«Τα ξέρω πολλά από αυτά, τα έχω ζήσει». Πολύτιμα τα εύσημα από τον ισπανό θεατή της πρώτης ταινίας του Μιχάλη Κωνσταντάτου «Luton» σε μία από τις προβολές της προσφάτως στο τελευταίο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν (παίχθηκε παράλληλα στο φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας). Ωστόσο, ο νεαρός δημιουργός, ο οποίος έπειτα από δέκα χρόνια προσπάθειας κατάφερε να γυρίσει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του στον κινηματογράφο, γνωρίζει πολύ καλά ότι η Ελλάδα ζει δύσκολους καιρούς –αυτό άλλωστε καταγράφει με τον δικό του τρόπο στο «Luton» –και ότι δεν είναι δύσκολο να παρασυρθεί κανείς από την «εθνική κατάθλιψη που μας έχει καταβάλει».
Παρ’ όλα αυτά, ελπίζει ότι θα συνεχίσει να κάνει ταινίες με τον δικό του τρόπο, ίσως επειδή ακόμη και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς ανακάλυψε ανθρώπους έτοιμους να μοιραστούν μαζί του το όραμά του.
Απόφοιτος Σκηνοθεσίας από τη Σχολή Λυκούργου Σταυράκου, ο Μ. Κωνσταντάτος σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και παρακολούθησε το μεταπτυχιακό πρόγραμμα του Τμήματος Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο με τίτλο «Σχεδιασμός χώρου και πολιτισμός». Από το 2002 έχει σκηνοθετήσει ταινίες μικρού μήκους, πολιτιστικές εκπομπές και σίριαλ για την τηλεόραση, μουσικά βιντεοκλίπ, θεατρικές παραστάσεις –είναι συνιδρυτής και σκηνοθέτης της θεατρικής ομάδας Blindspot -, ενώ έχει σχεδιάσει δύο installations για δημόσιους χώρους στην Αθήνα. Εχει γράψει και σκηνοθετήσει δύο ταινίες μικρού μήκους που βραβεύτηκαν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Αίσθηση είχε προκαλέσει και η θεατρική παράσταση «Parklife» από το έργο του θεατρικού συγγραφέα Στέλιου Λυκουρέση, ο οποίος είναι και ο συν-σεναριογράφος του «Luton».
Αποφάσισα…


Το 2009 να γυρίσω το «Luton». Από τότε λοιπόν ξεκίνησε αυτό το ταξίδι προς την ανάπτυξη και την ολοκλήρωσή του που τελικά έγινε το 2013. Αφορμή αυτής της ταινίας ήταν διάφορα περιστατικά ανά τον κόσμο που αναφέρονταν σε πράξεις βίας ενάντια σε τυχαία θύματα με ανύποπτους, καθημερινούς ανθρώπους στον ρόλο του θύτη. Από το σημείο αυτό προσπάθησα να δω σε βάθος και να καταλάβω αυτούς τους δύο ρόλους, του θύτη και του θύματος, αλλά και την πολύ λεπτή γραμμή που τους χωρίζει (αν τους χωρίζει…). Αυτό με οδηγούσε πάντα πίσω στην καθημερινότητά τους. Και έτσι προσπάθησα να αναδείξω τις λεπτομέρειες της καθημερινότητας των χαρακτήρων της ταινίας μου. Να κοιτάξω, δηλαδή, εκεί που φαίνεται να μην υπάρχει τίποτα παραπάνω από το αυτονόητο.
Ανακάλυψα…


Πως δεν είμαι μόνος μου σε αυτόν τον κόσμο! Πως υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ενδιαφέρονται για το ελληνικό σινεμά και που είναι εκεί για να το στηρίξουν. Πέρα από την αδράνεια και τον ανύπαρκτο σχεδιασμό για τον πολιτισμό κάθε κυβέρνησης που έχει περάσει από το τιμόνι αυτής της χώρας, υπάρχουν άνθρωποι και οργανισμοί που νοιάζονται και συνεχίζουν να θέλουν την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή ενεργητική. Στην περίπτωση του «Luton» ήταν ο Χρήστος Κωνσταντακόπουλος (Faliro House Productions), ο παραγωγός μου Γιώργος Τσούργιαννης (Horsefly Productions), η Arctos Broadcast Facilities, η 235, ο Κώστας Βαρυμποπιώτης, το ΕΚΚ, η πρώην (δυστυχώς) ΕΡΤ, to Αthens Casting, καθώς και όλοι οι συνεργάτες μου, τεχνικοί και ηθοποιοί, που με βοήθησαν να κάνω την ταινία και τους ευχαριστώ πολύ.
Συγκινήθηκα…


Οταν μετά την προβολή του «Luton» στο Σαν Σεμπαστιάν μια θεατής ήρθε και μου είπε: «Τα ξέρω πολλά από αυτά, τα έχω ζήσει». Ακολούθησε μια μικρή κουβέντα μεταξύ μας, όπου μου περιέγραψε διάφορες στιγμές από τη ζωή της με αρκετές λεπτομέρειες. Ενιωσα σαν να την ήξερα καιρό, σαν να είχαμε μόλις ξαναβρεθεί και μου έλεγε τα νέα της. Είδα πραγματικά, αν και ερχόμασταν από πολύ διαφορετικές κοινωνίες, πόσα κοινά πράγματα είχαμε σε σχέση με την καθημερινότητά μας και πόσο ένιωσε και κατάλαβε την ταινία. Χάρηκα πολύ.
Απογοητεύομαι…


Οταν συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει κανένας απολύτως σχεδιασμός για την έξοδο της χώρας από την κρίση. Κάθε απόφαση που λαμβάνεται, κάθε μέτρο που εφαρμόζεται, επιβεβαιώνει κινήσεις χωρίς πραγματικό σχεδιασμό, χωρίς βάθος σκέψης και σίγουρα χωρίς κοινωνική μέριμνα. Πρόκειται για κινήσεις που γίνονται χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το σημαντικότερο: πως αφορούν τελικά ζωές ανθρώπων. Δυστυχώς το πείραμα «Ελλάδα» συνεχίζεται…
Δεν αδιαφορώ…


Για τίποτα. Η αδιαφορία είναι ένα αίσθημα που ευθύνεται για πάρα πολλά δεινά. Ξεκινάει συνήθως ως ένα φυσικό επακόλουθο για πράγματα που συνήθως δεν μας αφορούν άμεσα, που για διάφορους λόγους βαριόμαστε ή με τα οποία απλά δεν θέλουμε να ασχοληθούμε. Είναι όμως πολύ εύκολο να υιοθετήσει κανείς αυτή την «ξεκούραστη» στάση, που συνήθως συνυπάρχει με το «βόλεμα». Μια πολύ γνωστή λέξη στην ελληνική κοινωνία.
Αισιοδοξώ…


Μμμ… Αυτό θέλει πολλή προσπάθεια! Αισιοδοξώ πως θα συνεχίσω να κάνω ταινίες με τον τρόπο που θέλω και στον ρυθμό που θέλω. Δεν είμαι συνήθως πολύ αισιόδοξος, αν και προσπαθώ πολύ τελευταία. Μερικές φορές παρασύρομαι από την εθνική κατάθλιψη που μας έχει καταβάλει, αλλά ευτυχώς κρατάει πολύ λίγο! Βλέπω επίσης αρκετούς ανθρώπους γύρω μου που προσπαθούν να μείνουν συγκροτημένοι, δημιουργικοί και να αντιστέκονται στο κλίμα της γενικότερης κατήφειας. Αυτό είναι κάτι σημαντικό.
Αρνούμαι…


Να δεχθώ την παθητικότητα. Ο ρόλος μας ως κοινωνικών όντων νομίζω ότι επιβάλλει την κριτική σκέψη και τη συμμετοχή. Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς γίνεται κάποιος να στέκεται παθητικά απέναντι στη ζωή του. Πώς γίνεται τη στιγμή που η ζωή περνάει από μπροστά του αυτός να βουλιάζει απλά κοιτάζοντάς την. Αρνούμαι επίσης να αποδεχθώ ότι υπάρχει μόνο ένας δρόμος για να γίνουν τα πράγματα. Υπάρχουν πολλές διαφορετικές γωνίες από τις οποίες μπορεί κάποιος να κοιτάξει.
Αναζητώ…


Πάντα τους ανθρώπους που θα καταλαβαινόμαστε και θα προχωράμε μαζί. Αναζητώ τους φίλους και συνεργάτες μου με μεγάλη σχολαστικότητα και μου αρέσει να δουλεύω με ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε την ίδια επιθυμία για δημιουργία αλλά και που έχουμε παρόμοια οπτική για τον κόσμο. Μέχρι στιγμής είμαι πολύ χαρούμενος που έχω βρει αρκετούς τέτοιους καλούς φίλους και συνεργάτες.
Φοβάμαι…


Τους ανθρώπους με τη χλιαρή χειραψία… Πάντα αναρωτιέμαι: Μα τόσο δύσκολο είναι να σφίξεις το χέρι κάποιου;
Αγαπώ…


Τις ταινίες και τις μουσικές όλων αυτών των δημιουργών που με ταρακούνησαν. Ταινίες που κάθε φορά που έβγαινα από την αίθουσα τις κουβαλούσα μαζί μου και ακόμη και τώρα τις σκέφτομαι. Μουσικές που πάντα τις ακούω στο κεφάλι μου.

πότε & πού:
O Τζίμης (Νικόλας Βλαχάκης, στη φωτογραφία), ευκατάστατος μαθητής λυκείου, η Μαίρη (Ελευθερία Κόμη), ασκούμενη δικηγόρος γύρω στα 30, και ο Μάκης (Χρήστος Σαπουντζής), 50ρης οικογενειάρχης, ιδιοκτήτης ψιλικατζίδικου, είναι το τρίο των πρωταγωνιστών του «Luton», μιας ταινίας που εμμένει στην παρακολούθηση της συμβατικής ζωή τους για να καταλήξει στον σοκαριστικό τρόπο διαφυγής τους από την πραγματικότητα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ