Στα τέσσερα χρόνια που έχουν περάσει από τον Μάιο του 2009, όταν ο «Κυνόδοντας» του Γιώργου Λάνθιμου προβλήθηκε στις Κάννες και αργότερα βρέθηκε υποψήφιος για το Οσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, ως την πρόσφατη τεράστια επιτυχία του Αλέξανδρου Αβρανά και της ταινίας «Miss Violence» στο Φεστιβάλ Βενετίας, κάτι σίγουρα άλλαξε στον φτωχό ορίζοντα του ελληνικού κινηματογράφου –του οποίου ο μόνος πρεσβευτής στο εξωτερικό ήταν ως τότε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Στην πιο σκληρή και επώδυνη περίοδο της ελληνικής κοινωνίας μετά τη Μεταπολίτευση νέοι έλληνες κινηματογραφιστές χωρίς κρατική υποστήριξη βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν ελεύθερα και να εκφραστούν όπως ακριβώς ήθελαν με ταινίες χαμηλού κόστους. Δεν είχαν τίποτε να χάσουν, αλλά είχαν πολλά να κερδίσουν.
Δεν ξέρεις πλέον από πού να αρχίσεις και πού να σταματήσεις… Λίγους μήνες μετά τον «Κυνόδοντα» ο Αντώνης Καφετζόπουλος κέρδισε το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο για την «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου και δύο χρόνια αργότερα το ίδιο ντουέτο θριάμβευε στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, στην Ισπανία, με τον «Αδικο κόσμο» (βραβεία ερμηνείας και σκηνοθεσίας). Στο ίδιο φεστιβάλ αυτή την εποχή διαγωνίζεται ο Μιχάλης Κωνσταντάτος με το «Luton», ενώ πέρυσι στο Κάρλοβι Βάρι της Τσεχίας ο Γιάννης Παπαδόπουλος κέρδιζε το βραβείο ερμηνείας για την ταινία «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου.
Το 2010 στη Βενετία προβλήθηκαν τρεις ελληνικές ταινίες. Το «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ-Τσαγγάρη που κέρδισε το βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Αριάν Λαμπέντ), η «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα και η μικρού μήκους «Casus Belli» του Γιώργου Ζώη, ο οποίος δύο χρόνια αργότερα, στο ίδιο φεστιβάλ, θα κέρδιζε το βραβείο καλύτερης ευρωπαϊκής ταινίας μικρού μήκους για τους «Τίτλους τέλους». Και το 2011 οι «Αλπεις», και πάλι στη Βενετία, κέρδιζαν το βραβείο σεναρίου που συνυπογράφουν οι Ευθύμης Φιλίππου και Γ. Λάνθιμος, το όνομα του οποίου αναφέρεται στην πρόσφατη λίστα των 20 ανερχόμενων σκηνοθετών των «Times» της Νέας Υόρκης. Ο Λάνθιμος εργάζεται πλέον στην Αγγλία.
Η κρίση γεννά εξωστρέφεια

Το χαρακτηριστικό όλων αυτών (και πολλών ακόμη) ταινιών είναι ότι η καθεμία με τον τρόπο της αφουγκράζεται την κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Αυτό ακριβώς ζητεί η διεθνής φεστιβαλική κοινότητα. Η φθορά των οικογενειακών αξιών (το θέμα της «Miss Violence»), ο κοινωνικός ρατσισμός, η μοναξιά και ο θάνατος, είναι θέματα που απορρέουν από την κρίση και «πουλούν» διεθνώς. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε (στην Αγγλία) ο όρος «New Weird Greek Cinema» (Νέο «Παράξενο» Κύμα Ελλήνων) με τον οποίο πολλοί έλληνες σκηνοθέτες εκπρόσωποί του ενδεχομένως να μη συμφωνούν.

«Πράγματι, η κρίση φαίνεται να ωφέλησε τον ελληνικό κινηματογράφο, τουλάχιστον σε επίπεδο αποδοχής στο εξωτερικό»
λέει η κυρία Ειρήνη Σουγανίδου, διευθύνουσα σύμβουλος της κινηματογραφικής εταιρείας Feelgood Entertainment, η οποία έχει στηρίξει πολλές ελληνικές ταινίες την τελευταία πενταετία (ιδρύθηκε το 2008 και έκτοτε έχει διανείμει ή και πολλές φορές συμπαραγάγει περισσότερες από 25 ελληνικές ταινίες). «Το να αποδώσουμε όμως το γεγονός αυτό σε «ρεύμα» το θεωρώ μάλλον απλούστευση, μια και οφείλεται επίσης στην τεράστια προσπάθεια που καταβάλλουν δημιουργοί και παραγωγοί μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες παραγωγής ταινιών και εν γένει πολιτισμού στην Ελλάδα. Ωστόσο υπάρχουν πια αρκετοί δημιουργοί που έχουν τη δική τους καλλιτεχνική πρόταση. Και είναι αυτή ακριβώς η εξωστρέφεια που η διεθνής αγορά έχει αγκαλιάσει».
Η εξωστρέφεια άλλωστε ήταν ο πυρήνας της διημερίδας Riding the Greek Wave που διοργανώθηκε πέρυσι από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Υποτρόφων του Ιδρύματος Ωνάση στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (θα γίνει και εφέτος). Γνώστες της κινηματογραφικής αγοράς απ’ όλον τον κόσμο κλήθηκαν για να αναπτύξουν ιδέες και να ανταλλάξουν απόψεις γύρω από φλέγοντα θέματα: από τις διαδικασίες παραγωγής ενός trailer ως την κατανόηση των διεθνών δεδομένων βάσει των οποίων επιτυγχάνεται η διακίνηση των ταινιών μεγάλων ή μικρών κινηματογραφιών.
Ο σταρ των καλεσμένων ήταν ο Ντίτερ Κόσλικ, καλλιτεχνικός διευθυντής της κινηματογραφικής Μπερλινάλε, ο οποίος έχει στηρίξει εμπράκτως το ελληνικό σινεμά (στο περασμένο Φεστιβάλ Βερολίνου παίχτηκαν τρεις ελληνικές ταινίες: η «Κόρη» του Θάνου Αναστόπουλου, η «Αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου και το «Στο λύκο» των Χριστίνας Κουτσοσπύρου και Αραν Χιουζ). «Το υψηλό διεθνές προφίλ των πρόσφατων ελληνικών ταινιών παρουσιάζει τον θησαυρό της δημιουργίας και το ταλέντο μιας νέας γενιάς ελλήνων κινηματογραφιστών» είπε στο «Βήμα» ο κ. Κόσλικ. «Εχω επίσης εντοπίσει την τάση του νέου κύματος να χειρίζεται θέματα που αντανακλούν την πραγματική κοινωνική και οικονομική κρίση της τοπικής κοινωνίας με έναν καλλιτεχνικό τρόπο που πείθει. Θέλουμε να υποστηρίξουμε το νέο ελληνικό σινεμά με νέες και εύκολες λύσεις στην αγορά συμπαραγωγών».
Ως τις 23 Οκτωβρίου κινηματογραφικοί παραγωγοί απ’ όλον τον κόσμο έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν σχέδια κατάλληλα για διεθνή συμπαραγωγή νέων ταινιών μεγάλου μήκους στο Berlinale Co-Production Market 2014. Αν και βασική προϋπόθεση είναι τα σχέδια αυτά να έχουν ήδη εξασφαλίσει το 30% της χρηματοδότησής τους, τρεις χώρες θα έχουν ειδική μεταχείριση: για την Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία οι προϋποθέσεις του προϋπολογισμού έχουν αρθεί για εφέτος.
Θα πρέπει, τέλος, να επισημανθεί για ακόμη μία φορά η τεράστια συμβολή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και συγκεκριμένα της εταιρείας Faliro House του Χρήστος Κωνσταντακόπουλου που βρίσκεται πίσω από πολλές ελληνικές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένης της «Miss Violence».
Οι θριαμβευτές της 70ής Μόστρα

Η «Miss Violence», που αρχίζει και τελειώνει με το κλείσιμο μιας πόρτας, παρακολουθεί τα δρώμενα στο διαμέρισμα ενός αθηναϊκού σπιτιού. Η καλογυαλισμένη βιτρίνα της οικογένειας της ταινίας του Αβρανά, όπου πάτερ φαμίλιας είναι ο Θέμης Πάνου, «μουντζουρώνεται» πριν ακόμη από τους τίτλους αρχής, όταν ένα κορίτσι αυτοκτονεί πέφτοντας από το μπαλκόνι του σπιτιού του ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του και με παρόντα όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.
ΘΕΜΗΣ ΠΑΝΟΥ
Η δικαίωση ενός κωνσταντινουπολίτη «εργάτη»

«My country! Attori Creci» είπε ο Θέμης Πάνου το περασμένο Σάββατο καθώς σήκωνε το Copa Volpi για την ερμηνεία του στη «Miss Violence». Το αφιέρωσε στην πατρίδα του και στους συναδέλφους του. «Είμαι χορτάτος όλα αυτά τα χρόνια που δουλεύω αλλά η πορεία μου δεν ήταν εύκολη. Και αυτόν τον ρόλο που έπαιξα στην ταινία δεν θα μπορούσα να τον κάνω αν ο μεγάλος μου εκπαιδευτής δεν ήταν το σινάφι μου» είπε αναφερόμενος στο πώς μαθαίνει καθημερινώς παρακολουθώντας τους συναδέλφους του όπως η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, με την οποία παίζει στον «Αγαμέμνονα». «Ο μεγάλος δάσκαλος είναι το σινάφι».
Η καριέρα του Πάνου αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 σε μια μικρή ομάδα του Δημήτρη Βλάσση στο Εθνικό. Στον θίασο μπήκε ως ακροατής και δάσκαλός του υπήρξε για ένα φεγγάρι ο Νίκος Τζόγιας. Πρώτη εμπειρία του με το κοινό οι «Πέρσες» του Αισχύλου –σε φοιτητική εστία. «Κρατούσαμε κάτι κοντάρια και θυμάμαι ότι βοηθός της Ολίβιας Μιχελή ήταν ο Γιάννης Μετζικώφ» θυμάται ο κωνσταντινουπολίτης ηθοποιός και συγγραφέας πίνοντας μερακλίδικα τον ελληνικό καφέ του.
Εκείνη την εποχή, 1978-1979, ο Πάνου πήγαινε στο 18ο Γυμνάσιο στα Πατήσια, στη Χαρά, όπου έμενε από το 1973. Η οικογένειά του ήρθε από την Κωνσταντινούπολη με το μεγάλο όραμα της ελληνικής πρωτεύουσας. Με πικρία θυμάται τις επισκέψεις στο Κέντρο Αλλοδαπών για την ανανέωση της άδειας παραμονής. Δέκα χρόνια χρειάστηκαν να περάσουν για να πάρει την ελληνική ταυτότητα.
Ο Πάνου, γιος κρεοπώλη της Πόλης, ήταν πολύ κακός μαθητής. «Είχα μείνει στην 1η και στην 6η Γυμνασίου (3η Λυκείου), ίσως να μην μπορούσα να αντέξω την πειθαρχία». Η σχέση του με την πειθαρχία όμως έμελλε να ομαλοποιηθεί αργότερα με το θέατρο. Ως ομογενής πέρασε στη Νομική με εξετάσεις «λιγότερης βαρύτητας», αλλά εκείνη την εποχή τον ενδιέφεραν μάλλον τα ουζερί. Η ίδια αυτή εποχή όμως τον βοήθησε να δει τον κόσμο αλλιώτικα: πολιτικοποίηση, μεγάλες πορείες του Πολυτεχνείου, μαζικά σχολεία.
Με τις πολιτικές νεολαίες και τους πολιτιστικούς συλλόγους έλαβε μέρος σε ερασιτεχνικές θεατρικές προσπάθειες. Εδωσε εξετάσεις στο Εθνικό και στο Τέχνης αλλά δεν πέρασε. «Δικαίως ίσως» λέει σήμερα «γιατί κολυμπούσα σε πολύ βαθιά νερά χωρίς να ξέρω». Πήγε ωστόσο στην ιδιωτική σχολή της Ευγενίας Χατζίκου και χρόνια αργότερα, στα 43 του, έγινε «πραγματικά μαθητής». Μπήκε στο Τμήμα Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου. «Ενας ηθοποιός πρέπει να είναι μορφωμένος» θα πει ο Πάνου, ο οποίος σήμερα διδάσκει Υποκριτική και Αυτοσχεδιασμό στο Πανεπιστήμιο.
Χρειάστηκε μία δεκαετία για να νιώσει ότι οικονομικά πατούσε πια στα πόδια του. Συνέβη μετά τη συνεργασία του με τη Χρύσα Ρώπα και τον Σταμάτη Φασουλή, αλλά και στο παιδικό θέατρο της Ξένιας Καλογεροπούλου. «Σε αυτή τη δουλειά θες μια δεκαετία για να σταθεροποιηθείς και μια εικοσαετία για να εγκαθιδρυθείς. Ασυνείδητα ο χώρος σε δοκιμάζει διαρκώς και κανείς δεν σου μαθαίνει την τεχνική επιβίωσης. Ο ηθοποιός τρέχει να προλάβει το λεωφορείο».
Στον κινηματογράφο έχει κάνει λίγα πράγματα –σύντομες συμμετοχές σε μικρού και μεγάλου μήκους ταινίες: στην «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη (όπου μιλάει τουρκικά), στο «Αυτή η νύχτα μένει» του Νίκου Παναγιωτόπουλου («είμαι ο τύπος στο ξενοδοχείο που μαγειρεύει τα ψάρια»), στην «Ουτοπία» του Γιώργου Καρυπίδη. Ενας φίλος μεσολάβησε για να παίξει στη «Miss Violence». Ο Στέφανος Κοσμίδης τον έφερε σε επαφή με τον Αλέξανδρο Αβρανά. Συνάντηση στο «Φίλιον» την άνοιξη του 2011. Συμφώνησαν χωρίς να έχει δει το σενάριο.
«Σημασία έχει να είναι ο ρόλος προκλητικός, να μην τον έχεις έτοιμο» λέει ο ηθοποιός. «Κι εγώ «έπιασα» κάτι σ’ αυτόν». Είναι πιθανόν ο Πάνου να «είδε» στον ρόλο του εξουσιαστή πατέρα δικά του τραύματα του παρελθόντος; Την ψυχική βία που ενδεχομένως ο ίδιος κουβαλούσε έχοντας ζήσει σε ένα περιορισμένο περιβάλλον στην Κωνσταντινούπολη, όπου φοβόταν να μιλήσει ελληνικά στον δρόμο; «Κάτι «παίζει» εκεί. Μια άσκηση εξουσίας επάνω μου ή να ασκώ εγώ εξουσία σε κάποιον άλλο. Οι καλύτεροι βασανιστές άλλωστε είναι οι πρώην κατάδικοι».
Αν και ο Πάνου σε καμία περίπτωση δεν είχε διανοηθεί την εξέλιξη της «Miss Violence», θεωρεί ότι η έλλειψη φιλοδοξίας είναι μείον για τη δουλειά του ηθοποιού. «Ο ηθοποιός πάντα θέλει, πάντα φαντασιώνεται, πάντα λέει «λες να γίνει κάτι;». Γιατί έτσι έχει την ελπίδα ότι θα τον καλέσουν σε κάτι άλλο του χρόνου. Ο ηθοποιός πρέπει να επιθυμεί τη διάκριση γιατί αυτό που πραγματικά θέλει είναι η αγάπη του κοινού».
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΒΡΑΝΑΣ
Ο Λαρισαίος που κατέκτησε τα κανάλια των δόγηδων

«Μέσα από τις ταινίες τους οι έλληνες σκηνοθέτες αναζητούν απαντήσεις για μια κοινωνία που βρίσκεται σε συνεχόμενη παρακμή»
μας είπε ο σκηνοθέτης Αλέξανδρος Αβρανάς με τον οποίο επικοινωνήσαμε στο Τορόντο, στο φεστιβάλ του οποίου προβλήθηκε η «Miss Violence» αμέσως μετά τη Βενετία. «Εχουν την ανάγκη να μιλήσουν για την αλήθεια βγαίνοντας από τον πλασματικό κόσμο που κάποιοι θέλουν να προβάλλουν. Και αυτή η ανάγκη αναγνωρίζεται σε όλον τον κόσμο, αφού στην ουσία οι κοινωνίες είναι πια αρκετά κοντινές».
Ο Αλέξανδρος Αβρανάς, ένας εξαιρετικά ευγενικός και μονίμως χαμογελαστός άνθρωπος, γεννήθηκε το 1977 στη Λάρισα και μεγάλωσε «μέσα στα πατρόν και στις πρόβες ρούχων, καθ’ ότι η μητέρα μου ήταν μοδίστρα. Πολύ ωραία και ανέμελα χρόνια, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνά στην επαρχία». Ζωηρό παιδί, του άρεσε να ανακαλύπτει καινούργια πράγματα, καινούργιες γειτονιές. Από πολύ μικρός κάθε καλοκαίρι εργαζόταν στην τεχνική εταιρεία του πατέρα και των θείων του. Μιλάει με συγκίνηση για την «υπέροχη λαϊκή φωνή» του πατέρα του. «Στο αυτοκίνητο δεν είχε καν ραδιόφωνο. Οταν τον ρωτούσα γιατί, μου απαντούσε «πες μου ποιο τραγούδι θες να ακούσεις και θα σ’ το τραγουδήσω»».
Στα πέντε του χρόνια ο Αβρανάς (που έχει και μια μεγαλύτερη αδερφή, την Κατερίνα) αποφάσισε να κάνει την πρώτη του θεατρική παράσταση. Ηταν μια κωμωδία του Αριστοφάνη, με το εύρημα του Από Μηχανής Θεού. Μάζεψε μόνος όλους τους υποψήφιους ηθοποιούς –τα παιδιά της γειτονιάς του –και τους μοίρασε το κείμενο. «Κάναμε πρόβες σε ένα γιαπί δίπλα από το σπίτι μου όπου τελικά δόθηκε η παράσταση ένα Σάββατο απόγευμα. Μεγάλη επιτυχία. Είχα κερδίσει τους πρώτους θεατές μου».
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να σπουδάσει Γλυπτική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το σινεμά βρισκόταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Ποια ήταν η πρώτη έντονη κινηματογραφική εμπειρία της ζωής του; «Τα «Πέτρινα χρόνια» του Παντελή Βούλγαρη, στον κινηματογράφο «Γαλαξίας», στη Λάρισα». Το 2003 συνέχισε τις σπουδές του στη Γλυπτική με τον Αντονι Κραγκ στο Universität der Kunste του Βερολίνου και ολοκλήρωσε τον μεταπτυχιακό κύκλο σπουδών του. Από το 2001 ως το 2008 συμμετείχε σε πολλές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με πολλές διακρίσεις, και είναι τρεις φορές υπότροφος του ΙΚΥ. Η κινηματογραφική καριέρα του ξεκίνησε το 2003.
Στη Θεσσαλονίκη το 2008 ο Αλέξανδρος Αβρανάς εμφανίζει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το «Without». Η ταινία αρέσει και βραβεύεται με πολλά Κρατικά Βραβεία Ποιότητας. Ωστόσο η εξέλιξη της ταινίας τον κλόνισε: δεν βρήκε ποτέ διανομή στις κινηματογραφικές αίθουσες. Δύο χρόνια αργότερα, στο Βερολίνο, ο Αβρανάς άκουσε την ιστορία που θα γινόταν σενάριο στο «Miss Violence»: «Εγραψα το πρώτο σενάριο μέσα σε τρία μερόνυχτα».
Στη συνέχεια το επεξεργάστηκε με τον Κώστα Περούλη γύρω στον έναν χρόνο και στους τελευταίους έξι μήνες της συγγραφής ξεκίνησε το κάστινγκ και την αναζήτηση πόρων. Ηταν τυχερός γιατί τηλεφώνησε στη Faliro House του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου. Πήρε αμέσως το «πράσινο φως» και τα υπόλοιπα ανήκουν στην Ιστορία. Για το μέλλον ο Αβρανάς έχει διάφορες σκέψεις και κάποια έτοιμα σενάρια, αλλά δεν θα ήθελε να κάνει κάτι βιαστικά: «Για μένα κάθε ταινία είναι πάνω απ’ όλα ένας καινούργιος κόσμος που πρέπει να ανακαλύψω. Ειδάλλως δεν θα είχε νόημα».

πότε & πού:
Εκτός από τη «Μiss Violence» στον προγραμματισμό της Feelgood Ent. για τη σεζόν βρίσκονται επίσης οι ελληνικές ταινίες «Luton», «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη, «Λιμουζίνα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Να κάθεσαι και να κοιτάς» του Γιώργου Σερβετά, «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» της Ελίνας Ψύκου και οι νέες ταινίες των Γιάννη Οικονομίδη και Αλέξη Αλεξίου

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ