Ποιος να το περίμενε ότι το προφίλ της Γαλλίας παγκοσμίως δεν θα το ανανέωνε ο Φρανσουά Ολάντ, αλλά το περίφημο χάουζ ντουέτο εκ Παρισίων, οι Daft Punk. Οι Τομά Μπανγκαλτέ και Γκι-Μανουέλ ντε Ομέμ Κρίστο τράβηξαν πιθανότατα τον άσο της καριέρας τους από το μανίκι τους με το νέο, τέταρτο άλμπουμ, «Random Access Memories». Αργά και μεθοδευμένα μας άφησαν σε αναμονή για περισσότερο από πέντε χρόνια και μόλις τώρα, έπειτα από μια σειρά φημών που τελικώς επαληθεύτηκαν, έριξαν στην αγορά τον νεοντίσκο δυναμίτη «Get Lucky», αλλάζοντας παντελώς την κατεύθυνση στα μουσικά πράγματα και φέρνοντας ξανά στην επιφάνεια το σημαντικότερο χορευτικό μουσικό είδος.
Δεν υπάρχει, φαντάζομαι, καμία αμφισβήτηση ότι πέρα από μόδες και γούστα η ντίσκο είναι το είδος της χορευτικής μουσικής που αγαπήθηκε όσο κανένα άλλο από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 ως σήμερα. Και αυτό γιατί έχει το μοναδικό προσόν να απευθύνεται άμεσα στον ακροατή, ο οποίος σχεδόν αυτονόητα ανταποκρίνεται στο κάλεσμά της. Παρεξηγημένο όσο κανένα άλλο είδος, παρά την αγάπη του κόσμου, έμεινε στις συνειδήσεις των πολλών ως το σάουντρακ μιας έντονης νύχτας και τίποτε περισσότερο.
Συγκροτήματα και καλλιτέχνες ωστόσο όπως οι Chic, η Ντόνα Σάμερ, ο Τζόρτζιο Μόροντερ, ο Μπάρι Γουάιτ, ο Καρλ Ντάγκλας και οι KC and the Sunshine Band, μεταξύ δεκάδων άλλων, δεν παρήγαγαν απλώς κομμάτια για τις πίστες, αλλά αξιόλογες δουλειές που δεν είχαν τίποτε να ζηλέψουν από εκείνες των ροκ συναδέλφων τους. Η κατάσταση εκφυλίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με τον απόλυτο διχασμό που είχε προηγηθεί από την έκρηξη του πανκ, για να αποκτήσει ξανά αίγλη χάρη στη χάουζ σκηνή του Σικάγο και προσωπικότητες όπως ο Φράνκι Νακλς και να επανέλθει στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την έκρηξη της παριζιάνικης χάουζ σκηνής με ονόματα όπως ο Ετιέν ντε Κρεσί, οι Air, ο Dimitri from Paris, οι Cassius και βεβαίως οι Daft Punk. Ποτέ όμως η ντίσκο δεν έπαψε να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε κάθε πάρτι που… σέβεται τον εαυτό του. Τώρα, που το «Get Lucky» των Daft Punk έχει εξελιχθεί σε χορευτικό ύμνο, πιθανόν να γίνει και η αποκατάσταση του… ονόματός της.
Από τη «ρομποτική» στη μουσική



To εξώφυλλο του σινγκλ «Get Lucky», το οποίο φέρνει ξανά στην επιφάνεια τη μουσική ντίσκο στην πρωτογενή μορφή της

Η περίπτωση όμως των Daft Punk είναι αρκετά πιο σύνθετη απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης. Εχοντας εξαντλήσει με αρκετά σχολαστικό τρόπο τον «ρομποτικό» χορευτικό ήχο τους στα τρία πρώτα άλμπουμ, «Homework», «Discovery» και «Human after all», αλλά και στις πρώτες ηχογραφήσεις του «Random Access Memories», ένιωσαν ότι παρέμεναν στάσιμοι –και ας είχαν εξαιρετικές ιδέες. Αποφάσισαν λοιπόν, αφού παρέδωσαν το σάουντρακ «Tron: Legacy», να επανεξετάσουν τον τρόπο που φτιάχνουν τη μουσική τους.

Σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, ήθελαν να επιστρέψουν στη λογική του πειραματισμού άλλων δεκαετιών, τότε που οι ηχογραφήσεις ήταν πολύ ακριβές παραγωγές γιατί ό,τι συνέβαινε στο στούντιο δεν έμπαινε απαραίτητα και στο άλμπουμ. Ηχογράφησαν για παράδειγμα ορχηστρικά γεμίσματα για όλα τα κομμάτια του άλμπουμ, και ας μη χρησιμοποιήθηκαν όλα. Το sampling που κάποτε ήταν αυτοσκοπός πήγε στην άκρη και μόνο στο τελευταίο κομμάτι, το «Contact», έγινε χρήση του.
Ηθελαν, όπως δηλώνει ο Τομά Μπαγκαλντέ, να παίξουν μουσική με πραγματικούς μουσικούς και πραγματικά όργανα. Ετσι, κάλεσαν στα πέντε στούντιο όπου ηχογράφησαν μερικά πολύ σπουδαία ονόματα, ανάμεσά τους δύο από τους πιο σημαίνοντες ανθρώπους της ντίσκο –και όχι μόνο: τον Νάιλ Ρότζερς και τον Τζόρτζιο Μόροντερ. Ο πρώτος, ηγετική μορφή των Chic, είναι υπεύθυνος για τον χορευτικό ύμνο «Le Freak», αλλά και για τις πλατινένιες παραγωγές του στους Νταϊάνα Ρος, Ντέιβιντ Μπάουι, Duran Duran και Μαντόνα –μεταξύ πολλών άλλων.
Ο δεύτερος θεωρείται η πεμπτουσία της ντίσκο, έχοντας στο ενεργητικό του διαμάντια όπως το «Love to Love you Baby» της Ντόνα Σάμερ, το «Call me» των Blondie, το «Cat People» του Μπάουι, αλλά και προσωπικά άλμπουμ-σταθμούς όπως τα «From Here to Eternity» και «Ε=MC²». Δεν έμειναν όμως εκεί: για δύο κομμάτια κάλεσαν και το άλλο φοβερό παιδί της αμερικανικής μαύρης σκηνής, τον Φαρέλ Γουίλιαμς, όπως και τον Τζούλιαν Καζαμπλάνκας από τους Strokes, τους Πολ Γουίλιαμς και Τοντ Εντουαρντς, καθώς και τους Panda Bear.

Μουσική για το μυαλό και το σώμα
Το «Get Lucky» είναι πλέον Νο 1 σε ολόκληρο τον πλανήτη, ενώ το ίδιο πρόκειται να συμβεί και με το άλμπουμ. Σίγουρα όμως το ζητούμενο δεν είναι αυτό. Γιατί, πέρα από τις εντυπωσιακές ρομποτικές εμφανίσεις τους, τις πρόσφατες φωτογραφίσεις για τον γαλλικό οίκο Laurent και τη μόδα που ακολουθεί τους δημιουργούς του, το «Random Access Memories» βρίθει νέων ιδεών, μέσα από την παλαιομοδίτικη εκκίνησή του.
Είναι απαιτητικό και ζητεί από τον ακροατή, εκτός από χορευτικές ικανότητες, να επιστρατεύσει και τις μουσικές γνώσεις του για να αντιληφθεί το μεγαλείο των μεγάλων σε διάρκεια συνθέσεών του, τις λουσάτες και δουλεμένες σε κάθε λεπτομέρεια ενορχηστρώσεις άλλης εποχής και, τελικά, τις μίνι συμφωνίες που έφτιαξαν. Με το «Random Access Memories» οι Daft Punk μεταπηδούν σε άλλο επίπεδο και από «το συγκρότημα από τη Γαλλία που τα κατάφερε» και κολαούζοι κάθε Αμερικανού που ήθελε να έχει μια ευρωπαϊκή «πινελιά» στο άλμπουμ του, έγιναν ένα ντουέτο προορισμένο να γράψει ιστορία. Για τη μουσική του και όχι για τα περί αυτής που τόσο συζητιούνται στο Internet και αλλού.
Σίγουρα ένα από τα άλμπουμ της χρονιάς, το οποίο αφενός εξασφαλίζει τη διασκέδασή μας με ύμνους όπως τα «Get Lucky», «Lose Yourself To Dance» και αφετέρου δίνει τροφή για το μυαλό μας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ