Επί τρία λεπτά στεκόταν πάνω στη σκηνή, ενώπιον του κοινού, ακίνητος και αμίλητος. Περίμενε την απόλυτη σιωπή για να αρχίσει. Κάθε θόρυβος, κάθε ήχος που ακουγόταν παρέτεινε την αναμονή του. Με το μαύρο παντελόνι και το μαύρο σακάκι, όρθιος πάνω στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, ο Ρόμπερτ Ουίλσον ξεδίπλωσε, χθες βράδυ Πέμπτης, με τον δικό του, εξαιρετικά ιδιαίτερο τρόπο, την πορεία της ζωής του, τη δημιουργική του διαδρομή: από το Τέξας όπου γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1941 ως στις πολιτείες του κόσμου όλου…
«Θα σας μιλήσω για τη δουλειά μου, για το πώς άρχισαν όλα, για το πού βρίσκεται η έμπνευση, γι΄αυτά που με επηρεάζουν», είπε αφού στην αίθουσα φάνηκε, προς στιγμήν, να επικρατεί σιωπή. Εις μάτην: το χτύπημα κάποιου κινητού, η είσοδος ορισμένων καθυστερημένων θεατών, και κυρίως o ήχος από τα ακουστικά της αυτόματης μετάφρασης, ανάγκασαν τον αμερικανό σκηνοθέτη να διακόψει ξανά. Ευτυχώς, για λίγο. Γιατί αμέσως μετά ξεκίνησε αυτόν τον προσωπικό μονόλογο, που ήταν συγχρόνως και θέατρο και εξομολόγηση, και παράσταση και παρουσίαση, γεμάτη μνήμες, γεμάτη αναμνήσεις. Σε μια μεγάλη οθόνη παρουσίασε φωτογραφίες από τις δουλειές του καθώς τις ανέλυε και τις επεξηγούσε ενώ σε έναν μικρότερο πίνακα έγραφε και ζωγράφιζε σκέψεις και ιδέες που υποστήριζαν τα λεγόμενά του. Στη δεξιά πλευρά της σκηνής ήταν τοποθετημένη μια ξύλινη καρέκλα.
«Εχετε ξανάρθει; Οχι είναι η πρώτη φορά» ήταν ο τίτλος της εκδήλωσης, που εντάχθηκε στο πλαίσιο της έκθεσης με τα βίντεοπορτραίτα του που φιλοξενεί η Στέγη ως τις 7 Ιουλίου.
Η παρουσία του Μπομπ Ουίλσον στη σκηνή αποτελεί, κατ΄αρχήν, μια εμπειρία για τις αισθήσεις του θεατή -προτού καν αρχίσει να μιλάει. Κινήσεις, ήχοι, μιμήσεις, αντιδράσεις ξεκινούν από αυτή τη γοητευτική φιγούρα που ξέρει πως να επιβάλλεται, να συγκινεί, να παρασύρει σε διηγήσεις αλλά και να προκαλεί όπου χρειάζεται.
Αφήνοντας απ΄έξω τα παιδικά του χρόνια στο Τέξας, έπιασε το νήμα της ζωής του από την ηλικία των 20 του χρόνων, όταν πρωτοπήγε στη Νέα Υόρκη. «Πήγα στο θέατρο, πήγα στο Μπρόντγουεϊ, αλλά δεν μου άρεσε αυτό που είδα. Πήγα στην όπερα, αλλά ούτε εκεί βρήκα κάτι να μου αρέσει. Οταν όμως παρακολούθησα το μπαλέτο του Μπαλανσίν, τότε κατάλαβα ότι αυτό μου αρέσει. Ηταν η συμπεριφορά των χορευτών επί σκηνής, ήταν η επικοινωνία τους με το κοινό, ήταν όλα αυτά μαζί». Ετσι, σιγά σιγά βρήκε τη δική του σχέση με τη μουσική και τον χορό και άρχισε να αναζητά την προσωπική του έκφραση.
Το 1967 έμελλε να αποδειχθεί μια καθοριστική χρονιά για τον 26χρονο Μπομπ. Η τυχαία συνάντησή του με έναν 13χρονο Αφροαμερικανό του άλλαξε τη ζωή. «Βρέθηκα μπροστά σε ένα περιστατικό», άρχισε να διηγείται, «όταν ένας αστυνομικός χτυπούσε με γκλομπ έναν 13χρονο. Ως πολίτης της χώρας μου αντέδρασα, ζήτησα να μάθω τον λόγο και τους ακολούθησα ως το τμήμα. Στη συνέχεια έμαθα ότι αυτό το παιδί ζούσε μαζί με τη δωδεκαμελή οικογένειά του σε ένα δυάρι και θεωρούσαν ότι ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως. Ηταν κωφάλαλος. Κατάφερα να τον υιοθετήσω και ανέλαβα την εκπαίδευσή του», είπε, προσθέτοντας ότι όσο εκείνος εκπαίδευε τον Ρέιμοντ, τόσο ο Ρέιμοντ εκπαίδευε τον ίδιο.

«Σκεφτόταν όχι με λέξεις αλλά με ζωγραφιές και σχέδια, με εικόνες… Η εμπειρία αυτή με οδήγησε στο έργο μου δίχως λόγια «Το βλέμμα του κωφού» («Deafman Glance») που βασίστηκε στις ζωγραφιές του Ρέιμοντ». Το έργο έκανε πρεμιέρα το 1971 στο Μπρούκλιν και στη συνέχεια ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο. «Αυτό το παράξενο θέαμα, ούτε μπαλέτο, ούτε μίμηση, ούτε όπερα – ίσως όπερα των κωφών, φέρνει στο προσκήνιο νέους τρόπους προσέγγισης του φωτός με τη σκιά.. Είναι μια εξαιρετική μηχανή της ελευθερίας», έγραψε τότε ο Λουί Αραγκόν.

Καθόλη τη διάρκεια της τρίωρης παρουσίασης της δουλειάς του, το προσωπικό στοιχείο ήταν καθοριστικό, όπως και η θεατρικότητα με την οποία ανέλυε και εξηγούσε το κάθε τι. Μπροστά από τα μάτια μας παρήλασαν «Η επιστολή για τη βασίλισσα Βικτωρία», η μεγάλη του επιτυχία που συνυπέγραψε με τον συνθέτη Φίλιπ Γκλας «Ο Αϊνστάιν στην παραλία», «Οι εμφύλιοι πόλεμοι», «Ο μαύρος καβαλάρης» καθώς και τα θεατρικά έργα με τα οποία καταπιάστηκε κατά καιρούς. Είδαμε τον Φρόιντ και την κόρη του όπως είδαμε τη γιαγιά του….
Αλλοτε γελώντας, άλλοτε φορώντας μαύρα γυαλιά, άλλοτε απευθυνόμενος στους θεατές ή στον εαυτό του, βγάζοντας κραυγές, μιμούμενος ζώα και ανθρώπους, ο Μπομπ Ουίλσον άφησε να ξεδιπλωθεί όλη η γκάμα των δεξιοτήτων του. Αυτός ο αρχιτέκτονας και ζωγράφος, αυτός ο εραστής του φωτισμού, αλλά κυρίως του φωτός και της σκιάς, της κίνησης και της έκφρασης, απέδειξε ότι το πάθος και η διαρκής αναζήτηση γύρω από την ίδια τη ζωή, οδηγεί στη δημιουργία. Ενας πραγματικός μάστορας του σύγχρονου θεάτρου…
«Ζώντας τη ζωή μου, δημιούργησα το έργο μου», είπε απαντώντας σε μια ερώτηση. «Το ζήτημα είναι οι ερωτήσεις. Γι΄αυτό έγινα καλλιτέχνης. Για να ρωτάω, για να ρωτάμε….», κατέληξε αφήνοντας το κοινό πλούσιο σε εικόνες, ιδέες και σκέψεις, γεμάτο ερωτήσεις…