Τον τάφο του Φιλίππου Γ´Αρριδαίου της Μακεδονίας και της συζύγου του Ευρυδίκης, που ο Κάσσανδρος είχε ανακομίσει τα οστά τους στις Αιγές ταυτίζει με αρκετή βεβαιότητα η αρχαιολόγος κυρία Αγγελική Κοτταρίδη με ένα από τα μνημεία της ταφικής βασιλικής συστάδας των Τημενιδών, που έχει εντοπισθεί στο νεκροταφείο της αρχαίας πόλης. Ο τάφος, που χρονολογείται στο τέλος του 4ου π.Χ. αιώνα «τεκμηριώνει την χαρακτηριστική για τις βασιλικές συστάδες διαχρονική χρήση, που εδώ πλησιάζει τους τρεις αιώνες, κάτι που ακολουθεί προφανώς την εξέλιξη της δυναστείας των Τημενιδών», όπως ανέφερε χθες το βράδυ η αρχαιολόγος στο Αρχαιολογικό Συνέδριο για τις έρευνες στη Μακεδονία που πραγματοποιείται από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο.
Με ιδιαίτερα μεγάλο προθάλαμο (πλάτος 3,85 μέτρα και μήκος 3,55) και θάλαμο 3,85 Χ 4,30 μέτρα, παρουσιάζει μία ιδιομορφία παρόμοια εκείνης του τάφου του Φιλίππου Β´ που προκύπτει από την ανάγκη να τοποθετηθεί στον προθάλαμό του μια δεύτερη κλίνη για τη νεκρή, που βρισκόταν θαμμένη εκεί. «Φαίνεται πως φιλοξενούσε δύο ταφές, μία στον θάλαμο, του άνδρα στον οποίο ανήκε το σιδερένιο κράνος που βρέθηκε εκεί και μία στον προθάλαμο», θεωρεί λοιπόν η κυρία Κοτταρίδη. Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος τάφος που ερευνήθηκε το 1987 από την καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο ΑΠΘ κυρία Στέλλα Δρούγου βρέθηκε κατεστραμένιος αν και διέσωζε την ιωνική του πρόσοψη.
Πέραν αυτού τρεις ακόμη τάφοι και τα κατάλοιπα δύο υπέργειων μνημείων εντοπίσθηκαν εδώ και ένα χρόνο,καθώς βρίσκεται σε εξέλιξη το έργο της ανάπλασης και ανάδειξης του νεκροταφείου των τύμβων και της βασιλικής συστάδας των Τημενιδών, που χρηματοδοτείται με 1.860.000 Ε από το ΕΣΠΑ. Τα έφεραν στο φως οι ανασκαφικοί καθαρισμοί και οι δοκιμαστικές τομές που έγιναν για την κατασκευή του στεγάστρου. Συγκεκριμένα:
Τρία εντυπωσιακά μνημεία βρέθηκαν εν σειρά ανάμεσα στους μακεδονικούς τάφους και στην ομάδα των παλαιότερα ανασκαμμένων τάφων της συστάδας. Πρόκειται για ένα μεγάλο λιθόκτιστο κιβωτιόσχημο τάφο που σώζεται σχεδόν σε όλο του το ύψος, με λευκά κονιάματα στους τοίχους, λιτά διακοσμημένος με μπλε και κόκκινες ζωγραφιστές ταινίες και με το χαρακτηριστικό λίθινο βάθρο, που ορίζει τη θέση της νεκρικής κλίνης και της τεφροδόχου τοποθετημένο στη νότια πλευρά. Ο τάφος αυτός αποκαλύφθηκε στη μέση της σειράς, ενώ βόρεια και νότια από αυτόν υπάρχουν δύο άλλοι μνημειακοί τάφοι ενός αρχιτεκτονικού τύπου που ήταν άγνωστος ως τώρα.
Ο νότιος, η ανασκαφή του οποίου δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί, είναι καταστραμμένος σε σημαντικό βαθμό, όμως ο βόρειος σώζεται σε πολύ καλύτερη κατάσταση και όπως λέει η αρχαιολόγος αποτελεί τον άμεσο πρόγονο των λεγόμενων «μακεδονικών» τάφων. Ο συγκεκριμένος, το εσωτερικό ύψος του οποίου οπωσδήποτε ξεπερνούσε τα 4,50 μέτρα έχει τη μορφή μιας ευρύχωρης υπόστυλης ορθογώνιας αίθουσας με διαστάσεις περίπου 7Χ5 μέτρα. Δύο αράβδωτοι ιωνικοί κίονες με αρκετά ψηλές τετράγωνες βάσεις υποβάσταζαν την προφανώς λίθινη οροφή της αίθουσας ενώ ημικίονες προσέδιδαν κομψότητα και μεγαλοπρέπεια στον χώρο. Στις γωνίες αντί παραστάδες υπάρχουν τεταρτοκίονες με ελικωτά κιονόκρανα. Ενα από τα κιονόκρανα μάλιστα βρέθηκε καλυμμένο με λευκό κονίαμα και με διακόσμηση σε γάλαζιο και κόκκινο χρώμα.
«Ολοι οι τάφοι βρέθηκαν βίαια λεηλατημένοι, γεγονός που πιθανότατα συνδέεται με την καταστροφή της βασιλικής νεκρόπολης των Αιγών το 276 π.Χ. από τους γαλάτες μισθοφόρους του Πύρρου ενώ ένα χρυσό βελανίδι που βρέθηκε στον κιβωτιόσχημο τάφο μαρτυρά την παρουσία χρυσού στεφανιού βελανιδιάς, γεγονός που σημαίνει ότι ο κάτοχος του ήταν άντρας», λέει η κυρία Κοτταρίδη. Στην ίδια κατεύθυνση οδηγούν και τα ίχνη από έναν χάλκινο φολιδωτό θώρακα που βρέθηκαν στον υπόστυλο τάφο, ενώ δεν λείπουν και τα χρυσά δισκάρια με το χαρακτηριστικό αστέρι που βρέθηκαν παρά τη σύληση και στους τρεις τάφους.
Από τις ανασκαφές εξάλλου εντοπίσθηκαν τα πενιχρά κατάλοιπα ενός μνημειακού οικοδομήματος που από ένα νόμισμα του Περδίκκα Β´ χρονολογείται στα 454-413 π.Χ. ενώ με υπέργειο σήμα-μνημείο σχετίζονται και τα εξαιρετικής ποιότητας θραύσματα ενός πολύπλοκου μεγάλου και ολόγλυφου φυτικού κοσμήματος με ελικωτά βλαστάρια μπουμπούκια και φύλλα άκανθας που μοιάζει με το κεντρικό ακρωτήριο του Παρθενώνα.