Ο Διονύσης Σαββόπουλος κατεβαίνει στην Επίδαυρο με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, σε μια παράσταση όπου ο ίδιος μετέφρασε το κείμενο, σκηνοθετεί, παίζει, ενώ υπογράφει, ασφαλώς, και τη μουσική. Πολλαπλή πρεμιέρα για τον ίδιο –όσα και τα στοιχήματα που αισιοδοξεί να κερδίσει.
Κύριε Σαββόπουλε, πώς αποφασίσατε να σκηνοθετήσετε;
«Εχω σιχαθεί τον Αριστοφάνη όπως τον παίζουν. Είναι ένας μεγάλος ποιητής o Αριστοφάνης, αυτό είναι πάνω απ’ όλα. Μπορεί να λέει χοντράδες, να σατιρίζει, αυτό όμως μέσα σε ένα ποίημα υψηλής πνοής. Μετέφρασα 1.200 στίχους και έχω την όρεξη να σκηνοθετήσω –και ας μην έχω ιδέα πώς γίνεται. Πρώτη φορά το κάνω».
Πώς χειρίζεστε τις πρόβες;
«Νιώθω αμηχανία. Με κοιτάνε 20 άνθρωποι για να τους πω τι να κάνουν και ενώ δεν έχω ιδέα, συλλαμβάνω τον εαυτό μου να λέει «εσύ μπαίνεις από δεξιά», «εσείς οι πέντε πηγαίνετε εκεί πάνω». Στο τέλος κάτι βγαίνει. Εχω όμως πολύτιμους βοηθούς. Τη Σύλβια Λιούλιου, τον Αγγελο Μέντη, τον Ερμή Μαλκότση… Τα συζητάμε όλα. Επίσης έχουν μεγάλη πείρα οι τέσσερις πρωταγωνιστές, η Μουτούση, ο Κουρής, ο Λούλης και ο Παπαδημητρίου. Ελπίζουμε να γεννηθεί κάτι καλό».
Σε ποιο στοιχείο δίνετε ιδιαίτερο βάρος;
«Στην ποίηση του κειμένου. Μια ποίηση που τα τελευταία χρόνια έχουμε χάσει. Γίνονται όλα λίγο επιθεωρησιακά. Δεν έχει σχέση με αυτό ο Αριστοφάνης. Αν δεν μπορείς να επικοινωνήσεις με την ποίησή του, απομένει η χοντράδα. Κι έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι, γελάνε, χωρίς να έχουν καταλάβει τίποτα».
Στον «Πλούτο», συγκεκριμένα, ποιος είναι ο στόχος σας;
«Ενα κλασικό έργο που φθάνει στα χέρια μας μετά από τόσες χιλιάδες χρόνια είναι ένα θαύμα. Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε για επικαιροποιήσεις –μολονότι σε κάποια σημεία είναι απαραίτητες για την κατανόηση. Ο Αριστοφάνης εδώ εμπνέεται από τη λαχτάρα του ανθρώπου για γενικευμένο πλούτο. Και μέσα στο έργο πραγματοποιεί αυτό το όνειρο, σαν μια ουτοπία, ενώ παράλληλα δείχνει ότι αυτή η λαχτάρα και αυτό το όνειρο έχουν μερικές πλευρές που μπορεί να γίνουν επικίνδυνες. Είναι μια σάτιρα του λαϊφστάιλ και της λύσσας για αντιπαραγωγικό πλούτο που ζήσαμε στον τόπο μας. Το έργο γίνεται ιδιαίτερα άμεσο».
Μπορούμε να είμαστε όλοι πλούσιοι;
«Αν και το έργο δεν το ξεκαθαρίζει, διαθέτει μια σειρά από χρήσιμους υπαινιγμούς. Κατ’ αρχήν η Πενία δεν είναι μια καρικατούρα ούτε μια αντιπαθής γεροντοκόρη. Είναι μια θεά, η φωνή της λογικής που λέει ότι χρειάζεται στον άνθρωπο η έλλειψη για να γίνει δημιουργικός, παραγωγικός. Ενώ ο κορεσμός μπορεί να μας ευνουχίσει και να μας εξαχρειώσει».
Τι χαρακτηρίζει τον Αριστοφάνη;
«Ο Αριστοφάνης είναι ένας αριστοκράτης που ενδιαφέρεται όμως πολύ για τον κόσμο. Είναι μαζί του, τον παρακολουθεί, δανείζεται τη γλώσσα του, προσπαθεί να τον καθοδηγήσει, φανερώνοντας τις αξίες που ο λαός περιέχει αλλά τις έχει ξεχάσει. Και αυτό είναι που μας χρειάζεται σήμερα: μια ηγεσία που να είναι με τον λαό. Μαζί».
Το βλέπετε να ισχύει;
«Το περιμένουμε, δεν το έχουμε. Είμαστε καθισμένοι πάνω σε μια άβυσσο. Ηταν στραβό το κλήμα, αλλά κάποια σταφυλάκια τα έβγαζε, κάποιο κρασί το έβγαζε, είχαμε και κάτι δανειάκια. Αλλά δεν προσέξαμε, το παρακάναμε, μας ξέφυγε. Τώρα, καθισμένοι πάνω σε ένα κενό, περιμένουμε κάτι που θα μας ενοποιήσει, κάτι που θα γίνει σημείο αναφοράς. Για να μας ανεβάσει και να βγούμε από αυτή την τρύπα».
Πιστεύετε ότι τέτοια κείμενα διαθέτουν τη δύναμη της αφύπνισης;
«Ναι, το πιστεύω απολύτως. Πιστεύω στην ελληνική τέχνη. Είναι από τα πιο σταθερά πράγματα που έχουμε».
Ο κόσμος το έχει αντιληφθεί;
«Την έχει ανάγκη ο κόσμος, γι’ αυτό και μπορεί να κάνει μεγάλη ζημιά μια τέχνη που κολακεύει τον κόσμο, που εμπορευματοποιεί τον εαυτό της, που αποσκοπεί στην ποσότητα και όχι στην ποιότητα. Σε μεγάλο βαθμό η λεγόμενη πνευματική ηγεσία έχει σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Από εκεί και πέρα είναι οι ατομικές φωνές, που για να έχουν χειροκρότημα κολάκευαν τον κόσμο. Κάποιοι έκρουαν τον κώδωνα του κινδύνου, αλλά ποιος τους άκουγε μέσα στη γενική ευφορία…».
Επιστρέφετε στον «Πλούτο» μετά την παράσταση του Ρονκόνι, το ’85, όπου είχατε γράψει τη μουσική. Τυχαίο;
«Μου είχε μείνει κάτι από τότε. Κάθησα και το μετέφρασα μόνος μου και ξαφνικά μπήκα πολύ μέσα σ’ αυτό».
Η μετάφραση δεν είναι μια πρώτη σκηνοθεσία;
«Ναι, γιατί είναι σκηνικές αυτές οι μεταφράσεις, όχι φιλολογικές. Τώρα στον «Πλούτο» ήθελα να κρατήσω την ποίηση και παράλληλα να βρω πώς θα το λέγαμε αυτό σήμερα. Αυτή η κωμωδία περιέχει έναν λυγμό μέσα της. Εχει σιωπές. Επίσης δεν έχει Παράβαση. Πιστεύω όμως ότι ο κόσμος θα δεχόταν από έναν άνθρωπο σαν κι εμένα να κατασκευάσω μια Παράβαση και να βγω να την κάνω ο ίδιος».
Αυτός είναι ο ρόλος σας…
«Ναι, αλλά μπορεί να κάνω και κανέναν γυναικείο. Γιατί η παράσταση δεν έχει άλλες γυναίκες εκτός από την Πενία της Μουτούση».
Σας ελκύει το να παίξετε;
«Αφού έμπλεξα με θεατρίνους, γιατί όχι; Θα ήθελα όλοι να παίξουμε σε αυτό το έργο. Να προχωρήσουμε με αθώα καρδιά στην Επίδαυρο. Αλλά δεν αρκεί η πρόθεση. Πρέπει και να τα καταφέρουμε. Θα τα καταφέρουμε. Εμπιστεύομαι πολύ τους συνεργάτες μου, είναι αετοί, είναι δαίμονες».
Εσείς επιλέξατε τον θίασο;
«Ναι. Και γύρω από τους τέσσερις πρωταγωνιστές στήνεται ο 17μελής Χορός. Μόνο άντρες. Το βρίσκω πιο θεατρικό, πιο κοντά στο έργο».
Εχετε αγωνία;
«Φοβάμαι, αλλά το διώχνω. Είναι ο ύπνος μου αγχωμένος. Αλλά κάνω τη δουλειά μου. Ολοι κάνουμε τη δουλειά μας, ευτυχώς. Δεν περίμενα τόση γενναιοδωρία από τον θίασο και τους άλλους συντελεστές. Νιώθω ευγνώμων».
Σας φοβίζει το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου;
«Ναι, με φοβίζει, είναι θηριώδες. Στον «Πλούτο» δεν θέλω ούτε πλέιμπακ ούτε μικρόφωνα. Πηγαίνω με άγνοια. Με άγνοια και με το αίσθημα διαμαρτυρόμενου θεατή. Θέλω να δείξω πως είναι αλλιώς ο Αριστοφάνης. Αν τα καταφέρω».

«Λίγο από τσίρκο, από Φελίνι ή Καραγκιόζη»
«Κρατάω τις καλές στιγμές της παλιάς μουσικής, και αυτές όμως μεταλλαγμένες» λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος ως προς το μουσικό ύφος της παράστασης. «Είναι πιο χειροποίητη από την παλιά αυτή η παραγωγή. Θα ήθελα ο ρόλος να είναι η φιγούρα και ο ηθοποιός να είναι ο καραγκιοζοπαίκτης που την κινεί. Αυτό το έχω μάθει από τον Σπαθάρη. Αλλο ο ηθοποιός, άλλο ο ρόλος. Δεν μπορώ να σας το εξηγήσω. Στηρίζομαι στην πείρα και στην κατανόηση των ηθοποιών. Παλιά το έκαναν αυτό στο Θέατρο Τέχνης, ο Λαζάνης, ο Χατζημάρκος. Το κάνω κι εγώ όταν παίζω. Είναι ένα είδος αποστασιοποίησης αλλά εγχώριας».
Πώς θα είναι η όψη του «Πλούτου» σας;
«Ενας θίασος που τον αποτελούν μεταφυσικοί κλόουν. Που δεν ξέρουμε από πού έρχονται. Οι φωνές τους είναι στυλιζαρισμένες, κάνουν κωλοτούμπες, καρπαζώνονται. Λίγο από τσίρκο, από Φελίνι ή Καραγκιόζη».
Πόσο μοιάζει το θέατρο με το τραγούδι;
«Το τραγούδι που αγάπησα και υπηρέτησα εγώ είναι μέρος μιας ευρύτερης γιορτής. Είναι θέατρο το τραγούδι. Το ακούς και είναι σαν να βλέπεις σκηνές, εικόνες».

πότε & πού:
«Πλούτος» του Αριστοφάνη. Πρωταγωνιστούν: Νίκος Κουρής, Χρήστος Λούλης, Αμαλία Μουτούση, Μάκης Παπαδημητρίου και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Παραγωγή: Ακροπόλ. Στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 12 και 13/7, στις 21.00

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ