«Δεν προσπαθώ να χορεύω καλύτερα από κανέναν άλλον. Προσπαθώ μόνο να χορεύω καλύτερα από τον εαυτό μου». Η παραπάνω φράση αποτέλεσε μότο του Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ από πολύ νωρίς. Και του φάνηκε χρήσιμο: προτού ακόμα αυτομολήσει από την τότε Σοβιετική Ενωση στον Καναδά αρχικά και από εκεί στις ΗΠΑ το 1974, ο κριτικός των «Times» της Νέας Υόρκης Κλάιβ Μπαρνς τον χαρακτήριζε τον «τελειότερο χορευτή που έχω δει ποτέ».
Παρ’ όλο που δεν είναι λίγοι όσοι τον τοποθετούν δίπλα στον Βάτσλαβ Νιζίνσκι και τον Ρούντολφ Νουρέγεφ, ο ίδιος δεν αρκέστηκε στον ρόλο του χορευτή, αλλά από νωρίς θέλησε να εξερευνήσει κι άλλα πεδία: χορογράφος, ηθοποιός, φωτογράφος, συλλέκτης έργων τέχνης, παραγωγός, σύζυγος, πατέρας, αλλά και παππούς είναι μερικές από τις ιδιότητές του. Στα 65 του χρόνια σήμερα ο «Μίσα», όπως τον αποκαλούν οι πολυάριθμοι φίλοι του, είναι πιο δραστήριος από ποτέ παραμένοντας πάνω απ’ όλα ένας λαμπερός σταρ.
Πέντε χρόνια μετά την προηγούμενη εμφάνισή του στο Φεστιβάλ Αθηνών και στο «Three duets», που είδαμε στην Πειραιώς 260, ο Μπαρίσνικοφ επιστρέφει στη διοργάνωση, αυτή τη φορά ως ηθοποιός: πρωταγωνιστεί στη νέα παράσταση του Μπομπ Γουίλσον με τίτλο «The Old Woman», η οποία βασίζεται στο ομότιτλο έργο του ρώσου συγγραφέα Daniil Kharms, ο οποίος υπέφερε σκληρά στη διάρκεια της σταλινικής περιόδου – ώσπου στο τέλος συνελήφθη, φυλακίστηκε και βρήκε τον θάνατο σε γκουλάγκ σε ηλικία μόλις 36 ετών. Το εν λόγω έργο, το οποίο θεωρείται το καλύτερό του, ακολουθεί τη ζωή ενός ανήσυχου συγγραφέα, ο οποίος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον ίδιο του τον εαυτό.
Γεννημένος στις 27 Ιανουαρίου του 1948 στη Ρίγα της Λετονίας, ο Μπαρίσνικοφ άρχισε να σπουδάζει χορό στη γενέτειρά του και αργότερα συνέχισε στη φημισμένη Ακαδημία Βαγκάνοβα της Αγίας Πετρούπολης (Λένινγκραντ εκείνη την εποχή). Εντάχθηκε στα μπαλέτα Κίροφ το 1967 και γρήγορα ξεχώρισε για τη σκηνική παρουσία και την τεχνική του. Ωστόσο, το γεγονός ότι ήταν πιο κοντός από τους υπόλοιπους χορευτές του στερούσε πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Ως αιτία της αυτομόλησής του στη Δύση ο ίδιος έχει αναφέρει πρωταρχικά την επιθυμία του να συνεργαστεί με σημαντικούς χορογράφους, τους «σπουδαίους ανανεωτές του χορού» όπως τους χαρακτηρίζει. Χαρακτηριστικό είναι ότι κατά τα δύο πρώτα χρόνια του στη Δύση ο Μπαρίσνικοφ δούλεψε με δεκατρείς διαφορετικούς χορογράφους, μεταξύ των οποίων ο Τζερόμ Ρόμπινς, ο Αλβιν Εϊλι και η Τουάιλα Θαρπ. «Δεν έχει σημασία αν κάθε μπαλέτο κάνει επιτυχία ή όχι» δήλωνε στους «New York Times» το 1976. «Η νέα εμπειρία μου προσφέρει πολλά».
Στο διάστημα 1974-1978, ο Μπαρίσνικοφ υπήρξε πρώτος χορευτής στο American Ballet Theatre. Το 1980, επέστρεψε στο συγκρότημα ως χορευτής και αργότερα ως καλλιτεχνικός διευθυντής, θέση την οποία διατήρησε περίπου για μία δεκαετία. Στο μεσοδιάστημα ωστόσο, συνεργάστηκε με το New York City Ballet προκειμένου να διδαχθεί το στυλ της κίνησης του Ζορζ Μπαλανσίν για τον οποίο δήλωνε αργότερα: «Ηταν ένας ρώσος τζέντλεμαν. Του άρεσε να περνά καλά. Πίστευε ότι η ζωή και η τέχνη πρέπει να είναι διασκεδαστικές. Ετσι ζούσε και ο ίδιος: σιδέρωνε τα πουκάμισά του, άκουγε μουσική, κοίταζε τις ωραίες γυναίκες, έφτιαχνε ωραία έργα… Αυτό ήταν το μότο του στη ζωή. Ακόμη και τις τελευταίες του ημέρες στο νοσοκομείο, χαμογελούσε, απολάμβανε το φαγητό, έπινε και λίγο κρασί…».

«Υπερήφανος Αμερικανός»


Μεταξύ 1990-2002 διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του White Oak Dance Project, μιας περιοδεύουσας ομάδας την οποία είχε συνιδρύσει με τον Μαρκ Μόρις. Τρία χρόνια αργότερα ίδρυσε το Κέντρο Τεχνών Μπαρίσνικοφ στη Νέα Υόρκη. Η απόφασή του αυτή είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με την αγάπη του για την πόλη. «Οταν ήμουν νέος», έχει πει, «η Νέα Υόρκη ήταν μια πόλη. Οταν πλέον μεγάλωσα ήταν μια άλλη. Δούλεψα με πολλές ομάδες και με υπέροχους ανθρώπους. Στη δεκαετία του 1990 όμως, έγινε αφιλόξενη με πολλούς τρόπους. Εγινε συντηρητική, όπως άλλωστε ολόκληρη η χώρα».
Στο πλαίσιο αυτό, όταν ο Τζορτζ Μπους έγινε πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Μπαρίσνικοφ θέλησε να επιστρέψει στην Ευρώπη. Η σύντροφός του όμως, η πρώην χορεύτρια του American Ballet Theatre Λίζα Ράινχαρτ με την οποία έχει αποκτήσει τα τρία μικρότερα παιδιά του (προηγουμένως είχε αποκτήσει μία κόρη, την Αλεξάνδρα, από τη σχέση του με την ηθοποιό Τζέσικα Λανγκ), αρνήθηκε. Ο Μπαρίσνικοφ έχει δηλώσει «υπερήφανος φιλελεύθερος» και «υπερήφανος Αμερικανός», αφού απέκτησε την υπηκοότητα το 1986.

«Καθώς εξακολουθούσα να αγαπώ την πόλη, θέλησα να κάνω κάτι προκειμένου να βελτιώσω τη ζωή των νέων καλλιτεχνών. Ηθελα να τους βοηθήσω να αισθανθούν τη Νέα Υόρκη πιο φιλόξενη: όπως ήταν το 1960 και το 1970, όταν μπορούσαν να έρθουν και να ζήσουν με τον τρόπο που το κάνουν τώρα στη Βαρκελώνη, στο Βερολίνο ή σε μερικά ακόμη μέρη στην Ευρώπη –στην Πράγα, για παράδειγμα».

πότε & πού:
Η παράσταση «The Old Woman» σε σκηνοθεσία, σκηνικά και φωτισμούς Μπομπ Γουίλσον θα παρουσιαστεί 18-21 Ιουλίου στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών. Με τους Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και Γουίλεμ Νταφόε

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ