Ρισάρ Ντεμαρσύ λεγόταν ο πατέρας, δραματουργός, ποιητής, σκηνοθέτης και δημιουργός του πειραματικού θιάσου NaïfThéâtre. Τερέζα Μοτά λεγόταν η μητέρα, ηθοποιός πορτογαλικής καταγωγής. Δύο επίθετα, δύο κουλτούρες κληρονόμησε ο Εμμανουέλ, που γεννήθηκε πριν από 43 χρόνια στο Νεϊγύ-συρ-Σεν· και, πιστός στο DNA του, επιδόθηκε με πάθος στο έργο της ανάμειξης. Πράγματι, η ένωση και η εναρμόνιση διαφορετικών στοιχείων και παραμέτρων συνιστά βασικό γνώρισμα της δουλειάς και της φιλοσοφίας του, τόσο ως σκηνοθέτη όσο και ως διευθυντή του αξιοσέβαστου Théâtre de la Ville, στο Παρίσι.
Σε καλλιτεχνικό επίπεδο επιδιώκει συστηματικά τη σύζευξη του θεάτρου με τον χορό, του λόγου με τη σωματικότητα. «Δεν βάζω τους ηθοποιούς να χορεύουν, αλλά πάντοτε με γοήτευε η ιδέα της δόμησης ενός έργου πάνω στο σώμα και στην κίνηση. Ο χορός, όπως και η μουσική, διευρύνουν τα όρια του θεάτρου» δήλωνε πέρυσι σε συνέντευξή του. Στο τρέιλερ για την παράσταση του «Ρινόκερου» στο YouΤube παρακολουθούμε τους ηθοποιούς να σκορπίζουν ανάστατοι στη θέα του τρομερού παχύδερμου που εμφανίζεται από το πουθενά κλονίζοντας την καθημερινότητα των κατοίκων του Παρισιού. Δεκάδες παράλληλες δράσεις, φρενήρεις στροβιλισμοί, καρέκλες που αναποδογυρίζουν, σκοτάδι, ήχοι ποδοβολητών και τρομερή ένταση συνθέτουν αυτό το σκηνικό τοπίο πανικού μπροστά στο ανεξήγητο.
Ο σουρεαλισμός τον γοητεύει αφάνταστα: εκεί όπου όλες οι μεταφορές είναι δυνατές και η συνύπαρξη των αντιθέτων γεννά απρόσμενους συνδυασμούς. «Στον σουρεαλισμό, η ομορφιά περνάει μέσα από το φανταστικό. Παίζουμε με τον ρεαλισμό αλλά, χάρη στη μόνιμη εισβολή του φανταστικού, βρισκόμαστε πάνω από το πραγματικό, όχι μέσα σε αυτό. Στο σινεμά μας είναι πιο οικεία αυτή η αίσθηση απ’ ό,τι στο θέατρο. Ετσι υποχρεωνόμαστε σε μια σκηνική επινοητικότητα, όπου το κοινό μπορεί να προβάλει το δικό του όραμα πάνω σε όσα βλέπει και αισθάνεται. Πιστεύω βαθύτατα πως το θέατρο είναι ένας χώρος απόλαυσης. Πάντοτε πολεμούσα γι’ αυτή την αντίληψη».

Ενας αλτρουιστής του θεάτρου


Ο Ντεμαρσύ-Μοτά γυρνά ξανά και ξανά στους κλασικούς. Το πρώτο έργο που ανέβασε στα 17 του ήταν ο «Καλιγούλας» του Καμύ. Εκτοτε έχει επισκεφθεί πλειάδα σημαντικών συγγραφέων, όλοι τους Ευρωπαίοι. Εχει σκηνοθετήσει το «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ, το «Μαρά – Σαντ» του Βάις, τα «Εξι πρόσωπα αναζητούν συγγραφέα» του Πιραντέλο, το «Ανδρας ίσον άνδρας» του Μπρεχτ… Τον «Ρινόκερο» τον ανέβασε πρώτη φορά το 2004 (η δεύτερη ήταν πριν από δύο χρόνια, σε ανανεωμένη εκδοχή, στο Théâtre de la Ville) γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία.
Ο ίδιος και ο θίασός του ερωτεύθηκαν τον γάλλο συγγραφέα του παραλόγου. Στην προσπάθειά τους να αναβιώσουν τον Ιονέσκο («τον διδασκόμαστε στα σχολεία και μετά τον ξεχνάμε»), να τον ψηλαφίσουν ακόμη περισσότερο, ο Ντεμαρσύ-Μοτά και η ομάδα του δημιούργησαν το 2005 το «Ionesco suite», μια σύνθεση αποσπασμάτων από πέντε έργα, στην οποία κατέληξαν αφού διάβασαν τα άπαντα του Ιονέσκο και έστησαν μια παράσταση που βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στη συνενοχή του κοινού. «Επιδιώξαμε τη σύνδεση ηθοποιών και θεατών με τέτοιο τρόπο ώστε οι δεύτεροι να μπορούν να συμμετέχουν στις επιλογές του ηθοποιού και όχι να παρατηρούν εξ αποστάσεως» παρατηρεί ο σκηνοθέτης.
Οι αποστάσεις εξάλλου είναι κάτι που ο ίδιος έχει βαλθεί να εξαλείψει. Οχι μόνο οι κυριολεκτικές (ταξιδεύει διαρκώς και οι παραστάσεις του περιοδεύουν σε Ευρώπη και Αμερική), αλλά και οι πολιτιστικές. Πιστεύει σε ένα λαϊκό θέατρο και τον απασχολεί ο τρόπος επαναπροσδιορισμού του σε συνθήκες σημερινές. «Η εμπειρία του θεάτρου δεν είναι κειμενική, δεν προέρχεται από το κείμενο, αλλά από την εμπειρία τού να είσαι σε μια αίθουσα μαζί με ηθοποιούς, σε μια διαδικασία συλλογική που έχει κοινωνικές προεκτάσεις».
Τις προεκτάσεις αυτές επιδιώκει να αυξήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, ως επικεφαλής αρχικά, από το 2002 ως το 2008, της Comédie de Reims/CDN (Εθνικό Κέντρο Δράματος της Ρεμς), του Théâtre de la Ville μετέπειτα, αλλά και του παρισινού Festival d’ Automne, του οποίου τα ηνία ανέλαβε πρόπερσι. Η πολιτική του είναι σαφής: εισιτήριο προσιτό για όλους, μείξη των ηλικιών και ποικιλομορφία του κοινού, προσέλκυση θεατών όλων των τάξεων, όλων των εθνικοτήτων (και όχι «μόνο των λευκών Γάλλων»).
Ο ρόλος του επικεφαλής ενός οργανισμού, επιμένει, κρίνεται «στον τρόπο με τον οποίο μοιράζεσαι με τους άλλους καλλιτέχνες». Καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του δημιουργεί δεσμούς με ανεξάρτητους θιάσους, τους υποστηρίζει και φροντίζει ώστε να γίνουν γνωστοί στο ευρύ κοινό. Ιδρύει ένα κέντρο ευρωπαϊκής έρευνας με στόχο την ανακάλυψη νέων συγγραφέων, την ανταλλαγή ιδεών και παραστάσεων, τη συνεργασία με καλλιτέχνες από όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με το Εθνικό θέατρο της Λισαβόνας, το Φεστιβάλ Τσέχοφ στη Μόσχα, τη θεατρική σκηνή της Αμβέρσας και της Νάπολι.

Ρομαντικός εκσυγχρονιστής
Σε μια εποχή όπου οι περισσότεροι σκηνοθέτες λειτουργούν με κυρίαρχο άγχος να κλείσουν «ονόματα» με εμπορική απήχηση, ο Ντεμαρσύ-Μοτά επιμένει ότι βάση της δουλειάς του αποτελεί ο πυρήνας των συναδέλφων του. Στα 22 του ίδρυσε μια καλλιτεχνική κολεκτίβα στην οποία συμμετείχαν ένας συγγραφέας, ο Φαμπρίς Μελκιό, ένας σκηνογράφος, ο Υβ Κολέ, ένας μουσικός, ο Τζέφερσον Λεμπάι, και δεκαπέντε ηθοποιοί. Στόχος τους η εξερεύνηση νέων ιδεών και μεθόδων επικοινωνίας με το κοινό. Ο Φαμπρίς Μελκιό ειδικότερα αποδείχθηκε ο πιο σταθερός συνοδοιπόρος του σκηνοθέτη.

«Μια μεγάλη σχέση φιλίας έχει δημιουργηθεί στο πέρασμα του χρόνου»
λέει ο Ντεμαρσύ-Μοτά για τους συνεργάτες του. «Σκάβουμε μαζί γύρω από το θέατρο του 20ού αιώνα. Εχουμε ανεβάσει Χόρβατ, Μπύχνερ, Πιραντέλο, Ιονέσκο… Δεν μου αρέσει η μέθοδος του κάστινγκ, μια πλευρά του θεάματος που γεννήθηκε από την τηλεόραση και το σινεμά. Η δική μας αφοσίωση είναι συνειδητή. Ολες αυτές τις παραστάσεις, όλους αυτούς τους ήρωες τους δημιουργήσαμε μαζί. Και αυτό φέρει την αγνή χαρά του θεάτρου, που είναι η ελευθερία του αυτοσχεδιασμού μεταξύ των ηθοποιών, μεταξύ αυτών των πλασμάτων που γνωρίζουν, ακούν, παρατηρούν και προσπαθούν να αιφνιδιάσουν ο ένας τον άλλον».
Κοσμοπολίτης, πολυσυλλεκτικός, ρομαντικός, αφοσιωμένος ερευνητής και εκσυγχρονιστής των κλασικών μέσα από αναζωογονητικό πρίσμα πολυμορφίας, καλλιτέχνης με βαθιά πολιτική συνείδηση, ο Ντεμαρσύ-Μοτά ξεχωρίζει ίσως περισσότερο από όλα αυτά για την προσπάθειά του να διατηρήσει ζωντανή την ανθρώπινη πλευρά του θεάτρου –αυτήν που νοιάζεται για τους ηθοποιούς, τους συγγραφείς, τους δημιουργούς, αλλά και τους απανταχού θεατές.

πότε & πού:
Ο «Ρινόκερος» του Ευγένιου Ιονέσκο θα παίζεται από 30/6 ως 1/7, στις 21.00, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών (λεωφ. Συγγρού 107-109)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ