«Μα πότε πέρασαν είκοσι χρόνια από τον θάνατό του;» αναρωτιόντουσαν οι κυρίες που κάθονταν δίπλα μου και είχαν έλθει να παρακολουθήσουν το συμπόσιο προς τιμήν του Αλέξανδρου Κοτζιά στο Μέγαρο Μουσικής. Λίγο πιο πάνω καθόταν ο Δημήτρης Νόλλας, ένας από τους μετρημένους στα δάχτυλα συγγραφείς που παρέστησαν στην εκδήλωση. Η απεργία στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς αλλά και η καταρρακτώδης βροχή το απόγευμα της Πέμπτης 24 Ιανουαρίου 2013 απέτρεψαν είναι η αλήθεια πολλούς απ’ το να παρακολουθήσουν μια πολύ ενδιαφέρουσα βραδιά.
Η κριτικός, συγγραφέας και συντονίστρια εν προκειμένω Έλενα Χουζούρη ξεκίνησε λέγοντας ότι «ο Αλέξανδρος Κοτζιάς υπήρξε ένας ολικός διανοούμενος που κατάφερε να αναδείξει τις βαθύτερες και πιο σκοτεινές πλευρές της μεταπολεμικής Ελλάδας». Επιπλέον «ήταν από τους πρώτους που οραματίστηκε ένα Κέντρο Βιβλίου, σαν αυτό που τόσο βίαια και αυταρχικά καταργήθηκε πρόσφατα εν μία νυκτί» είπε η ίδια αναφερόμενη στην πρόσφατη κατάργηση του ΕΚΕΒΙ.
Η συγγραφέας Μάρω Δούκα, για την οποία ο Κοτζιάς –μαζί με τον Τσίρκα και τον Φραγκιά –ανήκει στους πρωτοπόρους και κορυφαίους συγγραφείς της μεταπολεμικής μας λογοτεχνίας, θυμήθηκε τις συνομιλίες που έκανε μαζί του και ξαναδιάβασε με τους παρευρισκόμενους –σαν να επρόκειτο για ένα ολιγοσέλιδο διήγημα –την «Πολιορκία» του (1953), «ένα εμβληματικό κατά τη γνώμη μου βιβλίο που αποτύπωσε τόσο αιρετικά εκείνη την ταραγμένη εποχή και μίλησε για την εμφύλια τρομοκρατία εν τη γενέσει της». Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Κοτζιάς σε ηλικία μόλις 27 ετών θίγοντας ζητήματα που στην κυριολεξία έκαιγαν ακόμη τότε, «στον αντίποδα της δεσπόζουσας ακόμα τότε Γενιάς του ’30» όπως είπε η συγγραφέας.
Εμβληματικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ένας Χίτης, ο σκοτεινός Μηνάς Παπαθανάσης, συνεργάτης των Γερμανών και επικεφαλής μιας ομάδας εθελοντών που διώκει τους αριστερούς υπό τον φόβο ότι ανά πάσα στιγμή θα τον εκτελέσουν για τη δράση του. Είναι «ένας διώκτης μπολσεβίκων από γειτονιά σε γειτονιά». Ο Κοτζιάς ήταν ΕΠΟΝίτης, στις τάξεις του ΕΑΜ μέχρι και τα Δεκεμβριανά του 1944 αλλά από τότε τράβηξε το δικό του δρόμο έξω από τις γραμμές της «επίσημης» αριστεράς, πράγμα που δεν άρεσε καθόλου στην ιδεολογικά προσανατολισμένη κριτική της.
«Τόλμησε να στρέψει το βλέμμα του στους κατάπτυστους σε μια εποχή που η αριστερά αναδεικνυόταν νικήτρια της άγραφης ηθικής ως ηττημένη του Εμφύλιου» υπογράμμισε η Μάρω Δούκα. Έπειτα εξύμνησε τη γραφή του, την ικανότητά του να πλάθει ολοζώντανους χαρακτήρες «ικανούς να κινήσουν την αντιπάθεια και τη συμπάθεια» ξεπατικώνοντας –τηρουμένων των αναλογιών –τον Ντοστογιέφσκι ή τον Κάφκα, την αίσθηση ότι «το καλό και το κακό είναι σχετικά» και την τρομακτική διαπίστωση ότι «ένα ελάχιστο μας αρκεί για την εκτροπή». Η πολιορκία τελειώνει με την φράση «ο πόλεμος συνεχίστηκε» με την επισήμανση της συγγραφέως ότι ο Κοτζιάς «άγγιξε χωρίς να καεί αυτό το πύρινο μάγμα, την αθέατη πλευρά της νεοελληνικής παθολογίας».
Επιπλέον όταν άρχισε να γίνεται λόγος αργότερα για τις ματαιωμένες πολιτικές προσδοκίες η Μάρω Δούκα υπογράμμισε ότι «αυτό που ο Κοτζιάς κατάλαβε από την πρώτη στιγμή μερικοί χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες για να το συνειδητοποιήσουν». Επιπροσθέτως «αυτές τις ταμπέλες του «καλού αριστερού» και του «κακού δεξιού» τις πληρώσαμε πολύ ακριβά» συνέχισε η ίδια για να καταλήξει –όταν πλέον η κουβέντα άνοιξε για τα καλά και έφτασε στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο «μέσος αναγνώστης» από μια τέτοια απαιτητική λογοτεχνία –ότι «το μεγαλύτερο παράσημο για τον πεζογράφο Κοτζιά είναι ακριβώς ότι προσεγγίζεται δύσκολα, γιατί το καλό βιβλίο τον θέλει τον μόχθο του».
Η Μαρία Ρώτα, Λέκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, επικεντρώθηκε στους αφηγηματικούς τρόπους του Κοτζιά τον οποίο και διδάσκει στους φοιτητές. Μίλησε για το σύνηθες «διπλό μοτίβο» που συναντά κανείς στο έργο του «την φρικίαση και το δέος που προκαλεί η απεχθής νεοελληνική συνθήκη από τη μια και την ευλογία που προσφέρει η υπερβατική δύναμη της τέχνης από την άλλη». Επεσήμανε ότι ο Κοτζιάς προέτασσε τους αρνητικούς χαρακτήρες, ότι εν γένει έχει αντιήρωες για πρωταγωνιστές αλλά «το φως στο έργο του δίδεται στους δευτερεύοντες χαρακτήρες». Εντόπισε και ορισμένες διαστάσεις θρησκευτικότητας στο έργο του Κοτζιά και στο τέλος είπε ότι υπάρχουν σε αυτό «μετατονίσεις του ρομαντισμού σ’ έναν μοντερνιστή» συγγραφέα οι οποίες αξίζει να μελετηθούν περαιτέρω.
Για τον πολιτικό συγγραφέα Κοτζιά μίλησε η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ Βενετία Αποστολίδου, για «τις αντιδράσεις και το πολιτικό ζήτημα που προκάλεσε εξαιτίας της οπτικής γωνίας που επέλεξε» για να αφηγηθεί τα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια. «Στη θέση του λόγου της θυματοποίησης ο Κοτζιάς εισάγει την πολυφωνία» στις ιδεολογικές συγκρούσεις καθώς «η αφηγηματική και η πολιτική τόλμη πάνε μαζί στο έργο του» όπως επεσήμανε κάποτε ο Σπύρος Τσακνιάς.
«Η πολιτική σημασία του έργου του δεν έγκειται σε αυτά που λέει αλλά σ’ αυτά που δείχνει» και ότι επιπλέον στο λογοτεχνικό του εγχείρημα πρωτοποριακά «συγκλίνουν το πολιτικό και το ψυχολογικό μυθιστόρημα». Η «Αντιποίησις αρχής» (1979) είναι «μια αναπαράσταση του μετεμφυλιακού κράτους ως μια πολεμική μηχανή». Βασικός άξονας ωστόσο στην εισήγησή της με αναφορές στα «systems novels» αλλά και τον «Υπόγειο κόσμο» του Ντον ΝτεΛίλλο ήταν το μυθιστόρημα-τομή για τον συγγραφέα «Ο γενναίος Τηλέμαχος» (1972) που γράφτηκε στη διάρκεια της δικτατορίας και έχει ως πρωταγωνιστές τους δυο διαβολικούς Παπαλουκάδες, γιο και πατέρα.
Ο τελευταίος έφτιαχνε δρόμους στον Εμφύλιο για να περνάνε τα στρατεύματα και ύστερα από δημόσιος υπάλληλος κατέληξε πάμπλουτος επιχειρηματίας μετερχόμενος τις χειρότερες απατεωνιές. Ο γιος του που τον σιχαίνεται δεν θα καταφέρει να γλιτώσει από αυτό το σύστημα. «Το κοινωνικό σύστημα (και το αφηγηματικό επομένως) αν το αναπαραστήσουμε θα δούμε ότι απεικονίζει έναν σφιχτοπλεγμένο ιστό αράχνης» είπε η Βενετία Αποστολίδου. «Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια μεγάλη σύνθεση, είναι το μυθιστόρημα της διαπλοκής, καθαρά πολιτικό και πιο επίκαιρο από ποτέ, ένα μεγάλο επίτευγμα για την πρώτη γενιά της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας» η οποία κατόρθωσε να αναδείξει όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις υπαρξιακές διαστάσεις του νεοελληνικού δράματος.
Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, Επίκουρος Καθηγητής Νεολληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, αναφέρθηκε στον κριτικό και δοκιμιογράφο Αλέξανδρο Κοτζιά ο οποίος «στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης συνέβαλε καθοριστικά στην επαγγελματοποίηση του κριτικού λόγου» με την παρουσία του στον Τύπο. Ο Κοτζιάς, είπε ο ομιλητής, ανέδειξε τη σημασία και την διεθνών προδιαγραφών ποιότητα του Παπαδιαμάντη και του Βιζυηνού όταν ακόμη πολλοί ήταν εγκλωβισμένοι σε ηθογραφικές αναγνώσεις. «Εδραίωσε την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής ως βασικό στοιχείο της πολιτισμικής δραστηριότητας» στην Ελλάδα και επιπλέον από το 1987 έκρουε προφητικά τον κώδωνα του κινδύνου για την «κρίση ήθους» που πλήττει τον κοινωνικό μας βίο.
Τελευταίος μίλησε ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Μαγκλίνης ο οποίος γνώρισε τον Κοτζιά αρχικά μέσα από τα πολιτικά του αφηγήματα, τα non fiction novels, όπως σωστά τα χαρακτήρισε ο ίδιος λ.χ. «Ο εθνικός διχασμός» ή «Η δίκη των Έξι» στη σειρά «Τα φοβερά ντοκουμέντα». «Το βασικότερο είναι ότι τα πάντα διακυβεύονται σε ένα ηθικό επίπεδο στο εκρηκτικά επίκαιρο μυθοπλαστικό σύμπαν του ατόφιου πεζογράφου Κοτζιά» επεσήμανε ο ίδιος. Πάντως «αν άκουγε την ορολογία της δεκαετίας του 1940, έτσι όπως χρησιμοποιείται σήμερα, θα γελούσε ενδεχομένως αυτός που αναφέρθηκε στον τριαντακονταετή πόλεμο (1943-1973)» συνέχισε ο Μαγκλίνης αναφερόμενος στον λαϊκισμό και τη συνθηματολογία της μεταμνημονιακής περιόδου που έχει αναβιώσει την εμφυλιοπολεμική γλώσσα.
«Ο Κοτζιάς ανατέμνει το διχαστικό αίσθημα αυτού του έθνους που υπερβαίνει τις ιστορικές συγκυρίες και αποκτά ανθρωπολογικές διαστάσεις» είπε ο Μαγκλίνης. «Οι ήρωές του μας υπενθυμίζουν τι είναι να έχεις συνείδηση, μας υπενθυμίζει ο συγγραφέας την αναγκαιότητα για μια συναίσθηση των ορίων που αν ξεπεραστούν μας περιμένει η κόλαση, επαναφέρει η λογοτεχνία του την έννοια της ντροπής, αυτή που σε ωθεί να αναλάβεις τις ευθύνες σου για να αλλάξεις τα πράγματα» τόνισε εξηγώντας γιατί θεωρεί τον Κοτζιά έναν διαχρονικό συγγραφέα.
«Σπανίζουν πάντως οι αναφορές στον Κοτζιά ανάμεσα στους νεότερους συγγραφείς. Φαίνεται ότι η έννοια του αισθητικού έχει λάβει τέτοιες διαστάσεις που το περιεχόμενο μοιάζει να μην έχει καμιά σημασία» κατέληξε.