Θεωρεί εαυτόν βέρο «κοσμοπολίτη». Όμως ο όρος αυτός είναι πολιτικά «φλου» και «λίγος» για τον «Καντ» της εποχής μας Γιούργκεν Χάμπερμας. Γι αυτό και στη συνεδρία της Τρίτης στο Παγκόσμιο Συνέδριο Φιλοσοφίας στην Άουλα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που έγινε προς τιμήν του με θέμα τον «κοσμοπολιτισμό», προτίμησε να αναφερθεί σε μια πολύ πιο φιλόδοξη πρόκληση: τη «θεσμοποίηση του διεθνούς δικαίου» και τη συναφή δημοκρατική της νομιμοποίηση. Μόνο με το συνδυασμό τους, τόνισε, μπορεί να «εξημερωθεί» η πολιτική εξουσία και να επεκταθούν η δημοκρατία και το δίκαιο πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Στη σημερινή παγκόσμια κοινωνία, είπε, «ακόμα και οι υπερδυνάμεις χάνουν τη λειτουργική αυτονομία τους σε σημαντικά πολιτικά πεδία». Ο λόγος: Ούτε κι αυτές μπορούν να λύσουν μόνες τους μια σειρά από προβλήματα – πολιτικά, οικολογικά, κοινωνικά. Αυτό εξηγεί τη συνεχή αύξηση των διεθνών οργανώσεων και οργανισμών. Και το ίδιο εξηγεί επίσης τη συνεχή απώλεια της κυριαρχικότητας των κρατών.

Όμως η αυξανόμενη διεθνής συνεργασία έχει κυρίως εξορθολογιστικό χαρακτήρα, όχι εκπολιτιστικό. Κι αυτό επειδή δεν είναι πολιτικά νομιμοποιημένη μέσα από τον έλεγχο και τις αποφάσεις των πολιτών. Η λεγόμενη «παγκοσμοποιημένη διακυβέρνηση» είναι μόνο «η ευφεμιστική ονομασία για τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα της θεσμοποίησης των διεθνών σχέσεων». Με αποτέλεσμα ένα όλο και ισχυρότερο τρεντ προς την τεχνοκρατία και την «έλλειψη αλληλεγγύης».

Αυτά τα αρνητικά φαινόμενα είναι ορατά όχι μόνο σε χαλαρές συνεργασίες κρατών, όπως στο πλαίσιο των G20, αλλά και σε θεσμικά συγκροτημένες διακρατικές ενώσεις, όπως η ευρωζώνη. Μέχρι σήμερα, τόνισε, η Νομισματική Ένωση δεν κατάφερε ολοκληρωθεί πολιτικά και να εφαρμόσει κοινή οικονομική πολιτική με τους προσήκοντες θεσμούς. Η πολιτική, δηλαδή η συνειδητή οργανωμένη δράση, παρέμεινε υποταγμένη στις «τυφλές δυνάμεις» του χρηματιστικού κεφαλαίου – με αποτέλεσμα, η ευρωζώνη να παραπαίει από τότε που εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση.

«Υπό την ηγεσία της γερμανικής κυβέρνησης, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβάλλει σε κάθε χώρα να λύνει μόνη της το δημοσιονομικό της πρόβλημα» είπε. Με μοιραία συνέπεια, πρόσθεσε, την κατάρρευση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και των δημόσιων υπηρεσιών των υπερχρεωμένων κρατών – και δη αποκλειστικά εις βάρος των ασθενών οικονομικών στρωμάτων.

Η έλλειψη αλληλεγγύης έχει σύστημα: «Ο Κώστας Σημίτης δήλωσε πρόσφατα ότι η αλληλεγγύη δεν αρέσει πολύ στο πρόγραμμα ορισμένων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης» υπενθύμισε. Παρόλο που ο πρώην έλληνας πρωθυπουργός κάθεται σε «ένα γυάλινο πύργο», πρόσθεσε, (σ.σ.: και γι αυτό θα έπρεπε να αποφεύγει τους πετροβολισμούς) «η αντίληψή του περί αλληλεγγύης είναι μάλλον σωστή».

Σε κάθε περίπτωση, τόνισε, είναι αναγκαία μια νέα αντίληψη περί αλληλεγγύης, που δεν θα στηρίζεται σε κούφιες εκκλήσεις, αλλά θα έχει, μεταξύ άλλων, σταθερό φιλοσοφικό υπόβαθρο.

Για να την καθορίσει, ο Χάμπερμας έκανε μια βασική διάκριση ανάμεσα στην «εθιμική» και την «πολιτική» αλληλεγγύη.

Η πρώτη, είπε, πηγάζει από τις «προ-πολιτικές», ή «οργανικές» (συνήθως οικογενειακές) σχέσεις των «περίπου νατουραλιστικών οικονομιών», που στηρίζονται στην αρχή της ατομικής ανταποδοτικότητας – ο ένας συγγενής βοηθά εν ανάγκη τον άλλο, η βοήθεια δεν είναι δηλαδή συλλογικά οργανωμένη.

Η δεύτερη, πρόσθεσε, προϋποθέτει μια πολιτικά οργανωμένη κοινωνία, συνήθως ένα κράτος, στο οποίο η «πολιτική» αλληλεγγύη έχει συλλογικό χαρακτήρα, που εκφράζεται σε θεσμούς – κοινωνικές ασφαλίσεις, δημόσια υγεία, δημόσια εκπαίδευση, κλπ.

Μπορεί η δεύτερη (πολιτική) αλληλεγγύη να μην έχει τη «φυσική» δύναμη της πρώτης, είναι όμως πιο «επιθετική» και «κοιτά προς τα εμπρός» ζητώντας από κάθε κράτος να «εξαργυρώσει» την υπόσχεση που δίνει η «νομιμοποιητική του αξίωση». Αυτό γίνεται ακόμα πιο επιτακτικό σε εποχές κοινωνικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού.

Αυτή ακριβώς η αντίληψη περί «πολιτικής» αλληλεγγύης πρέπει, σύμφωνα με τον ίδιο, να εφαρμοστεί τώρα (αλλά σε πολύ ευρύτερη κλίμακα) και στην ευρωζώνη. Οι πολίτες της «πρέπει να πιέσουν για μεγαλύτερη πολιτική ολοκλήρωση» τόνισε. «Με στόχο την επέκταση του ελέγχου τους πάνω στις περίπου νατουραλιστικές οικονομικές δυνάμεις (σ.σ.: δηλαδή τις τράπεζες, κλπ.) και την αποκατάσταση της δημοκρατικής ισορροπίας ανάμεσα στην πολιτική και τις αγορές».