Η ξαφνική διακοπή της λειτουργίας της ΕΡΤ ήταν ένα σοκ για την ελληνική κοινωνία. Για ορισμένους θετικό –έμοιαζε ο μοναδικός τρόπος για την αντιμετώπιση χρόνιων αμαρτιών. Για πολλούς ωστόσο αρνητικό: φάνηκε σαν μια αυταρχική κίνηση χωρίς σχέδιο και χωρίς προοπτική. Σε κάθε περίπτωση, το κλείσιμο πυροδότησε μια έντονη πολεμική μεταξύ των κομμάτων που μαζί με την κατάληψη των εγκαταστάσεων στην Αγία Παρασκευή και τον ακραίο συντεχνιακό αγώνα που δίνει η ΠΟΣΠΕΡΤ μοιάζει να υπονομεύει το μέλλον της Δημόσιας Τηλεόρασης. Ακόμη και το να συζητήσουμε σήμερα για το ποια τηλεόραση θέλουμε δείχνει πολυτέλεια. Κι όμως, το στοίχημα για μια τηλεόραση ανεξάρτητη από πολιτικές παρεμβάσεις μπορεί να κερδηθεί. Τα πρώτα σημαντικά βήματα έχουν ήδη γίνει. Και ο στόχος είναι η ΝΕΡΙΤ –ή όποιο είναι τελικά το όνομα που θα αποφασιστεί –να εκπέμψει μέσα στο 2013.
Η αρχή έγινε με την ψήφιση του νέου νομοθετικού πλαισίου που κατοχυρώνει αυτή την ανεξαρτησία και βάζει τέλος σε ένα καθεστώς κυβερνητικού ελέγχου. Πρόκειται για μια κορυφαία τομή με έναν νόμο που, όπως αναγνώρισε και η EBU, συγκρίνεται θετικά με τους καλύτερους της Ευρώπης.
Ακολούθησε η συγκρότηση του Εποπτικού Συμβουλίου με πρόσωπα κύρους που μπορούν να εγγυηθούν ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος θα γίνουν με άψογο τρόπο. Εχει ασφαλώς ενδιαφέρον ότι ουδείς ουσιαστικά αμφισβήτησε την καταλληλότητα των προσώπων γι’ αυτόν τον ρόλο τους. Στις άμεσες αρμοδιότητες του Εποπτικού Συμβουλίου περιλαμβάνεται η εκλογή του νέου διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου, κάτι που θα γίνει εντός των προσεχών εβδομάδων. Η κυβέρνηση θα μάθει την απόφασή του μαζί με όλους τους υπόλοιπους πολίτες.
Ηδη το Εποπτικό Συμβούλιο, παρ’ ότι δεν είχε τέτοια υποχρέωση, προχώρησε σε δημόσια προκήρυξη των θέσεων του διοικητικού συμβουλίου δίδοντας ένα πρώτο δείγμα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τα καθήκοντά του. Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι θέλει να στήσει ένα δικό της «μαγαζάκι». Η αλήθεια όμως είναι ακριβώς αντίθετη.
Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΠΟΣΠΕΡΤ κόπτονται στα λόγια για τη Δημόσια Τηλεόραση. Στην πραγματικότητα, η ΠΟΣΠΕΡΤ αγωνίζεται για την αναβίωση μιας συντεχνιακής ΕΡΤ που είχε καταφέρει να ξοδεύει πάνω από 200.000.000 ευρώ χωρίς ουσιαστικά να παράγει πρόγραμμα. Στην πράξη, πέρα από την ενημέρωση, λειτουργούσε για να συντηρεί δεκάδες «διευθύνσεις» και «τμήματα», με διευθυντές και βέβαια αναπληρωτές που δεν έκαναν τίποτε. Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, η ΕΡΤ δεν είναι παρά μια σημαία ευκαιρίας που χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της διακηρυγμένης πρόθεσής του να ρίξει την κυβέρνηση. Αν η κυβέρνηση μείνει για πολύ χρόνο, μου είπε χαρακτηριστικά στέλεχός του, τότε θα επανεξετάσουμε τη στάση μας.
Οταν πριν από σχεδόν δύο μήνες ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις με τους απολυμένους της ΕΡΤ, υπήρχαν οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί γρήγορα συμφωνία και να φύγει το μαύρο από τις οθόνες.
Το σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε ένα μεταβατικό σχήμα με 2.000 εργαζομένους, το οποίο θα συνέχιζε να παράγει κανονικό πρόγραμμα ώσπου να προχωρήσουν οι διαδικασίες για τον νέο φορέα, τη ΝΕΡΙΤ.
Γρήγορα έγινε φανερό ότι η ΠΟΣΠΕΡΤ είχε υιοθετήσει μια παρελκυστική τακτική καθυστέρησης με στόχο να μην υπάρξει λύση και κάποια στιγμή –καθώς εκκρεμούσε και η εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας –να καταστεί αναπόφευκτη η επαναλειτουργία της πρώην ΕΡΤ όπως ήταν πριν από την 11η Ιουνίου.
Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο η κυβέρνηση έστειλε ένα πρώτο «σήμα» με τη λειτουργία της Δημόσιας Τηλεόρασης στην αρχή από ιδιωτικό στούντιο και πολύ γρήγορα από τις εγκαταστάσεις της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης.
Μη έχοντας πρόσβαση στο αρχείο του Ραδιομεγάρου, ήταν αναπόφευκτο να συγκροτηθεί πρόγραμμα από παλαιές εκπομπές, με αποτέλεσμα να ασκηθεί καυστική κριτική. Ωστόσο, ο στόχος ήταν άλλος και η εκπομπή συνέβαλε καθοριστικά ώστε να «ξεκολλήσουν» οι διαπραγματεύσεις, όχι βέβαια με την ηγεσία της ΠΟΣΠΕΡΤ αλλά με επί μέρους συλλόγους εργαζομένων.
Ο μεταβατικός φορέας προχώρησε στην προκήρυξη των πρώτων 600 θέσεων για τη Δημόσια Τηλεόραση. Γιατί 600; Γιατί απλούστατα, με το Ραδιομέγαρο υπό κατάληψη, δεν θα μπορούσε να προσληφθούν 2.000 στις εγκαταστάσεις της οδού Κατεχάκη, που δεν επαρκούσαν για τόσο μεγάλο αριθμό εργαζομένων.
Σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα η κυβέρνηση λειτουργούσε υπό ασφυκτική πίεση χρόνου. Πρώτον, γιατί έπρεπε να υλοποιήσει την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεύτερον, γιατί στις επαφές με την EBU, την Ευρωπαϊκή Ενωση Δημόσιων Τηλεοπτικών Φορέων, είχε γίνει σαφές ότι θα διακοπεί η μετάδοση σήματος της απεργιακής ΕΡΤ μόλις αρχίσουν ειδησεογραφικές εκπομπές στη Δημόσια Τηλεόραση. Και η διακοπή του σήματος ήταν μία από τις προϋποθέσεις για να μπορέσει η Δημόσια Τηλεόραση να μεταφερθεί στην Αγία Παρασκευή.
Τρίτον, και κυριότερο, για να φύγει το μαύρο και να υπάρξει κανονικό πρόγραμμα –έστω με τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι εγκαταστάσεις της Κατεχάκη, οι οποίοι επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα των εκπομπών.
Για τον λόγο αυτόν –να αρχίσει, δηλαδή, το γρηγορότερο δυνατόν η εκπομπή προγράμματος –επελέγη να δοθούν αμέσως στη δημοσιότητα τα αποτελέσματα της μοριοδότησης βάσει της οποίας έγιναν οι προσλήψεις. Αυτό όμως έγινε και για έναν ακόμη λόγο: να μπορεί ο καθένας να ελέγξει τη διαδικασία σε συνθήκες διαφάνειας. Για τον ίδιο λόγο προσκλήθηκε η συνδικαλιστική εκπρόσωπος των δημοσιογράφων να συμμετάσχει στη διαδικασία ελέγχου των αιτήσεων, χωρίς όμως να ανταποκριθεί.
Φυσικά υπήρξαν λάθη, αφού κάποιοι δήλωσαν προσόντα που δεν είχαν. Τα λάθη αυτά χρησιμοποιήθηκαν από ορισμένους –σκόπιμα ή όχι –που μίλησαν για «μαγειρέματα». Η αλήθεια όμως είναι ότι η διαδικασία ήταν και θα παραμείνει απολύτως διαφανής, χωρίς το παραμικρό περιθώριο παρέμβασης. Αλλά βέβαια στην Ελλάδα της σύγχυσης οι κατηγορίες για «μαγειρεία», «φίλους» και «κουμπάρους» είναι εύκολες.
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές η Δημόσια Τηλεόραση κάνει τα πρώτα της βήματα με πρωινές ενημερωτικές εκπομπές και στόχο να προχωρήσει γρήγορα σε δελτία ειδήσεων.
Οι τεχνικοί περιορισμοί είναι μεγάλοι. Η στελέχωση του σταθμού ακόμη προβληματική –στήθηκε μέσα σε λίγες ημέρες από ελάχιστους ανθρώπους. Η κριτική για το τελικό αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτη. Το μείζον όμως είναι σήμερα να κατακτήσει την αξιοπιστία του. Δεν θα είναι εύκολο, καθώς κόμματα της αντιπολίτευσης δεν επιτρέπουν στα στελέχη τους να εμφανίζονται στις εκπομπές της Δημόσιας Τηλεόρασης. Ετσι η κριτική τους κινδυνεύει να γίνει ένα είδος αυτοεκπληρούμενης προφητείας. Είναι φυσικά άλλο θέμα πόσο δημοκρατική είναι μια τέτοια στάση που ουσιαστικά επιχειρεί να «πνίξει» ένα μέσο ενημέρωσης.
Παρ’ όλα αυτά, η κατοχύρωση της αξιοπιστίας της Δημόσιας Τηλεόρασης και παράλληλα η καθιέρωση αξιοκρατικών διαδικασιών παραμένουν μονόδρομος. Θα είναι μια δύσκολη διαδικασία, ένας μαραθώνιος που θα πρέπει να περάσει μέσα από τις συμπληγάδες ενός ακραίου κομματισμού που κυριαρχεί στον δημόσιο λόγο. Παραμένουμε ωστόσο στον δρόμο που έχουμε χαράξει. Η επιστροφή θα ήταν εγκληματική. Γιατί οι έλληνες πολίτες έχουν δικαίωμα και απαιτούν μια διαφορετική τηλεόραση.



Ο κ. Παντελής Καψής είναι υφυπουργός Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ