Τη Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο του φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας πραγματοποιείται ειδική εκδήλωση προς τιμήν του Χρήστου Βακαλόπουλου στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος. Μετά την προβολή της ταινίας του «Ολγα Ρόμπαρντς» (1989) θα ακολουθήσει συζήτηση με συντονιστή τον Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη, στόχος της οποίας είναι να δείξει γιατί, 20 χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Βακαλόπουλος παραμένει αξεπέραστη περσόνα του ελληνικού κινηματογράφου. Το τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Νέα Εστία» (Ιούνιος 2013) φιλοξενεί αφιέρωμα στον Βακαλόπουλο με κείμενα των Κώστα Λιβιεράτου, Κυριάκου Μαργαρίτη, Θάνου Σταθόπουλου, Βάσιας Ατταριάν, Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου και του Μπαμπασάκη.
Ο Χρήστος Βακαλόπουλος (1956-1993) ήταν ερωτευμένος με το πανί. Η σχέση του με τον κινηματογράφο άρχισε τελείως τυχαία, στην καρδιά της αστικής Αθήνας, «τη δεκαετία του ’60, μέσα στις αίθουσες της Κυψέλης, τις χειμερινές και κυρίως τις θερινές, γιατί υπήρχε εκεί μια ερωτική ατμόσφαιρα καθώς μπορούσες να βλέπεις τους άλλους μέσα από το φως των ταινιών». Τόσο απλά, τόσο ποιητικά. «Από τότε σκεφτόμουν πως δεν υπήρχε μεγαλύτερη ευτυχία! Η εξέλιξη αυτής της ασυνείδητης κινηματογραφοφιλίας –γιατί όλες οι ταινίες έμοιαζαν ωραίες –με έστρεψε σιγά-σιγά να εξετάσω τη σχέση κινηματογράφου και ιδεολογίας. Εγώ έβλεπα ότι οι ταινίες είναι ένας ύμνος στη ζωή, την εποχή που (όταν χούντα, καταναλωτισμός και κομματικές αυταπάτες κυριαρχούσαν) η ζωή αρνιόταν ουσιαστικά τον εαυτό της προς όφελος των ψευδαισθήσεων».
Οταν σπούδαζε Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ (αργότερα έκανε τα κινηματογραφικά του σεμινάρια στη Σορβόννη με τον Ερίκ Ρομέρ), μαζί με έναν-δυο συμφοιτητές του έστησαν στη σχολή ένα εφήμερο, αυτοσχέδιο κινηματογραφικό τμήμα που πρέπει να ήταν «το πρώτο φοιτητικό πολιτιστικό τμήμα μετά τη δικτατορία». Τι έκαναν; «Θυμάμαι ότι αντιλαμβανόμασταν τότε τις προβολές μέσα στο πανεπιστήμιο σαν «επιχειρήσεις κομάντο». Διαλέγαμε το μάθημα που συγκέντρωνε τον περισσότερο κόσμο και μόλις τελείωνε η παράσταση ορμάγαμε στην αίθουσα, στο μεγάλο αμφιθέατρο του πρώτου έτους, και στήναμε την προβολή στο άψε σβήσε».
Κάτι τέτοιο υπήρξε ο Βακαλόπουλος στα καθ’ ημάς, ένας πρώιμος «κομάντο» της πολιτισμικής θεωρίας, ένας παρατηρητής αυτού του δυναμικού πλέγματος ανάμεσα στην πολιτική, στην κοινωνία και στα πολιτιστικά προϊόντα του καιρού του.
Πέθανε σε ηλικία μόλις 36 ετών από καρκίνο. Ηταν συνολικά ένας αιχμηρός μα και ουσιαστικός κριτικός του νεόκοπου πολιτισμού της Μεταπολίτευσης. Διέγραψε μια αυτόνομη πορεία πνευματικής απείθειας ενάντια στη μαζικότητα των ρευμάτων της εποχής του. Την τελευταία όμως δεν έκανε το λάθος να την αποκηρύξει. Συνέλαβε και κατέγραψε τις αντινομίες της για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς. Εξαιτίας αυτού παραμένει επίκαιρος: έχει χαράξει τις κατευθύνσεις του προβληματισμού, έχει αρθρώσει τα αιτήματα.
Είναι ακόμη πολύ πιο μπροστά από διάφορα μηρυκαστικά που οψίμως και εκ του ασφαλούς έχουν επικηρύξει ως καταστροφικές τις πολιτικές και αισθητικές συνισταμένες αυτής της περιόδου. Ο Κώστας Λιβιεράτος στο κείμενό του «Ο Χρήστος Βακαλόπουλος και οι χαμένοι δρόμοι της Μεταπολίτευσης», ένα τεκμηριωμένο πορτρέτο για τον πεζογράφο και σκηνοθέτη βασισμένο στα γραπτά του αλλά και στα λόγια των άλλων, σκιαγραφεί το πολυδιάστατο έργο του από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως τις αρχές εκείνης του 1990. Τον παρακολουθεί «από τη ριζοσπαστική ιδεολογικοπολιτική στράτευση», δηλαδή, ως τις πιο «προσωπικές κριτικές ή δημιουργικές αναζητήσεις εμπνευσμένες από συγκερασμούς παράδοσης και μοντερνισμού, μοναχικότητας και κοινότητας, βέβηλης ειρωνείας και ιερού δέους για τον κόσμο».
Ευκαιρία να ξαναδιαβάσουμε τα βιβλία ενός κοφτερού μυαλού. Τα περισσότερα κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις της Εστίας.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 20 Σεπτεμβρίου 2013

HeliosPlus