Στις 8 Ιανουαρίου, την ημέρα των 66ων γενεθλίων του, ο Ντέιβιντ Μπάουι βρέθηκε ξανά στο προσκήνιο του παγκόσμιου Τύπου με ένα από τα πολλά τρικ που μόνον αυτός ξέρει να χειρίζεται με τόση ευχέρεια. Εκεί όπου όλοι πίστευαν ότι δεν πρόκειται να ηχογραφήσει ξανά στη ζωή του, εκείνος ανέβασε στη νέα ιστοσελίδα του το ολοκαίνουργιο τραγούδι «Where are we now?» ανακοινώνοντας ταυτόχρονα ότι έπεται συνέχεια τον Μάρτιο, με το πρώτο άλμπουμ του έπειτα από απουσία μιας δεκαετίας, υπό τον τίτλο «The next day».
Το ενδιαφέρον σε αυτή την κίνηση, πέραν βεβαίως της ίδιας της μουσικής, είναι ο τρόπος που επανήλθε ο βρετανός μουσικός στο προσκήνιο. Για μια ακόμη φορά δίνει μαθήματα μάρκετινγκ προς όλους και κυρίως μαθήματα για τη διατήρηση της καλλιτεχνικής υπόστασης. Ο άνθρωπος που αγκάλιασε τις νέες τεχνολογίες όσο κανένας άλλος –να μην ξεχνάμε ότι ήταν ο πρώτος που με το «Telling Lies» το 1997 ανέβασε ένα τραγούδι στο Internet –επέλεξε να επιστρέψει τόσο αθόρυβα όσο θα ανέμενε κανείς… πριν από την εφεύρεση του τηλεφώνου.
Σε μια εποχή όπου τα πάντα καταγράφονται από το facebook και το twitter, ο Μπάουι βρισκόταν επί ενάμιση χρόνο στο στούντιο μαζί με μια πλειάδα εξαιρετικών μουσικών, χωρίς κανένας άλλος να γνωρίζει το παραμικρό, αφού τους είχε υποχρεώσει να υπογράψουν συμβόλαιο μυστικότητας.
Ο δημοσιογράφος του περιοδικού «Music Week» που ασχολείται ενδελεχώς με τις κινήσεις και τις στρατηγικές της μουσικής βιομηχανίας Τιμ Ινγκαμ λέει χαρακτηριστικά: «Δεν το έχουμε ξαναδεί αυτό. Ενας αληθινός θρύλος να ανακοινώνει την κυκλοφορία, να παρουσιάζει τη μουσική, τις φωτογραφίες, τα πάντα, την ίδια ακριβώς στιγμή» προσθέτοντας ότι, ελλείψει οποιασδήποτε πληροφορίας από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «επανέρχεται με μια πραγματική καταιγίδα δημοσιευμάτων μεγαλύτερη από οποιονδήποτε άλλον καλλιτέχνη τα τελευταία χρόνια».
Η συνάδελφός του Ρίαν Τζόουνς αναρωτιέται στο ίδιο μέσο, μήπως τελικά πρόκειται για μια νέα μόδα στον τρόπο προώθησης ενός άλμπουμ. Σε σχετικό ερώτημα που τίθεται στο αναγνωστικό κοινό η πλειονότητα φέρεται να πιστεύει ότι θα ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμα του Μπάουι στο μέλλον.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης πρόσφατες δηλώσεις του Ιγκι Ποπ σύμφωνα με τις οποίες ο αμερικανός ρόκερ ζηλεύει τον τρόπο που ο Μπάουι χειρίζεται τη δημοσιότητα, ενώ είναι σίγουρος πως όλα αυτά τα χρόνια έκανε χιλιάδες πράγματα τα οποία όμως δεν ήθελε να γίνουν γνωστά στους άλλους.
Ο άνθρωπος που βρίσκεται πιο κοντά στον Μπάουι, ο παραγωγός Τόνι Βισκόντι, υπεύθυνος για μερικές από τις καλύτερες δουλειές του –από το «Space Oddity» (1969) και το «Heroes» (1977) ως τα πιο πρόσφατα «Heathen» (2002) και «Reality» (2003) -, είχε αναφέρει τα περί της ηχογράφησης μόνο στη σύντροφό του και στα παιδιά του. Στις εκατοντάδες ερωτήσεις που δεχόταν καθημερινά επέμενε να κρατάει το στόμα του κλειστό. «Οταν με ρωτούσαν «πρόκειται για τον Μπάουι, έτσι δεν είναι;», τους έλεγα «δεν πρόκειται να απαντήσω» και αυτοί μου έλεγαν, »ο Μπάουι είναι»» λέει.
Ούτε καν ο πρόεδρος της Sony Music Ρομπ Στρίγκερ είχε γνώση του θέματος: το ισχυρό πρόσωπο της μουσικής βιομηχανίας πληροφορήθηκε την ύπαρξη του νέου άλμπουμ μόλις έναν μήνα πριν από την ολοκλήρωσή του. Κατενθουσιασμένος τότε ρώτησε «και τι θα κάνουμε για την προώθησή του;», για να του απαντήσει ο Μπάουι: «Δεν υπάρχει προμόσιον. Απλώς θα το ανεβάσουμε στις 8 Ιανουαρίου».

Ο,τι θέλει, όπου θέλει, όποτε θέλει


Πάντως ο Μπάουι έχει εδώ και χρόνια απλοποιήσει τις μεθόδους δημιουργίας και προώθησης ενός άλμπουμ. Σύμφωνα με το έγκυρο ρεπορτάζ του Αλέξις Πετρίντις στον «Guardian», το γραφείο του στη Νέα Υόρκη είναι στελεχωμένο από… ένα άτομο. Ο ίδιος δεν διαθέτει επίσημο μάνατζερ. Τις σχετικές αρμοδιότητες τις έχει μεταθέσει στον οικονομικό του μάνατζερ Μπιλ Ζάισμπλατ, έναν ικανό, χαμηλού προφίλ διαχειριστή ο οποίος ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως λογιστής στις περιοδείες των Ρόλινγκ Στόουνς.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει, όποτε θέλει και κυρίως χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί κάποια σύσκεψη στελεχών. Οποτε βρίσκεται, για παράδειγμα, στη Βρετανία, ελάχιστοι το μαθαίνουν –και μάλιστα αφού έχει κάνει… ό,τι πήγε να κάνει εκεί.
Αξίζει ακόμη να αναφερθεί ο τρόπος που προσέγγισε ο Μπάουι τους μουσικούς του προκειμένου να συμμετέχουν στην ηχογράφηση. Ο γνωστός από το σόλο του στο «Station To Station» (1976) κιθαρίστας Ερλ Σλικ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι, ενώ όλα αυτά τα χρόνια οι δυο τους επικοινωνούσαν μια στο τόσο, ξαφνικά του ήρθε ένα email που έγραφε: «Κάνεις κάτι αυτόν τον καιρό;». «Πάγωσα» εξομολογείται ο ιταλοαμερικανός μουσικός στο περιοδικό «Rolling Stone», «γιατί ήξερα εκείνη τη στιγμή ότι επρόκειτο για ηχογράφηση. Τα περασμένα Χριστούγεννα ήταν τα πιο… δυστυχισμένα της ζωής μου. Hμουν εξώφυλλο στο «Guitar Player» στο τεύχος που παραμένει για διπλάσιο διάστημα στα περίπτερα, ηχογραφούσα για τον Μπάουι και δεν μπορούσα να αποκαλύψω τίποτε λόγω του συμβολαίου που είχα υπογράψει». Πρόσφατα ο Μπάουι του έστειλε ένα ακόμη email, όπου του έγραφε: «Σε ευχαριστώ που δεν είπες τίποτε». «Γνωρίζει ότι λόγω της καταγωγής μου δεν κρατάω το στόμα μου κλειστό» εξηγεί ο Σλικ.

Ροκ, φάνκι και με αναφορές στην Ιστορία
Οσον αφορά τον ήχο του επερχόμενου άλμπουμ του Ντέιβιντ Μπάουι «The next day» ο παραγωγός Τόνι Βισκόντι λέει ότι είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του σινγκλ, της χαμηλών τόνων μπαλάντας «Where Are We Now?». «Είναι ροκ άλμπουμ, με πέντε πολύ δυνατά κομμάτια και κάποια άλλα αρκετά φάνκι, που θυμίζουν το «Young Americans». Είναι αρκετά μυστηριώδες και νοσταλγικό. Αυτή την περίοδο ο Μπάουι έχει εμμονή με τη μεσαιωνική αγγλική αλλά και τη σύγχρονη ρωσική Ιστορία. Το ομώνυμο τραγούδι αναφέρεται σε έναν τύραννο και ολόκληρο το άλμπουμ θέλει αρκετές ακροάσεις ώστε να γίνει απολύτως κατανοητό το περιεχόμενό του. Οσο για τη φωνή του, βρίσκεται σε μεγάλη φόρμα και ακούγεται πιο δυνατή από ποτέ. Πιστέψτε με, κάτι ξέρω!».
Ολα δείχνουν πάντως ότι ο τρόπος που επέλεξε ο Μπάουι να λανσάρει το 24ο άλμπουμ του ήταν ο ιδανικός: το πρώτο τραγούδι βρέθηκε στην κορυφή των πωλήσεων του itunes ενώ το «The next day» βρίσκεται στο Νο 1 των… προπωλήσεων. Πόσο συναρπαστική μπορεί να είναι η επόμενη ημέρα για έναν καλλιτέχνη ο οποίος δεν έχει πλέον να αποδείξει τίποτε, είναι κάτι που μένει να δούμε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ