Περί τους 21.000 αρχαιολογικούς χώρους, περισσότερα από 7.500 δημόσια ακίνητα, 4.000 κηρυγμένοι χερσαίοι χώροι, ιστορικοί τόποι κτλ., πάνω από 12.000 αρχαία ακίνητα μνημεία, πάνω από 8.000 νεότερα… και ο κατάλογος συνεχίζεται. Το απέραντο χάος της ακίνητης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, ταυτόχρονα όμως και της περιουσίας του υπουργείου Πολιτισμού, μόλις τώρα αποκαλύπτεται.
Ως πριν από δύο χρόνια αυτά τα νούμερα (και πολλά ακόμη) ήταν άγνωστα. Οπως και πλήθος περιπτώσεων που αφορούν καταπατήσεις, καταλήψεις, αδιευκρίνιστο ιδιοκτησιακό καθεστώς, έλλειψη ασφαλών στοιχείων, ακόμη και αδυναμία εντοπισμού αρχαιολογικών χώρων. Και πώς μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού το υπουργείο Πολιτισμού ως μικρογραφία του Δημοσίου διακατέχεται από τα ίδια ελαττώματα με αυτό, τις αγκυλώσεις, τη δυσλειτουργία και κυρίως τη γραφειοκρατία.
Η επένδυση λοιπόν σε ένα πρόγραμμα πλήρους καταγραφής και ψηφιοποίησης, που θα συνοδεύεται μάλιστα από περιγραφικό και οπτικοποιημένο υλικό, συνιστά μια καινοτόμο πράξη –για τα ελληνικά δεδομένα πάντα –που επιχειρεί να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Πόσω μάλλον όταν στο υλικό αυτό θα έχει πρόσβαση και ο ταλαιπωρημένος από το Δημόσιο πολίτης, που η ατυχία του να έχει ιδιοκτησία με αρχαία ή δίπλα σε αρχαία ή τέλος πάντων σε σχέση με αρχαία μπορεί να του κόστισε χρόνο τρέχοντας από υπηρεσία σε υπηρεσία και ασφαλώς χρήμα.
Στο Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο –περί αυτού πρόκειται –γίνεται έτσι η συστηματική καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του υπουργείου Πολιτισμού αφενός και αφετέρου η συστηματική καταγραφή του συνόλου της ακίνητης πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Μιλάμε επομένως για περιοχές προστασίας πολιτιστικού περιβάλλοντος και ακίνητα μνημεία, δηλαδή θεσμοθετημένους αρχαιολογικούς χώρους, για ιστορικούς τόπους, για ζώνες προστασίας Α’ και Β’, για όλες τις λοιπές περιοχές προστασίας αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και για όλα τα ακίνητα μνημεία από την απώτερη αρχαιότητα ως σήμερα.
Τούτων δοθέντων, γκρίζες ζώνες, αμφισβητούμενες αποφάσεις, ελλείψεις ή παραποίηση στοιχείων δεν θα υπάρχουν πλέον, όσο κι αν τα ανωτέρω μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να εξυπηρετούσαν είτε τον πολίτη είτε το κράτος, καθώς η ασάφεια προσέφερε δυνατότητες και ρουσφετιών.
Καταγραφή


Από το 2000 είχαν αρχίσει οι πρώτες συζητήσεις για την κατάρτιση του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου, αλλά μόλις το 2011 έγινε δυνατή η έναρξη του έργου, το οποίο βεβαίως αν δεν είχε ενταχθεί στο ΕΣΠΑ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ψηφιακή Σύγκλιση») δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί, καθώς ο προϋπολογισμός του ανέρχεται στα 7,232 εκατ. ευρώ. Φορέας υλοποίησης και λειτουργίας είναι η Διεύθυνση Απαλλοτριώσεων και Ακίνητης Περιουσίας, στην οποία σημαντικές ήταν οι υπηρεσίες που προσέφερε ο πρόσφατα θανών προϊστάμενός της Αντώνης Γιουρούσης, ενώ εξειδικευμένη επιστημονική ομάδα έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας το έργο, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα που απαιτεί εις βάθος έρευνα και διαρκείς διασταυρώσεις στοιχείων. Ο χρονικός ορίζοντας ολοκλήρωσης ωστόσο είναι συγκεκριμένος, δηλαδή το 2015, που λήγει το ΕΣΠΑ.
Για ευνόητους λόγους, λοιπόν, το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο θεωρείται το μόνο που μπορεί να σταματήσει την καταπάτηση και εκμετάλλευση της περιουσίας του υπουργείου Πολιτισμού, η οποία έχει αποκτηθεί από απαλλοτριώσεις κυρίως αλλά και από απευθείας αγορά από το Ελληνικό Δημόσιο ή από ξένες αρχαιολογικές σχολές υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, από δωρεές, παραχώρηση χρήσης ή της πλήρους κυριότητας από τρίτους.
Ωστόσο καταπατήσεις, αυθαίρετη ή εμπορική χρήση ακινήτων και άλλες αξιόποινες πράξεις έχουν εντοπισθεί ως αυτή τη στιγμή. Αλλά και οι αστοχίες στη διαδικασία απόκτησης ακινήτων είναι πολλές, ειδικά στις απαλλοτριώσεις, όπου έχουν καταγραφεί τραγελαφικές ιστορίες. Για παράδειγμα, ενώ μία απαλλοτρίωση έχει τελεσιδικήσει, ο ιδιοκτήτης έχει εισπράξει την αποζημίωση και το ακίνητο ανήκει πλέον στο Δημόσιο, στη συνέχεια επανέρχεται πάλι στον ιδιώτη!
Ενδεικτικά πάντως για την απόκτηση ακινήτων διατέθηκαν σε μία εικοσαετία (1990-2009) αποζημιώσεις συνολικού ύψους 390 εκατ. ευρώ για την απαλλοτρίωση και αγορά 1.640 ακινήτων.
Δωρεές και άγνοια


Οι δωρεές προς το υπουργείο Πολιτισμού για συγκεκριμένο σκοπό συνιστούν μια άλλη προβληματική ενότητα. Πρόκειται για μικρό αριθμό εμπορικών διαμερισμάτων και γραφείων –18 συνολικά –στο κέντρο της Αθήνας που δωρήθηκαν προκειμένου να εκποιηθούν ώστε τα χρήματα να χρησιμοποιηθούν για κάποιον πολιτιστικό σκοπό. (Από αυτά έχουν πωληθεί τα εννέα αντί 12 εκατ. ευρώ συνολικά.) Υπάρχουν όμως και δωρεές ακινήτων, όπως στο Κολωνάκι, όπου το υπουργείο είναι μεν συνιδιοκτήτης αλλά στην πράξη έχει «χάσει» το μερίδιό του.
Αλλα ακίνητα στην περιοχή της Πλάκας, που έχουν παραχωρηθεί σε φορείς για πολιτιστικούς σκοπούς, έχουν μετατραπεί σε εμπορικά καταστήματα και άλλα έχουν καταληφθεί από περιθωριακές ομάδες. Επιπλέον πολλά δημόσια ακίνητα που βρίσκονται πλησίον αρχαιολογικών χώρων, όπως για παράδειγμα στη Βραυρώνα, φαίνεται να έχουν καταπατηθεί κατά ένα τμήμα τους από… γείτονες.
Αλλά ας μην πάμε μακριά. Γιατί ούτε το ίδιο το κράτος –η πρώην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου συγκεκριμένα –γνώριζε τον ακριβή αριθμό των ακινήτων του υπουργείου Πολιτισμού αφού το υπουργείο Οικονομικών είχε καταγράψει μόλις 2.345 ακίνητα σε όλη τη χώρα τη στιγμή που από την έρευνα του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου προκύπτουν περί τις 7.500. Από αυτά το 20% περίπου είναι αστικά και τα υπόλοιπο 80% στην περιφέρεια.
Ενα μέρος της δημόσιας ακίνητης περιουσίας πάντως έχει ήδη διατεθεί για την κατασκευή δημόσιων μουσείων, καθώς και για την οροθέτηση σημαντικών αρχαιολογικών χώρων και πολιτιστικών διαδρομών. Ενας άλλος αριθμός δημόσιων αστικών ακινήτων επίσης έχει διατεθεί για τις λειτουργικές ανάγκες των δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και για αποθηκευτικούς χώρους κινητών αρχαίων ευρημάτων που έχουν αποκαλυφθεί κυρίως κατά τη διάρκεια σωστικών ανασκαφών.
Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, τα ακίνητα που θα μπορούσε ίσως να εκμεταλλευτεί το υπουργείο Πολιτισμού, αυτά δηλαδή που δεν έχουν αρχαιολογικό χαρακτήρα, είναι ελάχιστα. Η γνώση επομένως της περιουσίας αυτής έχει να κάνει κατά βάση με την τεκμηρίωση και την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς η οποία εξ ορισμού δεν μπαίνει σε διαπραγμάτευση.
Από την άλλη, κάθε επιβουλή εναντίον της –καταπατήσεις κτλ. –θα μπορεί πλέον να αντιμετωπιστεί νομικά καθώς το απαιτούμενο αποδεικτικό υλικό συγκεντρώνεται από το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο. Αρκεί βεβαίως να υπάρχει η βούληση της ηγεσίας του υπουργείου και των αρμοδίων υπηρεσιών ώστε να υπάρχουν οι ανάλογες κινήσεις προσφυγής στη Δικαιοσύνη.
Παράδοξο κατόπιν αυτών, επομένως, αποτελεί η έλλειψη χώρων στέγασης των υπηρεσιών του υπουργείου, που εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται διασπαρμένες σε 17 διαφορετικά κτίρια της Αθήνας, για τα οποία μάλιστα καταβάλλεται ετήσιο μίσθωμα ύψους 3 εκατ. ευρώ. Το Αρχαιολογικό Κτηματολόγιο θα μπορούσε να βρει λύση και γι’ αυτή την περίπτωση, αντί το υπουργείο να προσανατολίζεται σε μια αγορά –του πρώην εργοστασίου Τσαούσογλου στην Πειραιώς –προκειμένου να βρει στέγη.
Το πολιτιστικό απόθεμα σε αριθμούς
4.000 κηρυγμένοι χερσαίοι αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικοί τόποι και ζώνες προστασίας.
9.000 τ.χλμ η συνολική επιφάνεια των χώρων τους, περίπου το 10% της χερσαίας επιφάνειας της ελληνικής επικράτειας.
100 κηρυγμένοι ενάλιοι αρχαιολογικοί χώροι και ζώνες προστασίας συνολικής επιφάνειας περίπου 100 τ.χλμ., χωρίς το θαλάσσιο πάρκο Σποράδων, επιφάνειας 1.500 τ.χλμ.
12.000 αρχαία ακίνητα μνημεία, χερσαία και ενάλια, από την απώτερη αρχαιότητα ως το 1830.
Πάνω από 8.000 νεότερα ακίνητα μνημεία, νεότεροι ιστορικοί τόποι και περιοχές προστασίας νεότερων μνημείων από το 1830 ως σήμερα.
Πάνω από 1.000 θέσεις κατάχωσης αρχαίων μνημείων σε δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους.
Πάνω από 100.000 στρέμματα το σύνολο της επιφάνειας στην επικράτεια, μη περιλαμβανομένων των ακινήτων της δημόσιας κτήσης ή των παραχωρημένων στο υπουργείο Πολιτισμού από την πρώην Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου.
330.000 τ.μ. το διατεθειμένο κτιριακό απόθεμα που εξυπηρετεί λειτουργικές και αποθηκευτικές ανάγκες.
90.000 τ.μ. το κτιριακό απόθεμα για τις εγκαταστάσεις των δημόσιων μουσείων.

Η πικρή ιστορία της Πλάκας
Στην Πλάκα, στα Αναφιώτικα, στην Ακαδημία Πλάτωνος και στον Κεραμεικό βρίσκονται τα περισσότερα αστικά ακίνητα του υπουργείου Πολιτισμού, σύμφωνα με την καταγραφή του Αρχαιολογικού Κτηματολογίου. Στην περιοχή της Πλάκας συγκεκριμένα η έρευνα έδειξε 113 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 107 δημόσια χωρίς κτίσμα. Στην περιοχή των Αναφιώτικων 40 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 22 χωρίς κτίσμα. Στην περιοχή του Αρχαιολογικού χώρου Ακαδημίας Πλάτωνος 45 δημόσια ακίνητα με κτίσμα και 63 χωρίς κτίσμα. Και στην περιοχή Κεραμεικού 40 δημόσια ακίνητα με κτίσμα. Συμπληρωματικά εξάλλου, καταγράφηκαν ένα ακίνητο της Αρχιεπισκοπής Αθηνών και 16 ακίνητα της Ακαδημίας Αθηνών.
Να σημειωθεί ότι για τις περιοχές της Πλάκας και του Κεραμεικού διατέθηκε την εικοσαετία 1980-2000 περίπου το ποσόν των 70 εκατ. ευρώ για περίπου 130 ακίνητα. Παρ’ όλα αυτά είναι οι περιοχές στις οποίες παρουσιάζονται τα περισσότερα κρούσματα καταπατήσεων και καταλήψεων, παράνομων εμπορικών χρήσεων, αλλά και βανδαλισμών. Αντιθέτως, για τα ελάχιστα που ενοικιάζονται το μίσθωμα που λαμβάνεται είναι εξευτελιστικό, αφού μπορεί να ανέρχεται μόλις σε λίγα ευρώ.
Στη μεσαιωνική πόλη της Ρόδου εξάλλου έχουν καταγραφεί 355 ακίνητα –εδώ βρίσκεται ένας μικρός αριθμός επίσης ενοικιαζόμενων -, στο Ρέθυμνο δέκα αστικά ακίνητα με κτίσμα στην παλιά πόλη, στον Νομό Αρκαδίας επτά αστικά ακίνητα με κτίσμα και στον Νομό Αχαΐας 61, επίσης με κτίσμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ