Υβ Μοντάν, Σιμόν Σινιορέ, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν, Ρόμι Σνάιντερ, Τζον Τραβόλτα, Ντάστιν Χόφμαν, Τζέσικα Λανγκ, Τζακ Λέμον. Θρύλοι της υποκριτικής όλοι τους, έχουν χαρίσει μαγικές στιγμές σε εκατομμύρια θεατές. Και έχουν υπάρξει συνεργάτες του Κώστα Γαβρά. Ο Μοντάν, σε πέντε ταινίες, έγινε το απόλυτο alter ego του σκηνοθέτη στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, όταν το πολιτικό στίγμα του Γαβρά συντάρασσε συνειδήσεις σε όλη την υφήλιο. Περιέργως στην ταινία που τους σημάδεψε, το βραβευμένο με Οσκαρ «Ζ», ο Μοντάν παίζει μόλις για 10 λεπτά. Η Σινιορέ τον αγάπησε γιατί της έλεγε ιστορίες για τον ελληνικό εμφύλιο. Η Σνάιντερ τον εντυπωσίασε με την ανασφάλειά της. Ο Λέμον, ο Τραβόλτα και ο Χόφμαν συνδέθηκαν στενά μαζί του όταν ο Γαβράς, δουλεύοντας μαζί τους στο Χόλιγουντ, άλλαξε το προφίλ τους, αποσπώντας ένα δεύτερο Οσκαρ (σεναρίου) για τον «Αγνοούμενο». Ολοι είχαν κάποιο τερτίπι. Και όλοι είχαν ευαισθησίες.
ΥΒ ΜΟΝΤΑΝ


«Διαμέρισμα δολοφόνων», «Ζ», «Κατάσταση πολιορκίας», «Η ομολογία», «Η λάμψη μιας γυναίκας»


«Γνώρισα τον Μοντάν στα γυρίσματα της ταινίας του Ρενέ Κλεμάν «Αύριο ξημερώνει μια άλλη μέρα», στην οποία δούλεψα βοηθός. Μας σύστησε η Σιμόν Σινιορέ. «Αυτός είναι ο άλλος μετανάστης» του είχε πει για μένα. Ο Μοντάν ήταν Ιταλός, το πραγματικό όνομά του ήταν Λίβι και μάλιστα δεν του άρεσε γιατί δεν το θεωρούσε εμπορικό. Αποκτήσαμε επαφή, με καλούσε στο εξοχικό του. Οταν έμαθε ότι έγραφα την πρώτη μου ταινία, το «Διαμέρισμα δολοφόνων», με ρώτησε αν είχα έναν ρόλο και για εκείνον. Του έδωσα το σενάριο, το διάβασε, με κάλεσε σε γεύμα. Δύο ήταν οι βασικοί ρόλοι. Εκείνος που έπαιξε ο Μισέλ Πικολί και ο ρόλος του αστυνομικού. Αυτό απασχολούσε τον Υβ, δεν αισθανόταν άνετα ως αστυνομικός. Για να τον απελευθερώσω, του είπα να τον υποδυθεί με την προφορά της Μασσαλίας, απ’ όπου ήταν ο ίδιος αλλά και πολλοί αστυνομικοί. Με τίποτε! Δεν του άρεσε η προφορά του και μάλιστα την καταπολεμούσε. «Όχι, όχι, δεν είμαι σαν τον Φερναντέλ» μου είπε. Τελικά τον έπεισα να παίξει με τη μασσαλιώτικη προφορά, αφού του υποσχέθηκα ότι, αν δεν του άρεσε το αποτέλεσμα, θα το ντουμπλάραμε όλο. Η Σιμόν, που μας άκουγε, πήρε το μέρος μου. Ετσι αρχίσαμε. Από την πρώτη μέρα του γυρίσματος του άρεσε. Αργότερα έγραψε στην αυτοβιογραφία του ότι παίζοντας στο «Διαμέρισμα δολοφόνων» κατάλαβε για πρώτη φορά τι είναι ηθοποιός. Ως τότε μιμούνταν. Τον Γκάρι Κούπερ, τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ… Η μάσκα της προφοράς τον βοήθησε πολύ. Γίναμε για πάντα φίλοι. Ετσι άλλωστε δέχθηκε να παίξει στο «Z» όπου ο ρόλος του είναι μόλις 10′ μπροστά στις 2 ώρες της ταινίας».
ΖΑΝ-ΛΟΥΙ ΤΡΕΝΤΙΝΙΑΝ


«Διαμέρισμα δολοφόνων», «Ζ»


«Ο Τρεντινιάν είχε δεχτεί να υποδυθεί έναν αρνητικό ήρωα στο «Διαμέρισμα δολοφόνων» και όταν το φιλμ τελείωσε το επεσήμανε λέγοντας ότι τον έβαλα να παίξει έναν «μικρό μπάσταρδο». «Ναι, Ζαν-Λουί» του απάντησα, «όμως μια μέρα θα βρούμε έναν καλό ρόλο για να παίξεις». Ετσι λοιπόν, όταν τελείωσα το σενάριο του «Z», πήγα και τον βρήκα και του είπα «τώρα έχω έναν καλό ρόλο, θες να τον κάνεις;». Αμέσως μου είπε «ναι». Η μόνη διαφορά που είχαμε ήταν ότι στην αρχή δεν ήθελε με τίποτε να φορέσει τα γυαλιά με τον μαύρο κοκάλινο σκελετό και το φιμέ τζάμι που φορά στην ταινία. Τον ενoχλούσε που δεν θα φαινόταν καλά το βλέμμα του. Ομως επέμεινα και, αφού κάναμε κάποια τεστ, τελικά το δέχτηκε. Μετά του άρεσε. Νομίζω ότι και σε αυτόν έβγαλα μια μάσκα. Του είχα πει ότι ήθελα το πρόσωπό του εντελώς ανέκφραστο, γι’ αυτό και ήθελα τα γυαλιά, ήταν σαν τις μάσκες στο αρχαίο θέατρο. Εν τέλει το συνήθισε και του άρεσε. Δεν γνώριζα τον Χρήστο Σαρτζετάκη την εποχή του «Z», ήξερα πώς ήταν μόνο από τις φωτογραφίες των εφημερίδων. Δεν ήθελα να κάνω ένα νατουραλιστικό φιλμ, αλλά ένα που κάπως να ξεφεύγει από τον ρεαλισμό. Ηταν σημαντικό φυσικά που η ιστορία ήταν ελληνική».
ΤΖΑΚ ΛΕΜΟΝ


«Ο αγνοούμενος»
«Η Universal με ρώτησε ποιον θα ήθελα για τον βασικό ρόλο του «Αγνοούμενου». Είπα τον Τζακ Λέμον. Πάγωσαν. «Μα, ο Τζακ Λέμον είναι κωμικός». Εγώ όμως τον ήθελα γιατί έβλεπα έναν ανθρωπάκο αντιμέτωπο με τεράστιες δυνάμεις, όπως ο Πινοσέτ ή ο πρέσβης των Αμερικανών στην Χιλή, που βεβαίως ήταν CIA. Μου είπαν να πάρω στη θέση του τον Τζιν Χάκμαν. Μα, τους λέω, «ο Τζιν Χάκμαν δείχνει τύπος που με τις γροθιές του θα σπάσει στο ξύλο τον πρέσβη». Μετά μου πρότειναν τον Εντ Ασνερ, που ήταν τεράστια βεντέτα με τον τηλεοπτικό «Λου Γκραντ». Δεν τον ήξερα. Φάγαμε μαζί. Με φόβισε. Τους είπα «αν μου ζητάτε να κάνω αυτό το φιλμ, αφήστε με να το κάνω όπως το θέλω». Τελικά πήρα αυτό που ήθελα και αργότερα, μετά τις Κάννες και τα Οσκαρ, όλοι ήταν ευτυχείς. Αυτές οι μικρές αντιστάσεις είναι απαραίτητες στη ζωή –αν και εν προκειμένω η αντίστασή μου ήταν μεγάλη. Με τον Τζακ Λέμον είχαμε μια πολύ καλή σχέση. Ηταν πολύ ντροπαλός άνθρωπος και την ντροπαλότητά του την εξέφραζε με μεγάλες κινήσεις. Του είπα «Τζακ, θα παίζεις με τα χέρια σου ακίνητα πάνω στο τραπέζι. Μην τα κουνήσεις καθόλου». Δυσκολεύτηκε αλλά σιγά-σιγά άρχισε να το καταλαβαίνει. Με κοίταζε με κοφτά βλέμματα να δει αν εγκρίνω. Και εγώ αναλόγως του έλεγα πιο πολύ ή λιγότερο».
ΤΖΟΝ ΤΡΑΒΟΛΤΑ – ΝΤΑΣΤΙΝ ΧΟΦΜΑΝ


«Mad city»
«Με τον Τραβόλτα από αλλού ξεκίνησε το πράγμα και αλλού κατέληξε. Τον ήθελα για τον ρόλο του δημοσιογράφου στο «Μad city» και είχε δεχτεί. Συμφωνήσαμε να κάνουμε ένα διάβασμα σπίτι του και να δούμε ποιον ηθοποιό έβλεπε στον ρόλο του απολυμένου καταληψία, στον οποίο δεν είχα ακόμη καταλήξει. Μαζί μας ήταν ο Τζουντ Λο, τον οποίο είχα σκεφτεί για τον ρόλο. Εκείνη την εποχή ήταν τελείως άγνωστος. Κάναμε το διάβασμα και όταν τελειώσαμε και ο Λο έφυγε, ο Τραβόλτα μου ζήτησε να μείνω για να φάμε. Τότε μου ζήτησε να παίξει τον χαρακτήρα που θα έπαιζε ο Λο, δηλαδή τον απολυμένο καταληψία του μουσείου. Του λέω «Τζον, θα πρέπει να αλλάξεις ριζικά για αυτόν τον ήρωα, θα πρέπει να αλλάξεις τον ρουχισμό σου, το σώμα σου, θα πρέπει να καμπουριάζεις κ.ο.κ.». Το ήθελε όμως, γιατί ένιωθε ότι έκανε συνεχώς το ίδιο πράγμα και τώρα θα άλλαζε. Ετσι ξεκίνησε η συνεργασία μας. Το πιο αστείο πράγμα με τον Τραβόλτα ήταν όταν του είπα να πάμε στο downtown του Λος Αντζελες για να καταλάβει πού έμενε ο ήρωάς του. Κάποια στιγμή είδαμε ένα κουρείο πολύ φθηνό. Ηθελε να κουρευτεί εκεί. Μπήκαμε μέσα και με το που κατάλαβε ο κουρέας ότι ήταν ο Τραβόλτα, δεν μπορούσε να τον αγγίξει. Στο Χόλιγουντ τα πράγματα μαθαίνονται γρήγορα και έτσι σύντομα έγινε γνωστό ότι ο Τραβόλτα θα έπαιζε στην ταινία. Κάποια στιγμή λοιπόν ο Ντάστιν Χόφμαν τηλεφώνησε. «Είμαι ο δημοσιογράφος σου» μου είπε. Τον ρώτησα αν είχε διαβάσει το σενάριο και όντως το είχε. Δεν είχε συναντήσει ποτέ τον Τραβόλτα, οπότε κλείσαμε ένα ραντεβού οι τρεις μας σε ένα ιταλικό εστιατόριο. Καθίσαμε τέσσερις ώρες. Από τη μία ως τις πέντε. Ηθελαν να ετοιμάσουν τα τραπέζια για το βράδυ και δεν μπορούσαν. Ηταν τόσο ευχαριστημένοι που γνώρισαν ο ένας τον άλλον. Περάσαμε θαυμάσια όλοι μας στην ταινία».

Ο Εμφύλιος, η ανασφάλεια της «Σίσι» και το «όχι» στην Τζέιν Φόντα

ΣΙΜΟΝ ΣΙΝΙΟΡΕ

«Διαμέρισμα δολοφόνων», «Η ομολογία»

«Στην εποχή του ο ελληνικός εμφύλιος πόλεμος είχε τεράστια απήχηση στη Γαλλία και πολλοί Γάλλοι υπέγραφαν γράμματα εναντίον του. Η Σιμόν ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τον Εμφύλιο και μου ζητούσε διαρκώς να της λέω ιστορίες. Της έλεγα για τον πατέρα μου που έκανε αντίσταση στην Κατοχή και αργότερα αρνήθηκε να λάβει μέρος στον Εμφύλιο, για τα ξαδέλφια μου που επίσης ήταν αντιστασιακοί κ.ο.κ. Η Σιμόν ήταν βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο γιατί η μητέρα της ήταν Γαλλίδα και ο πατέρας της εβραίος –μάλιστα ήταν ο άνθρωπος που εφηύρε την αυτόματη διερμηνεία (camanceur). Οταν άρχισα να γράφω το σενάριο για το «Διαμέρισμα δολοφόνων», ζήτησα από τη Σιμόν να παίξει η κόρη της, η Κατρίν, στην ταινία. Η Σιμόν διάβασε το σενάριο, μου είπε ότι η ιστορία ήταν καλή αλλά η Κατρίν θα έπρεπε πρώτα να πάρει το απολυτήριό της από το σχολείο και στη συνέχεια να δει αν θα γινόταν ηθοποιός. Μου είπε όμως ότι η ίδια ήταν διαθέσιμη για έναν ρόλο –της «γριάς ηθοποιού» όπως την αποκαλούσε. Ετσι έπαιξε. Αργότερα, ένας από τους λόγους για τους οποίους δεν ήθελε να παίξει στην «Ομολογία» ήταν ότι δεν μπορούσε να δει τον εαυτό της να προδίδει τον άντρα της. Εγώ επέμενα πάρα πολύ και εν τέλει την έπεισα. «Ωραία λοιπόν, δεν θα σας αφήσω να πάτε μόνος σας σε αυτή τη δύσκολη αποστολή» μου είχε πει. Μάλιστα, η απόφασή της να παίξει στην ταινία ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ήρθε να δουλέψει επίσης ο Κρις Μαρκέρ ως φωτογράφος πλατό. Η φωτογραφία του Υβ Μοντάν με τα γυαλιά που έγινε η αφίσα της ταινίας ήταν δική του».
ΡΟΜΙ ΣΝΑΪΝΤΕΡ

«Η λάμψη μιας γυναίκας»

«Το ενδιαφέρον με τη Ρόμι, την οποία ήδη γνώριζα, ήταν ότι «κολλούσε» διαρκώς στον σκηνοθέτη. Είχε ελάχιστη σχέση με τους υπόλοιπους ηθοποιούς και απόλυτη εμπιστοσύνη στον σκηνοθέτη. Μπορούσε να μου τηλεφωνήσει ανά πάσα στιγμή για να μου ζητήσει να της εξηγήσω εκείνο ή το άλλο. Αυτό από μια άποψη ήταν γλυκό, αλλά από μια άλλη λίγο κουραστικό. Η αγωνία της για τον ρόλο εκφραζόταν μέσα από την αγωνία της να είναι σωστή στον σκηνοθέτη. Είχε μεγάλη, τρομερή ανασφάλεια. Το ενοχλητικό όμως με τη Ρόμι ήταν τα σημειώματα που μου έστελνε μέσω της κυρίας που ασχολούνταν μαζί της στην ταινία. Γύριζα μια σκηνή και μου ερχόταν ένα σημείωμα για το πώς θα έπρεπε η Ρόμι να πει εκείνο ή το άλλο σε μια άλλη σκηνή. Αυτό φυσικά ενοχλούσε τους υπόλοιπους ηθοποιούς για τους οποίους η Ρόμι δεν είχε καμία ευαισθησία –αδιαφορούσε πλήρως. Αναγκάστηκα να την παρακαλέσω να μου στέλνει κάπως κρυφά τα σημειώματα. Ηταν όμως συγκινητική η σχέση μας, γιατί ήταν ένας μοναχικός και ταλαιπωρημένος άνθρωπος. Και το δράμα της προερχόταν από την αυτοκράτειρα Σίσι που είχε υποδυθεί με πολλή επιτυχία μικρότερη. Η σκιά της Σίσι την ακολουθούσε πάντοτε».
ΤΖΕΣΙΚΑ ΛΑΝΓΚ

«Μουσικό κουτί»

«Ο Ερβιν Γουίνκλερ, ο αμερικανός παραγωγός της ταινίας, ήταν φίλος με την Τζέιν Φόντα, όπως κι εγώ άλλωστε, γιατί την είχα γνωρίσει ως βοηθός του Ρενέ Κλεμάν στο «Les felins» που είχε γυρίσει με τον Ντελόν. Χωρίς να μου το πει, ο Γουίνκλερ μίλησε με την Τζέιν και της πρότεινε τον ρόλο της δικηγόρου στο «Μουσικό κουτί». Η Τζέιν είπε «ναι». Οταν όμως ο Γουίνκλερ μου το ανέφερε, αναγκάστηκα του πω ότι εγώ δεν έβλεπα καθόλου την Τζέιν σε αυτή την ηρωίδα, γιατί έβλεπα την Τζέσικα Λανγκ. «Μα, της υποσχέθηκα!» εκείνος. «Ναι, αλλά εγώ δεν τη βλέπω καθόλου, μα καθόλου!». Δημιουργήθηκε ένα μικρό δράμα και στο τέλος δεν είχε το κουράγιο να της το πει ο ίδιος, οπότε χρειάστηκε να της το πω εγώ γράφοντάς της ένα γράμμα. Το πήρε πολύ φιλικά. Αν της κακοφάνηκε, δεν μου το έδειξε. Ο ρόλος ήθελε κάτι άλλο. Η Τζέιν είναι κάπως νευρική, προσπαθεί συνεχώς να γοητεύσει την κάμερα. Εγώ ήθελα κάποιον με απόσταση και αυτό το είχε η Λανγκ η οποία ήταν επίσης μοναχικός άνθρωπος, ήθελε να έχει σχέση μόνο με τους πολύ κοντινούς ηθοποιούς και τον σκηνοθέτη. Το μεγάλο πρόβλημα το είχε ο Πιέρ ο ηχολήπτης μου, που ήταν τόσο ερωτευμένος μαζί της ώστε δεν θα τον πείραζε να δουλέψει τζάμπα –κάτι που φυσικά δεν έγινε! Ομως είχε πρόβλημα γιατί έπρεπε να την πλησιάζει για τα μικρόφωνα και τα σχετικά και εκείνη ούτε καλημέρα δεν του έλεγε. Ηταν πολύ συγχυσμένος. Στο τέλος της ταινίας εξήγησα στην Λανγκ την κατάσταση και εκείνη τον πλησίασε και του μίλησε. Τον είδα ευχαριστημένο αλλά όχι και τόσο πολύ τελικά…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ