Τον χρόνο δεν μπορείς να τον γυρίσεις πίσω. Όπως και δεν μπορείς να κάνεις εικασίες για το πώς θα είχε εξελιχθεί αν ο τάδε είχε κάνει το ένα και ο δείνα το άλλο. Δεν έχει και νόημα άλλωστε. Από την άλλη δεν υπάρχουν πάντοτε και οι εξαιρέσεις; Δεν υπάρχουν εκείνοι οι άνθρωποι οι οποίοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουν σημαδεύσει όχι τόσο το παρόν τους αλλά το μέλλον; Ο Βασίλης Τσιτσάνης ανήκει (συνειδητός ο ενεστώτας χρόνος) σε αυτή την κατηγορία. Αν δεν υπήρχε είναι σίγουρο ότι η ελληνική λαϊκή μουσική δεν θα είχε εξελιχθεί με τον ίδιο τρόπο.

Καλλιτέχνης λαϊκός, όχι μόνο προέρχεται από τον λαό και τον εκφράζει και ο λαός τον χρησιμοποιεί, αφού του εκφράζει τα ντέρτια και τους καημούς του, για να χαρεί και να κλάψει. Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας ζωγράφος που αντί να χρησιμοποιεί πινέλα έχει στη παλέτα του, λέξεις και μουσικές. «Απλές» λέξεις «απλές» μουσικές. Μόνο που όταν τοποθετούνται στον καμβά του και κυρίως στον καμβά του καθενός από εμάς, αποκτούν άλλη υπόσταση. Εβαλε και αυτός το λιθαράκι του σε αυτό που ονομάζουμε νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Όπως για παράδειγμα το έβαλαν οι λαϊκοί δημιουργοί σαν τον Θεόφιλο και τον Ευγένιο Σπαθάρη.

Με τα τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη δεν διασκεδάζεις μόνο. Αν μείνεις εκεί έχεις χάσει την μισή τους ουσία. Με τα τραγούδια του τρικαλινού μάστορα, κάνεις μια βουτιά στα βάθη της ψυχής σου, συνειδητοποιείς τι έχεις κάνει και τι δεν έχεις κάνει στη ζωή σου, δακρύζεις και κλαις. Τόσο… απλά. Ο Βασίλης Τσιτσάνης θα μπορούσε να ήταν ένας λαϊκός μυθιστοριογράφος. Πάρτε τα τραγούδια του και συνθέστε τους στίχους τους. Αυτή η σύνθεση θα σας οδηγήσει σε ένα μυθιστόρημα όπου ήρωας είναι ο καθένας από εμάς. Είναι μελαγχολικός στη μουσική, στους στίχους ή στην ερμηνεία στα περισσότερα από αυτά. Και; Πρωτόπιασε μουσικό όργανο το 1926 σε ηλικία 11 ετών (το μαντολίνο του πατέρα του που είχε ήδη μετατραπεί σε μπουζούκι) και έκανε κάτι και πάλι απλό. Μετέφερε στο τραγούδι τους καημούς και τις ανάγκες που αφουγκραζόταν δίπλα του. Και από καημούς η προπολεμική αλλά και μεταπολεμική Ελλάδα άλλο τίποτα.

Για να περιγράψει κάποιος τον Βασίλη Τσιτσάνη αξίζει να παρακολουθήσει το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο Γιάννης Τσαρούχης όταν τον φωνάζει ο συνθέτης στη σκηνή. Αυτό το ζεϊμπέκικο αποτυπώνει με τον πιο δυνατό τρόπο την δύναμη και των δύο δημιουργών. Δύο ζωγράφων.

O Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς ηπειρώτες στις 18 Ιανουαρίου. Πέθανε 69 χρόνια αργότερα την ίδια ημέρα σε νοσοκομείο του Λονδίνου όπου νοσηλευόταν. Η μοίρα κάνει όντως τα παιχνίδια της.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ

Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο – το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια στα Τρίκαλα μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας με αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα με σκοπό να σπουδάσει νομικά.

Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ’αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του πραγματοποιείται τα επόμενα χρόνια.

Η «Αρχόντισσα» είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ’αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία τραγούδια όπως τα «Να γιατί γυρνώ», «Γι ‘αυτά τα μαύρα μάτια σου» και πολλά άλλα που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης. Με αυτά τα τραγούδια ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.

Μ’ αυτά απαντά στην λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας η οποία απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες. Τα χρόνια της κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων. «Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα» και βέβαια τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί.

Η δεκαετία 1945 – 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία και η πιο μεστή δημιουργικά γι’ αυτόν. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του : τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη. «Είμαστε αλάνια», «Πήρα τη στράτα κι έρχομαι», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Τρελός τσιγγάνος», «Πέφτουν της βροχής οι στάλες», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Κάνε λιγάκι υπομονή», «Φάμπρικες», «Πέφτεις σε λάθη», «Καβουράκια», «Κάθε βράδυ λυπημένη», «Ξημερώνει και βραδιάζει», «Έλα όπως είσαι», είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι’ αυτή την περίοδο. Κι ίσως θα’ πρεπε να σημειώσουμε τόσο το μελωδικό πλούτο, όσο και τη δεξιοτεχνία στην απόδοση πολλών απ’ αυτά τα τραγούδια. Χαρακτηριστικές οι εισαγωγές τους – που κάποτε είναι…τρείς : ταξίμι, προεισαγωγή, εισαγωγή – δείγματα ιδιαίτερης σπουδής και απίστευτης ευχέρειας στη μελωδική έκφραση.

Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ’ τις εποχιακές «μόδες», παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ’ τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης,ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και κάτω, κατ’ εξοχήν ο ίδιος. Απ’ αυτά ν’ αναφέρουμε ενδεικτικά : «Ίσως αύριο (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια»(1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου»(1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα»(1967), «Απόψε στις ακρογιαλιές»(1968), «Κάποιο αλάνι»(1968), «Της Γερακίνας γιός»(1975),»Δηλητήριο στη φλέβα»(1979). Το 1980 με πρωτοβουλία της UNESCO ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα» – έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι.

Ο δίσκος αυτός με την έκδοσή του στην Γαλλία (1985) παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Όμως στο μεταξύ ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε καινούργια τραγούδια…

(δημοσιεύεται στον διαδικτυακό τόπο www.tsitsanis.gr)

Και μια ιστορία

Τι σήμερα, τι αύριο τι τώρα

«Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα»
(1954, Βασίλης Τσιτσάνης – Γεράσιμος Τσάκαλος, ερμηνεία: Μαρίκα Νίνου)
Τέσσερα χρόνια διήρκεσε η σχέση του Βασίλη Τσιτσάνη με τη Μαρίκα Νίνου. Γνωρίστηκαν το 1949, εποχή που εκείνη τραγουδούσε στο κέντρο «Φλόριδα» της λεωφόρου Αλεξάνδρας και εκείνος στου «Τζίμη του Χοντρού», στην Αχαρνών, μαζί με τη Σωτηρία Μπέλλου. Επειτα από μια φασαρία που είχε η Νίνου με κάποιους βασιλικούς, ο Τσιτσάνης την πήρε μαζί του. Σε λίγο καιρό το ντουέτο Τσιτσάνης- Νίνου χάλαγε κόσμο. Ο Τσιτσάνης άρχισε να ηχογραφεί τα καινούργια τραγούδια του με τη φωνή της και η μία επιτυχία να διαδέχεται την άλλη. Εν τω μεταξύ, ενώ ο Τσιτσάνης δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να διαλύσει την οικογένειά του, η Νίνου ήλπιζε ότι με τον καιρό θα τον κατακτούσε ολοκληρωτικά. Υστερα από τέσσερα θυελλώδη χρόνια κατέληξαν, το καλοκαίρι του 1953, να εμφανίζονται μαζί τόσο στη δισκογραφία όσο και στο πάλκο. Ωστόσο τίποτε δεν ήταν όπως πρώτα. Εκείνη την περίοδο η Νίνου εμφάνισε και τα πρώτα συμπτώματα καρκίνου. Οι γιατροί τής συνέστησαν θεραπεία στην Αμερική και η Νίνου ζήτησε από τον Τσιτσάνη να πάνε μαζί περιοδεία, έτσι ώστε να συνδυάσει τη θεραπεία της με δουλειά. Ο Τσιτσάνης ήταν εξαρχής αρνητικός, έγινε μάλιστα ανένδοτος μόλις έμαθε ότι η γυναίκα του ήταν έγκυος. Το 1954 συνειδητοποιούσαν πλέον ότι η σχέση τους δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο. Λίγο προτού φύγει για την Αμερική τής έδωσε να πει το «Τι σήμερα, τι αύριο, τι τώρα/ ας καθαρίσουμε μια ώρα αρχύτερα». Η Νίνου έπιασε αμέσως το νόημα του τραγουδιού. Την ώρα της ηχογράφησης στο στούντιο δεν άντεξε: σταμάτησε και έφυγε δακρυσμένη. Επέστρεψε όμως, κλαμένη αλλά πεισμωμένη. Και αυτή τη φορά το τραγούδησε μια κι έξω.

(από το βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη «Μια ιστορία… ένα τραγούδι», εκδόσεις Τoubi΄s)