηθεί από τη Seven Films τον Φεβρουάριο, ανήκει στις πιο αναμενόμενες ταινίες της σεζόν. Η διαφημιστική καμπάνια της ταινίας προχωρεί θαυμάσια. Πριν από λίγο καιρό δόθηκε στη δημοσιότητα μια σειρά φωτογραφίες διαφορετικών αφισών της ταινίας που παρουσιάζουν τους ηθοποιούς-χαρακτήρες της (character posters) γυμνούς από τη μέση και πάνω. Σύμφωνα με τη Seven Films, εταιρεία διανομής της ταινίας στην Ελλάδα, οι ηθοποιοί είναι φωτογραφημένοι στην πιο «προσωπική τους στιγμή». Αυτό μπορεί να λέει πολλά. ‘Η μπορεί να μη λέει απολύτως τίποτε αν κρίνει κανείς από την πονηριά του δανού σκηνοθέτη, ο οποίος είναι γνωστός για τις προβοκατόρικες μεθόδους με τις οποίες κάνει θόρυβο (πολλές φορές χωρίς λόγο) για να προωθήσει το έργο αλλά και τον εαυτό του. Εκείνος άλλωστε δεν είχε μιλήσει πρώτος στις Κάννες για πορνό;
Ακροβασίες της Αντέλ


Ο Λαρς φον Τρίερ είναι τουλάχιστον ευθύς για τις προθέσεις του, ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι και ειλικρινής, κάτι που θα ξέρουμε όταν δούμε τo «Nymphomaniac». Αλλοι σκηνοθέτες ωστόσο, ενώ ξέρουν πολύ καλά ότι έχουν υπερβεί τα όρια, παριστάνουν τους χαζούς έτσι και τους το επισημάνεις. Σε λίγες μέρες διανέμεται στις αίθουσες μια επίσης πολυσυζητημένη ταινία στις Κάννες, η «Ζωή της Αντέλ», στην οποία πρωταγωνιστεί η ελληνικής καταγωγής Γαλλίδα Αντέλ Εξαρχόπουλος που προσφάτως επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη χώρα μας. Το φιλμ, που εν τέλει απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα, προκάλεσε ατέλειωτες συζητήσεις για τα όρια του πορνό που ξεπερνά ή δεν ξεπερνά. Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα περίπου 45 λεπτά της τρίωρης αυτής ταινίας είναι αφιερωμένα εξ ολοκλήρου στις σεξουαλικές σκηνές τις οποίες η Εξαρχόπουλος μοιράζεται με τη συμπρωταγωνίστριά της Λεά Σεντού. Οσο και αν ταιριάζουν στο ύφος της ταινίας, είναι πολλά. Βέβαια, κατά δήλωση του σκηνοθέτη Αμπντελατίφ Κεσίς, η «Αντέλ» «αναφέρεται στον έρωτα και όχι στο σεξ» αφού παρακολουθεί τη σχέση δύο νεαρών γυναικών τις οποίες ενώνει ένα πάθος ανεξέλεγκτο αλλά και καταστροφικό. Αυτό το καταλαβαίνουμε, αλλά καταλαβαίνουμε επίσης τον βομβαρδισμό των δεκάδων σούπερ προκλητικών, σούπερ τολμηρών πλάνων με τις σεξουαλικές περιπτύξεις με όλες τις γραφικές λεπτομέρειες ανάμεσα στις δύο ηθοποιούς. Ουαί και αλίμονο όμως αν τολμήσεις να αναφέρεις στον Κεσίς τη λέξη πορνό. Θα νιώσει τη χειρότερη προσβολή, παρ’ ότι ξέρουμε πολύ καλά –όπως άλλωστε το ξέρει και ο ίδιος –πως αν δεν είχε εικονογραφήσει τόσο προκλητικά και απροκάλυπτα τις ηρωίδες του ουδείς θα συζητούσε τόσο πολύ για αυτή την ταινία.
Παράγωγο του ερωτισμού και της σεξουαλικότητας, όρων ούτως ή άλλως αντίθετων, η κινηματογραφική πορνογραφία αποκλίνει αλλά την ίδια ώρα συγκλίνει μαζί τους, θέτοντας δύο καίρια ερωτήματα: ως πού μπορεί να φθάσει ο ερωτισμός στην οθόνη και κυρίως ως πού μπορεί να φθάσει η απεικόνιση της σεξουαλικότητας. Αποκλειστικός στόχος της «παραδοσιακής» κινηματογραφικής πορνογραφίας, πρώτα στον κινηματογράφο, μετά στο DVD και σήμερα στο Διαδίκτυο, ήταν, είναι και θα είναι η διέγερση των αισθήσεων. Το σκληρό πορνό ενδιαφέρεται για την κατά δύναμη γραφικότερη, λεπτομερέστερη και ευκρινέστερη εικονογράφηση της ερωτικής πράξης, ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο το δυνατόν πιο ερεθιστικό. Ισχύει άραγε το ίδιο όταν ανάλογες σκηνές προβάλλονται στις «κανονικές» ταινίες;
«Σαρκική εξάρτηση» στην οθόνη


Το 2001, όταν στο Φεστιβάλ Βερολίνου παίχθηκε η «Σαρκική εξάρτηση» του Πατρίς Σερό, ένα μεγάλο μέρος του Τύπου τής επιτέθηκε με χαρακτηρισμούς «πορνογράφημα» επειδή στην εισαγωγή της είχε μια κανονική ερωτική πράξη ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές (ο Μαρκ Ράιλανς δέχεται πεολειξία από την Κέρι Φοξ). Την ώρα που και ο πιο συντηρητικός θεατής είναι αδύνατο να μην παραδεχθεί ότι η σκηνή εντάσσεται σε ένα καθ’ όλα «φυσιολογικό» σύνολο και σεναριακά όχι μόνο στηρίζεται αλλά σχεδόν κρίνεται απαραίτητη, δεν παύει να είναι μια ξεκάθαρη σεξουαλική πράξη που λαμβάνει χώρα μπροστά σε μια κάμερα, όπως ακριβώς συμβαίνει με το πορνό. Ανάλογα πειράματα έκανε αργότερα ο Μάικλ Γουιντερμπότομ στα «9 τραγούδια», όπου οι δύο πρωταγωνιστές κάνουν απροκάλυπτα σεξ, ενώ ποιος μπορεί να ξεχάσει το «The Brown Bunny» του Βίνσεντ Γκάλο, το οποίο όταν προβλήθηκε στις Κάννες προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων με τη σκηνή όπου ο σκηνοθέτης, που επίσης πρωταγωνιστεί, βγάζει το τεράστιο όργανό του και η Κλόε Σεβινί αναλαμβάνει δράση… Και όμως η ταινία αυτή βρισκόταν εντός διαγωνιστικού προγράμματος διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα. Γιατί βρισκόταν; Μα για να συζητηθεί για αυτήν ακριβώς τη σκηνή. Για τι άλλο;
Στη μελέτη τους «Πορνογραφία, η κρυφή ιστορία του πολιτισμού» (1999, εκδόσεις Οξύ), οι Ιζαμπελ Τανγκ, Φέντον Μπέιλι ούτε λίγο ούτε πολύ ταυτίζουν τη σύγχρονη ιστορία της πορνογραφίας με τη σύγχρονη ιστορία των ΜΜΕ επισημαίνοντας ότι και τα δύο διέπονται από το επίμονο, απομονωμένο από κάθε άλλη δραστηριότητα κοίταγμα σε μια «γυάλινη βιτρίνα». Είτε αυτή είναι ο φακός μιας φωτογραφικής μηχανής, η οθόνη της τηλεόρασης, η οθόνη του υπολογιστή ή ακόμη και η βιτρίνα σε ένα μουσείο. Αν η ίδια μελέτη εκδιδόταν σήμερα, σίγουρα θα περιελάμβανε τα κινητά τηλέφωνα που είναι ταυτοχρόνως κάμερες αλλά και οθόνες-γυάλινες βιτρίνες.
Το νέο «Βαθύ λαρύγγι» και ο «Don Jon»
Το πορνό παραμένει λέξη-κλειδί ακόμη και στις ταινίες ευρείας κατανάλωσης γυρισμένες εντός συστήματος Χόλιγουντ, κάτι που δεν ισχύει στις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν. Στο εφετινό «Lovelace», για παράδειγμα, την ταινία των Ρομπ Επστάιν και Τζέφρεϊ Φρίντμαν, η Αμάντα Σέιφριντ, το γλυκύτατο κοριτσάκι της Μέριλ Στριπ στη «Μamma Mia!», υποδύεται τη θρυλική πορνοστάρ της ταινίας «Βαθύ λαρύγγι» Λίντα Λάβλεϊς. Σίγουρα πρόκειται για την πιο τολμηρή κινηματογραφική εμφάνισή της ως σήμερα και απ’ ό,τι φαίνεται ήταν ένας ρόλος τον οποίο η ηθοποιός αναζητούσε. «Είναι μια μεγάλη κίνηση για την καριέρα μου» είπε η Σέιφριντ στο τελευταίο Φεστιβάλ Βερολίνου. «Ηθελα να παίξω για μια φορά έναν άνθρωπο που όντως υπήρξε. Οσο για το θέμα του γυμνού, δεν με απασχόλησε καθόλου γιατί ήταν ένα αναγκαίο εργαλείο για τον ρόλο αλλά και γιατί ήξερα ότι οι σκηνοθέτες μου θα με προστάτευαν». Η ταινία μάς μεταφέρει στη δεκαετία του 1970, τη δεκαετία που χάρη στην επιτυχία του «Λαρυγγιού» το πορνό έγινε για πρώτη φορά «μια εμπειρία στη δημόσια αρένα», όπως δήλωσαν οι σκηνοθέτες.
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα κινείται η ταινία του Τζόζεφ Γκόρντον Λέβιτ «Don Jon», στην οποία ο ίδιος ο σκηνοθέτης υποδύεται έναν τύπο ο οποίος βρίσκει πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση παρακολουθώντας πορνό μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του από το να αναζητεί το πραγματικό σεξ. Ενδεχομένως αυτό κάποια στιγμή να αλλάξει όταν θα βρεθεί στη ζωή του η κατάλληλη γυναίκα (εν προκειμένω η Σκάρλετ Τζοχάνσον), η αφορμή όμως για τη δημιουργία αυτής της ταινίας δεν παύει να είναι η πορνογραφία. «Σκέφτηκα ότι μια κωμωδία με θέμα τη σχέση ενός άνδρα εθισμένου στο πορνό και μιας κοπέλας που βλέπει πάρα πολλές ρομαντικές κομεντί θα ήταν ξεκαρδιστική και καυστική» δήλωσε ο Λέβιτ. «Ηθελα επίσης να συγκρίνω την πορνογραφία με τα υπόλοιπα μέσα. Το βλέπουμε συνέχεια, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, ειδικά στα διαφημιστικά: ανθρώπους –συνήθως γυναίκες –που υποβιβάζονται σε πράγματα, σε αντικείμενα του σεξ. Ασχέτως του αν η εικόνα είναι λογοκριμένη ή όχι, το μήνυμα παραμένει το ίδιο. Ηθελα να το διακωμωδήσω».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ