Στον δρόμο της αποκατάστασης βρίσκεται η Θεολογική Σχολή της Χάλκης έπειτα από τη μελέτη που εκπόνησε η Πολυτεχνική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με επικεφαλής τον πρύτανη κ. Γιάννη Μυλόπουλο. Ηδη άλλωστε η μελέτη παρουσιάστηκε στις 30 Μαΐου ενώπιον της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη και του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ. Βαρθολομαίου, ενώ την Πέμπτη 6 Ιουνίου πρόκειται να γίνει ευρύτερα γνωστή μέσω συνέντευξης Τύπου που θα δοθεί στο ΑΠΘ. Χώροι φιλοξενίας 125 σπουδαστών, καθώς και των περίπου 20 καθηγητών και άλλου προσωπικού, προβλέπονται σύμφωνα με τα νέα σχέδια. Το αμφιθέατρο ανακατασκευάζεται εκ βάθρων, καθώς και οι κοιτώνες, που πλέον θα είναι ατομικοί. Οσον αφορά εξάλλου την περίφημη βιβλιοθήκη της Σχολής, αυτή θα επεκταθεί εν υπογείω ώστε να μη διαταραχθεί αισθητικά η αρχιτεκτονική του συνόλου αλλά και το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον. Μάλιστα για τη βιβλιοθήκη προβλέπεται η ηλεκτρονική σύνδεσή της με τις σημαντικότερες βιβλιοθήκες του κόσμου.
Το έργο «Διερεύνηση μεθόδων αποκατάστασης του ιστορικού κτιρίου της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης» είχε ανατεθεί στο ΑΠΘ από τον Οκτώβριο του 2011 με στόχο την αποτύπωση της κατάστασης στην οποία βρίσκεται σήμερα το κτίριο, την καταγραφή των επισκευών και βελτιώσεων που απαιτούνται προκειμένου να καταστεί δυνατή η λειτουργία του αλλά και τη διατύπωση προτάσεων για τον εκσυγχρονισμό του ώστε να πληροί κατά το δυνατόν τις προδιαγραφές ενός σύγχρονου πανεπιστημιακού ιδρύματος. Αλλωστε η Σχολή παραμένει κλειστή για περισσότερα από 40 χρόνια, από το 1971 συγκεκριμένα, όταν η λειτουργία της σταμάτησε ύστερα από νόμο των τουρκικών Αρχών που απαγόρευε την ύπαρξη ανώτατων ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Η σημερινή μορφή της Ιεράς Μονής και της Θεολογικής Σχολής Χάλκης είναι αυτή του 1896, με μερικές μόνο επεμβάσεις που έγιναν τον 20ό αιώνα.
Αρχικά υπήρχε μόνο η Μονή της Αγίας Τριάδας, που είχε ιδρυθεί στους βυζαντινούς χρόνους, ενώ ανίδρυση και ανασύστασή της αναφέρεται στις περιόδους των Οικουμενικών Πατριαρχών Μέγα Φωτίου, Μητροφάνους Γ’ και Γερμανού Δ’. Οταν την επισκέφθηκε όμως το 1842 ο Γερμανός Δ’ βρήκε ερειπωμένα κτίρια. Ετσι, με άδεια από τις τουρκικές Αρχές, προχώρησε στην ανοικοδόμησή της. Τα εγκαίνια έγιναν την 1η Οκτωβρίου 1844, όταν άρχισε ταυτόχρονα και η λειτουργία της Σχολής. Αυτό το ξύλινο κτίριο καταστράφηκε όμως από τον μεγάλο σεισμό του 1894 (διασώθηκε μόνο ένα παρεκκλήσι) για να ανεγερθεί σύντομα το υπάρχον χάρη στη δωρεά του ευεργέτη Παύλου Σκυλίτση Στεφάνοβικ, ο οποίος ανέθεσε το έργο στον αρχιτέκτονα Περικλή Φωτιάδη. Το κτίριο είναι σε σχήμα «Π» και αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και δύο ορόφους. Αρχιτεκτονικώς ανήκει σε έναν εκλεκτικιστικό τύπο της πρώιμης ιταλικής Αναγέννησης, στον οποίο όμως έχουν εφαρμοστεί και βυζαντινά στοιχεία. Μεγάλη ανακαίνιση έγινε στο κτίριο τη δεκαετία του 1950 –κυρίως στο εσωτερικό του –με σύγχρονες εγκαταστάσεις λουτρών, εσωτερική θέρμανση, μαγειρεία κτλ., ενώ εργασίες συντήρησης έγιναν και στον μοναστηριακό ναό.
Πέραν όλων των άλλων, η βιβλιοθήκη της Σχολής θεωρείται μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο σε παλαιότυπα και σπάνια βιβλία, καθώς η ίδρυσή της ανάγεται στη βυζαντινή εποχή. Πολλά χειρόγραφα προέρχονται από τα χρόνια του Θεόδωρου Στουδίτη, του ιερού Φωτίου και της Αικατερίνης της Κομνηνής, ενώ κύριος οργανωτής της υπήρξε στα μέσα του 16ου αιώνα ο πατριάρχης Μητροφάνης Γ’, ο οποίος δώρισε επίσης 300 σπάνια χειρόγραφα. Να σημειωθεί ότι τη σημερινή μελέτη αποκατάστασης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης ανέλαβε το ΑΠΘ ως ελάχιστη προσφορά προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την επαναλειτουργία της.

Δημοσιεύτηκε στο HeliosPlus στις 4 Ιουνίου 2013

HeliosPlus