Ενα κτίριο με μακρά ιστορία και ιδιαίτερη αρχιτεκτονική, παρ’ ότι ξενίζει μέσα στο αττικό τοπίο. Μεγάλος αριθμός κτισμάτων, ορισμένα από τα οποία μικρά κοσμήματα, άλλα απλές κατασκευές χωρίς ενδιαφέρον και μερικά σε εξαιρετικά άσχημη κατάσταση (χωρίς στέγες και κουφώματα, με γκρεμισμένους τοίχους), ένα βήμα πριν από την οριστική κατάρρευση. Και μαζί μερικές χιλιάδες αντικείμενα.
Το πρώην βασιλικό τμήμα στο Τατόι, βεβαρημένο από ένα ιστορικό παρελθόν με δυσάρεστα, συχνά, κεφάλαια αλλά πλέον ένας ανοικτός χώρος που πλημμυρίζει κυρίως τα Σαββατοκύριακα –από τότε που επετράπη, έστω και ατύπως, η είσοδος –από επισκέπτες που επιθυμούν να απολαύσουν τη φύση, βρίσκεται τους τελευταίους μήνες πολλαπλώς στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας. Η τεράστια έκτασή του, 42.000 στρέμματα από τα οποία τα 23.550 του «στενού» ανακτορικού πυρήνα, το κτίριο των ανακτόρων –από μόνο του ένα μουσείο –αλλά και τα βοηθητικά οικήματα, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονται, προκαλούν για αξιοποίηση.
Ποια θα είναι αυτή, πώς θα γίνει, ποιοι θα την κάνουν και με πόσα χρήματα δεν έχει αποφασιστεί ακόμη, με αποτέλεσμα αλληλοσυγκρουόμενες ανακοινώσεις από αρμοδίους και μη. Πρόσφατες πληροφορίες από το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου θέλουν το Τατόι να αποφέρει έσοδα. Προτείνεται, για παράδειγμα, η μετατροπή του βουστασίου σε συνεδριακό κέντρο! «Αξιοποίηση» προβλέπει και το σχέδιο του Οργανισμού Ρυθμιστικού Σχεδίου Αθήνας, με πιο ελαστική διάθεση ωστόσο, αποβλέποντας στην οικονομική του αυτάρκεια.
Παράλληλα όμως η έρευνα έδειξε ότι πέρα από τα σχέδια και τις προτάσεις, που διατυπώνονται επισήμως ή όχι, ουδεμία συζήτηση μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών καταγράφεται, πόσω μάλλον ένας συντονισμός. Το Τατόι αποτελεί σήμερα ένα καλό παράδειγμα ασυνεννοησίας μεταξύ φορέων του Δημοσίου, που συνήθως καταλήγει σε απραξία. Στο ερώτημα, έτσι, τι θα γίνει το πρώην βασιλικό κτήμα, σαφής απάντηση δεν υπάρχει.

Διατηρητέα


Περπατώντας στο δάσος του Τατοΐου με τα χωμάτινα μονοπάτια, τα ξέφωτα και τα μικρά κτίρια να ξεπηδούν ανάμεσα στα πανύψηλα δέντρα, εκείνο που κυρίως νιώθεις είναι η γαλήνη και η ηρεμία που μόνο η επαφή με τη φύση στην ανεπιτήδευτη μορφή της μπορεί να δώσει. Πρόκειται για έναν παράδεισο χωρίς καλλιέπειες, οργανωμένες διασκεδάσεις και προκατασκευασμένη ψυχαγωγία. Είναι αυτό που μαγεύει και αυτό ακριβώς που πρόκειται να χαθεί, αν υλοποιηθούν επεμβάσεις που θα ξεπεράσουν τις αντοχές του.
Στην αρμοδιότητα του υπουργείου Περιβάλλοντος βρίσκεται από το 2008 το Τατόι, το οποίο όμως έχει χαρακτηριστεί ιστορικός τόπος από το υπουργείο Πολιτισμού. Παράλληλα το υπουργείο Πολιτισμού έχει κηρύξει ήδη από το 2003 29 κτίσματα από τα 40 ως διατηρητέα (μαζί με τον αναλογούντα περιβάλλοντα χώρο τους, όπως προβλέπει ο Νόμος για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς) καθώς και τα κινητά αντικείμενα που βρίσκονται μέσα σε αυτά, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα τη συντήρηση και την αποκατάστασή τους.
Επιπλέον, μετά την πρόσφατη εκκένωση του ανακτόρου από αντικείμενα οικοσκευής και άλλα που υπήρχαν στο εσωτερικό του, ξεκίνησε η διαδικασία για την εκπόνηση μελέτης της αποκατάστασής του. Πριν από λίγο καιρό εγκρίθηκαν και οι μελέτες από το Κεντρικό Συμβούλιο Νεοτέρων Μνημείων για την αποκατάσταση και την επαναχρησιμοποίηση τριών κτιρίων, της Οικίας Αρχικηπουρού, της Οικίας Δασοφύλακα και της Γεννήτριας Ηλεκτρικού Ρεύματος. Το έργο μάλιστα θα ενταχθεί στο ΕΣΠΑ με προϋπολογισμό περί τα 2 εκατ. ευρώ και χρονικό ορίζοντα ολοκλήρωσης το 2015. Οσον αφορά τα κινητά μνημεία, η συντήρησή τους γίνεται ήδη από την αρμόδια Διεύθυνση της Γενικής Γραμματείας Πολιτισμού, χάρη στην ένταξη στο ΕΣΠΑ με 1,5 εκατ. ευρώ, ποσό στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι εργασίες συντήρησης στην εκκλησία της Αναλήψεως. Και το όλο πρόγραμμα ολοκληρώνεται το 2014. «Το κτήμα είναι ένας εκτεταμένος δημόσιος χώρος αναψυχής που απαιτεί ποιοτικές παρεμβάσεις, άρτιο αισθητικό αποτέλεσμα, ήπιες χρήσεις, έξυπνη και ορθολογική διαχείριση. Απαιτούνται υψηλής αισθητικής παρεμβάσεις οι οποίες θα ακολουθήσουν τα πρότυπα των αρχικών λειτουργιών ζωντανεύοντας τα κηρυγμένα κτίρια και τον ιστορικό τόπο» λέει στο «Βήμα» η γενική γραμματέας του υπουργείου Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη.
Την ίδια στιγμή όμως τα ερωτήματα αν όλα τα κηρυγμένα κτίρια αλλά και τα αντικείμενα στο σύνολό τους επιβάλλεται να συντηρηθούν και να αποκατασταθούν σήμερα, με τις υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες και τη μηδενική ρευστότητα, επανέρχονται. Το ίδιο και αν είναι όλα άξια διατήρησης, δεδομένου ότι θα δαπανηθούν πολύς χρόνος και χρήμα. Για παράδειγμα, η ευτέλεια, η κακή ποιότητα και η άσχημη κατάσταση πολλών αντικειμένων προκαλούν απορίες για την κήρυξή τους ως κινητών μνημείων. Διότι κατανοεί κανείς ότι η πολιτεία οφείλει να διατηρήσει έργα τέχνης, παραδοσιακές στολές, αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, σύμβολα, κάποια έπιπλα, κάποια είδη ένδυσης και υπόδησης, αλλά τι θα κάνει με τις ψωμιέρες και τα ταψιά, τα σχισμένα καραβόπανα, τα γκαζάκια, τα κουτιά απορρυπαντικού ή τα χαρτιά υγείας; Είναι όλα μνημεία;

«Τόσο τα κτίρια όσο και τα αντικείμενα αποτελούν ένα σύνολο μιας συγκεκριμένης ιστορικής φάσης της χώρας. Από τη στιγμή που τα κηρύξαμε διατηρητέα, έχουμε υποχρέωση να τα προστατέψουμε. Αλλωστε βασική αρχή στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς είναι η προστασία συνόλων»
απαντά η κυρία Μενδώνη, προσθέτοντας ότι μπορεί μερικά αντικείμενα να φαίνονται τώρα άχρηστα, «στην πραγματικότητα όμως έχουν ενδιαφέρον κοινωνικό, οικονομικό και ιστορικό. Η σύγχρονη αντίληψη διεθνώς είναι ότι προστατεύουμε όλο το υλικό ως σύνολο, διότι έχουμε ανάγκη να το μελετήσουμε. Ο ιστορικός πρέπει να έχει μια συνολική εικόνα για ό,τι συνέβαινε μέσα σε αυτό το κτήμα. Η περίοδος της βασιλείας είναι μια ιστορική περίοδος της νεότερης Ελλάδας, οφείλεις λοιπόν να την αντιμετωπίσεις με τα κριτήρια του ιστορικού».
Το μουσείο


Ακριβής εικόνα ωστόσο δεν μπορεί πλέον να υπάρξει, καθώς τα ωραία, τα πολύτιμα και ακριβά απουσιάζουν. Ο,τι έχει απομείνει δεν είναι παρά τα φθηνά απομεινάρια μιας «οικοσκευής» που έφυγε με εννέα κοντέινερ από την Ελλάδα του 1991. Μαζί και η σοδειά της κλοπής που έγινε την ίδια εποχή γεννώντας πολλά ερωτηματικά καθώς αφαιρέθηκαν –κατά δήλωση εκπροσώπου του τέως βασιλέως –πίνακες ζωγραφικής και θρησκευτικές εικόνες αλλά και κοσμήματα μεταξύ των οποίων χρυσό διάδημα σε σχήμα τιάρας «πεποικιλμένον με μαργαριτάρια και μονόπετρα», χρυσές εικόνες σε χρυσοποίκιλτα πλαίσια, βαρύτιμοι σταυροί με σμαράγδια, βραχιόλια με ρουμπίνια, δαχτυλίδια με διαμάντια, κολιέ με μαργαριτάρια, νομίσματα Φιλίππου, Αλεξανδρινά, Κωνσταντινάτα κ.ά.
Παρ’ όλα αυτά «το ανάκτορο θα μπορούσε να αποκατασταθεί και να λειτουργήσει ως ένα μουσείο του εαυτού του», όπως λέει η κυρία Μενδώνη. «Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο Πρωθυπουργός θέλουν να παραθέσουν γεύμα σε κάποιες προσωπικότητες, δεν θα μπορούν. Ομως καθημερινά θα είναι ένα μουσείο. Να μπαίνεις και να βλέπεις ένα σπίτι, το οποίο κάποια στιγμή χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορο. Να βλέπεις ανοιγμένες ντουλάπες ή να μπορείς να τις ανοίξεις για να δεις όσες από τις τουαλέτες της βασίλισσας μπορεί να αναδειχθούν, οι φορεσιές να μην είναι σε προθήκες, τα χαλιά να είναι στρωμένα, το σαλόνι όπως ήταν, με τους πίνακες, τα γλυπτά, τα ενθύμια».

Προικοσύμφωνα, φορεσιές και τσουγκράνες

Το προικοσύμφωνο για τον γάμο του Γεωργίου Α’ με την Ολγα, πίνακες των Αϊβαζόφσκι, Σόρενσεν και Βολανάκη, γλυπτά του Κόσσου, γυναικείες παραδοσιακές φορεσιές, δύο βιβλία επισκεπτών με σημαντικές υπογραφές, όπως του Κωνσταντίνου Καραμανλή και του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, έξι φωτογραφικά λευκώματα με εικόνες από την κηδεία του βασιλιά Παύλου, την επίσκεψη του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στην Αίγυπτο και τη συνάντησή του με τον Νάσερ αλλά και από τους θερινούς Ολυμπιακούς Αγώνες το 1906 στην Αθήνα, καθώς και δύο ντοσιέ με έγγραφα, το ένα για το Κυπριακό και το δεύτερο για την ίδρυση της Εθνικής Εταιρείας Διαφωτίσεως, περιλαμβάνονται στα κινητά αντικείμενα που βρέθηκαν είτε στο κτίριο των ανακτόρων είτε στο ιπποστάσιο, στα μαγειρεία, στον στάβλο, στο βουτυροκομείο και στο βουστάσιο.

Μόνο στο κεντρικό κτίριο καταγράφηκαν περίπου 5.500 αντικείμενα, ενώ άλλα 1.701 προήλθαν από το ιπποστάσιο και τα μαγειρεία. Ανάμεσά τους αντικείμενα μικροτεχνίας, όπως μετάλλια και κύπελλα, ένα όπλο σκοποβολής του χρυσού ολυμπιονίκη των αγώνων του Βερολίνου Γιώργου Στάθη, ο οποίος το δώρισε στη βασιλική οικογένεια, μια εικόνα δώρο για τον γάμο του Γεωργίου Α’ και της Ολγας, ένα δισκοπότηρο ρωσικής κατασκευής, ένα τμήμα από σπερβέρι (κουρτίνα που απομόνωνε το νυφικό κρεβάτι) και ένα παραδοσιακό νυφικό σεντόνι σε λινό ύφασμα με ανατολίτικα διακοσμητικά μοτίβα, το χρυσό αντίγραφο ενός μυκηναϊκού κυπέλλου, ακόμη και μια χρυσή θήκη για καλλυντικά πολυτελούς οίκου. Βεβαίως ο κύριος όγκος είναι τα «δεύτερα»: στοιχεία ένδυσης και υπόδησης, εξοπλισμός κουζίνας και γενικότερα οικιακός εξοπλισμός, έπιπλα, ηλεκτρολογικά, είδη ταξιδιού. Αλλά και τσουγκράνες, κόσκινα, στρατιωτικός εξοπλισμός. Γιατί εδώ είναι Βαλκάνια. Ετσι λοιπόν ήταν και αυτή η μοναρχία: βαλκανική.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ