Ο δόκτωρ Αμίν Ζααφαρί, γιος ενός βεδουίνου, είναι ένας άραβας γιατρός που κατέληξε να γίνει φημισμένος χειρουργός. Ζει για χρόνια στο Τελ Αβίβ έχοντας αποκτήσει την ισραηλινή υπηκοότητα και ασκεί ευσυνείδητα το λειτούργημά του στο νοσοκομείο Ιχίλοφ. Είναι ένας φιλήσυχος πολίτης και έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό αποδεκτός από την κοινωνία παρά την καταγωγή του και το θρησκευτικό δόγμα στο οποίο ανήκει. Μάλιστα «έχει κάνει συχνά την πόλη υπερήφανη» και «ενσαρκώνει την πλέον επιτυχημένη μορφή ένταξης στη χώρα».
Είναι Παλαιστίνιος, όπως και η σύζυγός του Σιχέμ –μια όμορφη και μάλλον συνεσταλμένη φυσιογνωμία, μαθαίνουμε στην αρχή. Ο έγγαμος βίος κυλάει ήσυχα και άνετα μέσα στην πολυτελή μονοκατοικία τους, στην καρδιά μιας αριστοκρατικής συνοικίας. Κάποια ημέρα η Σιχέμ ανακοινώνει στον άνδρα της ότι θα επισκεφθεί το σπίτι της γιαγιάς της στο Καφρ Κανάν, κοντά στη Ναζαρέτ. Περνούν τρεις ημέρες αλλά εκείνη δεν δίνει σημεία ζωής –επιπλέον έχει ξεχάσει το κινητό της και επομένως το ζευγάρι δεν έχει επικοινωνία.
Μεσολαβεί μια πολύνεκρη τρομοκρατική επίθεση κοντά στη συνοικία Χακίρια, που συγκλονίζει την πρωτεύουσα του Ισραήλ, αλλά εκείνη τη στιγμή ο Αμίν –ο οποίος έντρομος ακούει την έκρηξη και ετοιμάζεται να υποδεχθεί τους τραυματίες στην πτέρυγα των έκτακτων περιστατικών –δεν γνωρίζει ότι η γυναίκα του είναι νεκρή, ότι «μονάχα το κεφάλι της» θα αναγνωρίσει αργότερα στο νεκροτομείο.
Παντρεύτηκα μια «μαύρη χήρα»
Η Σιχέμ δεν υπήρξε θύμα αυτής της βομβιστικής επίθεσης αυτοκτονίας αλλά ο θύτης του συγκεκριμένου χτυπήματος: ήταν ο θηλυκός καμικάζι, η «μαύρη χήρα» που ανατινάχθηκε σε ένα εστιατόριο συμπαρασύροντας στον θάνατο ακόμη και ανυποψίαστα μικρά παιδιά που χαίρονταν πάνω από μια τούρτα γενεθλίων. Ο Αμίν, παρά την αρχική του άρνηση να αποδεχθεί το γεγονός, κατακρημνίζεται απότομα σε μια υπαρξιακή άβυσσο. Δεν προλαβαίνει να πενθήσει επειδή ακριβώς αρχίζει να αμφιβάλλει σχετικά με το ποιον άνθρωπο είχε κοντά του όλα αυτά τα χρόνια.
Το «Τρομοκρατικό χτύπημα» του 58χρονου αλγερινού συγγραφέα Γιασμίνα Χάντρα είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, ένα πολιτικό θρίλερ βίαιο και ταυτοχρόνως ποιητικό. Συνιστά το δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που ανατέμνει τις ρίζες του ισλαμικού φανατισμού γραμμένης από τον Μοχάμεντ Μουλεσεχούλ –αυτό είναι το πραγματικό όνομα του παραιτηθέντος αξιωματικού του στρατού πίσω από το γυναικείο συγγραφικό ψευδώνυμο –μετά «Τα χελιδόνια της Καμπούλ» (2004) για το Αφγανιστάν και τους Ταλιμπάν και πριν από τις «Σειρήνες της Βαγδάτης» για το εμφυλιοπολεμικό χάος στο Ιράκ μετά την επέμβαση των Αμερικανών (κυκλοφορούν όλα στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Καστανιώτη).
Το μίσος για τους αλλόθρησκους
Μιλάμε για ένα ολοκληρωμένο, σύνθετο και διαφωτιστικό λογοτεχνικό εγχείρημα που κατανοεί αλλά δεν δικαιολογεί, εξηγεί αλλά δεν αποδέχεται τη βία. Ο συγγραφέας, ο οποίος άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός με τις σκοτεινές ιστορίες του αστυνόμου Μπραχίμ Λομπ, σε τούτη την αφήγηση εστιάζει το απροκατάληπτο βλέμμα του στη χρόνια διαμάχη Ισραήλ – Παλαιστίνης, βάζει στο μικροσκόπιο ανθρώπους που ζουν σε μια γωνιά της Γης όπου η Ιστορία κινείται με τη μορφή ενός φαύλου κύκλου αναζωπυρούμενης έχθρας, αμοιβαία καθεστωτικού φόβου και αθώου αίματος.

«Οταν κουβαλάς μέσα σου το μίσος, το παραμικρό μπορεί να επιφέρει το ανεπανόρθωτο»
γράφει ο Γιασμίνα Χάντρα για ό,τι ακριβώς καταφέρνει να δηλητηριάζει ψυχές, σχέσεις και κοινωνίες ολόκληρες. Την ώρα που ένας μισοπεθαμένος ισραηλινός τραυματίας εισέρχεται με φορείο στο νοσοκομείο και διαπιστώνει ότι ο Αμίν, ένα αλλόφυλο και αλλόθρησκο χέρι δηλαδή, προσπαθεί να τον βοηθήσει, κραυγάζει «δεν θέλω να μ’ αγγίξει Αραβας» και «καλύτερα να ψοφήσω».
Οταν δε γίνεται γνωστό ότι το μακελειό το προκάλεσε η γυναίκα του, που όπως αποδεικνύεται «ο μόνος τρόπος για να μη νιώθει ένοχη ήταν να ενταχθεί στον αγώνα», ο αθώος μετατρέπεται με συνοπτικές διαδικασίες σε «μαύρο πρόβατο». Τον λιντσάρουν έξω από το σπίτι του, τον φτύνουν και τον σακατεύουν στο ξύλο όσοι τον θεωρούν «παλιοτρομοκράτη» και «αλήτη». Το περιπετειώδες ταξίδι του προς τη γη των προγόνων, εκεί «στις φυτείες του πατριάρχη», θα γίνει ένας δρόμος αντοχής προς την ελευθερία έξω από έναν κόσμο «όπου ο θάνατος αποτελεί αυτοσκοπό».

Ζιάντ Ντουεϊρί: «Δεν είμαι φανατικός, είμαι όμως εξτρεμιστής»
Ο λιβανέζος σκηνοθέτης της «Επίθεσης» μιλάει στο «Βήμα» για την εμπειρία της δημιουργίας μιας ταινίας που τον έφερε αντιμέτωπο με τα ταμπού και τις αντιπαλότητες στην πατρίδα του

«Η σύγκρουση Αράβων – Ισραηλινών είναι μέρος της ζωής μου. Με ακολουθεί από μικρό παιδί, με ακολουθούσε ακόμη και όταν προσπαθούσα να ζήσω στο Λος Αντζελες και να δουλέψω μακριά από τη Μέση Ανατολή και τα προβλήματά της»
λέει ο λιβανέζος σκηνοθέτης Ζιάντ Ντουεϊρί, ο οποίος στην τρίτη προσωπική δημιουργία του μετέφερε τις σελίδες του Γιασμίνα Χάντρα στο σελιλόιντ. «Το να μιλήσεις όμως για ένα τόσο μεγάλο πρόβλημα μέσα σε λίγες λέξεις για τις ανάγκες ενός άρθρου, δεν είναι εύκολο –το θέμα παραείναι σύνθετο» συνεχίζει.
Ωστόσο ο σκηνοθέτης της «Επίθεσης» νιώθει απολύτως βέβαιος ότι έχει πλέον χαθεί κάθε ελπίδα για την επίλυση αυτής της σύγκρουσης. «Πιστεύω ότι η κατάσταση ανάμεσα στο πρόβλημα του Ισραήλ και της Παλαιστίνης θα χειροτερέψει πολύ περισσότερο προτού καλυτερεύσει» επισημαίνει, προσθέτοντας ότι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει φως στο πρόβλημα είναι «και οι δύο χώρες να έχουν ίσες ποσότητες όπλων. Τότε τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν. Οσο όμως οι Ισραηλινοί έχουν τη στρατιωτική υπεροχή, λύση αποκλείεται να υπάρξει. Είναι κανόνας της ανθρώπινης φύσης».
Διευκρινίζει πάντως ότι όλα αυτά τα «πολιτικά ερωτήματα» δεν τον απασχολούσαν την εποχή που γύριζε την «Επίθεση». «Ενώ γυρίζαμε την ταινία στο Τελ Αβίβ και στη Ναμπλούς οι μόνες ανησυχίες μου ήταν πώς θα πετύχαινα τα καλύτερα πλάνα, πώς θα προλάβαινα το ηλιοβασίλεμα, πώς δεν θα ξεφεύγαμε από τον αρχικό προϋπολογισμό μας και πώς θα κέρδιζα το καλύτερο δυνατό από τους ηθοποιούς μου».
Αυτή άλλωστε είναι η τυπική διαδικασία για κάθε σκηνοθέτη σε κάθε δουλειά, λέει ο Ντουεϊρί, αναφερόμενος επίσης στο «φανταστικό μυθιστόρημα» που είχε στα χέρια του. Ο Γιασμίνα Χάντρα δεν ασχολήθηκε καθόλου με τη διασκευή του «Τρομοκρατικού χτυπήματος» σε σενάριο. Επέτρεψε στην παραγωγή να κινηθεί όπως εκείνη ήθελε. Αλλά τελικά ο συγγραφέας διαφώνησε με το φινάλε της ταινίας, το οποίο ήταν εντελώς διαφορετικό από εκείνο του βιβλίου. «Είναι φυσικό να έχει τις αντιρρήσεις του. Κάθε συγγραφέας δένεται πολύ με το υλικό του».
«Θητεία» δίπλα στον Ταραντίνο
Γεννημένος στη Βηρυτό το 1963 ο Ζιάντ Ντουεϊρί είχε από μικρός πάθος με τη φωτογραφία και το σινεμά. Αποφασισμένος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τον κινηματογράφο άφησε πίσω του τον Λίβανο του εμφύλιου σπαραγμού και στα 18 του πήγε στην Αμερική, όπου και σπούδασε. Ηθελε να διηγείται ιστορίες. Αλλά για να τα καταφέρει ήξερε ότι έπρεπε να ξεκινήσει από τα πολύ χαμηλά στρώματα. «Ηθελα να μάθω ό,τι μπορούσα για τη δουλειά, γιατί την αγαπούσα. Αγαπούσα να μεταφέρω τις 35άρες κόπιες από τα γυρίσματα στο εργαστήριο, αγαπούσα να σπρώχνω τα dollies (σ.σ.: οι γραμμές πάνω στις οποίες στήνονται οι κινηματογραφικές μηχανές για τα τράβελινγκ), αγαπούσα να στήνω τα φώτα». Ο Ντουεϊρί πρόσφερε την αγάπη του δωρεάν, απλώς και μόνο για να βρίσκεται στο περιβάλλον που ήθελε.
Οι τεχνικές ικανότητές του αξιοποιήθηκαν. Οι πιο χαρακτηριστικές συνεργασίες του είναι με τον αμερικανό σκηνοθέτη Κουέντιν Ταραντίνο σε ταινίες όπως το «Reservoir dogs», το «Pulp fiction» και το «Τζάκι Μπράουν» το 1997, η τελευταία ταινία άλλου σκηνοθέτη για την οποία εργάστηκε ο ίδιος –κυρίως ως πρώτος βοηθός οπερατέρ. Από τότε έχει σκηνοθετήσει τρεις ταινίες, από τις οποίες η «Επίθεση» ήταν εκείνη που του έδωσε τις πιο έντονες εμπειρίες. Διότι για πρώτη φορά έπρεπε να διαπραγματευθεί τα ταμπού και τις αντιπαλότητες με τις οποίες μεγάλωσε στη Βηρυτό.
«Ο κόσμος δεν δίνει δεκάρα»
«Δεν έχω πέσει ποτέ θύμα φανατισμού» λέει ο Ντουεϊρί, «έχω όμως πέσει θύμα αμάθειας και άγνοιας. Η «Αραβική Ανοιξη» υπήρξε μια τεράστια απογοήτευση, αν και γνωρίζω καλά ότι απαιτείται χρόνος για να ξεπεράσει κανείς την άγνοια και την αμάθεια». Ο ίδιος δεν έχει υπάρξει ποτέ φανατικός, έχει υπάρξει όμως εξτρεμιστής. «Εχω προσπαθήσει να γίνω καλύτερο άτομο, να προσεγγίσω πράγματα και καταστάσεις όσο πιο ουμανιστικά μπορώ. Απέτυχα παταγωδώς. Με βολεύει καλύτερα ο απλός και ξεκάθαρος εξτρεμισμός».
Αρκετά κυνική είναι η απάντηση του 50χρονου σκηνοθέτη στην ερώτηση αν το σινεμά είναι ένα μέσο που μπορεί να αναπτύξει διάλογο: «Δεν νομίζω ότι το σινεμά ή οποιαδήποτε τέχνη μπορούν να αλλάξουν δραματικά τα πράγματα. Ζητάς πολλά με αυτόν τον τρόπο από τους καλλιτέχνες, είτε αυτοί είναι συγγραφείς είτε κινηματογραφιστές, ζωγράφοι κ.ο.κ. Μπορεί όμως σε κάποιες περιπτώσεις να επηρεάσει τον κόσμο. Για παράδειγμα, θυμάμαι πόσο εχθρικά είχα νιώσει απέναντι στους Τούρκους όταν είδα για πρώτη φορά το «Εξπρές του μεσονυκτίου» αλλά και πόσο με είχε ταράξει το «Η Νύχτα και η ομίχλη» του Αλέν Ρενέ (σ.σ.: ένα ντοκυμαντέρ για το Ολοκαύτωμα των εβραίων). Μην ξεχνάτε ότι εσείς, εγώ και μερικοί ακόμη όπως εμείς αποτελούμε μόνο μια μειοψηφία, είμαστε άνθρωποι πρόθυμοι να επανεξετάσουν τις βεβαιότητές τους. Ο περισσότερος κόσμος δεν δίνει δεκάρα».

πότε & πόυ:
Το μυθιστόρημα του Γιασμίνα Χάντρα «Τρομοκρατικό χτύπημα», σε μετάφραση Γιάννη Στρίγκου, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη (2006, σελ. 272, τιμή 17 ευρώ)

Η «Επίθεση» του Ζιάντ Ντουεϊρί, με τους Αλί Σουλιμάν, Ρεϊμόν Αμσελέμ κ.ά., προβάλλεται σε διανομή Strada Films στις αίθουσες ΑΑΒΟΡΑ, ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ, GAZARTE, ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙΟΥ

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ