Τρεις από τους πιο χαρακτηριστικούς εκπροσώπους της ελληνικής κωμωδίας, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, γεννήθηκαν την ίδια χρονιά πριν από έναν αιώνα. Μπροστά από τον φακό ο «φαφλατάς» Λάμπρος Κωνσταντάρας και ο «ψευτόμαγκας» Μίμης Φωτόπουλος και πίσω από αυτόν ο Αλέκος Σακελλάριος, ένας αστείρευτος «γραφιάς». Παραμένουν ακόμα εμβληματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής σόουμπιζ την εποχή της μεγάλης δόξας της, στα χρόνια του ’50 και του ’60.
Ο «φαφλατάς»


Οι γονείς του ήθελαν να ακολουθήσει καριέρα στο Πολεμικό Ναυτικό, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας όμως, ο οποίος γεννήθηκε στις 13 Μαρτίου του 1913, ήθελε να γίνει ηθοποιός. Η επιθυμία των γονιών του εκπληρώθηκε με κάπως διαφορετικό τρόπο: το 1960 ο Κωνσταντάρας υποδύθηκε έναν από τους πιο γνωστούς κυβερνήτες πολεμικών πλοίων στον ελληνικό κινηματογράφο, τον πατέρα της Αλίκης Βουγιουκλάκη στην κωμωδία «Η Αλίκη στο Ναυτικό» (μπαμπάς της Αλίκης υπήρξε επίσης στην «Κόρη μου τη σοσιαλίστρια» και στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο», όλες του Αλέκου Σακελλάριου).
Η δημοτικότητά του στο ελληνικό σινεμά της δεκαετίας του 1960 ήταν τόσο μεγάλη που αρκετός κόσμος λησμονούσε το παρελθόν του, γεγονός που σύμφωνα με μαρτυρίες τον πλήγωνε. Βαθιά καλλιεργημένος καλλιτέχνης, ο Κωνσταντάρας σπούδασε στη Σχολή Λουί Ζουβέ στο Παρίσι, όπου έκανε και την πρώτη θεατρική του εμφάνιση ως κομπάρσος στο «Σχολείο γυναικών» του Μολιέρου. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα έπιασε δουλειά στον θίασο της Κυρίας Κατερίνας (1938) για να επιβληθεί ως πρωταγωνιστής του θεάτρου το 1941 με τον «Παίκτη» του Ντοστογέφσκι!
Στον κινηματογράφο ο Κωνσταντάρας εμφανίστηκε σε περισσότερες από 80 ταινίες, με πρώτη «Το τραγούδι του χωρισμού» του Φιλοποίμενος Φίνου (η πρώτη ομιλούσα ελληνική ταινία, παραγωγής 1939) και τελευταία τον «Λαμπρούκο μπαλαντέρ» (1981), ένα μάλλον άδοξο κύκνειο άσμα. Μεσουράνησε στα χρόνια του ’60 παίζοντας φαντασμένους, αλλά πανέξυπνους άνδρες, κυρίως σε κωμωδίες. Υπήρξε ταλαίπωρος μπαμπάς (κόρες του, εκτός από τη Βουγιουκλάκη, η Τζένη Καρέζη, η Ξένια Καλογεροπούλου κ.ά.), ορκισμένο γεροντοπαλίκαρο που συνήθως έβρισκε τον μάστορά του στο πρόσωπο της Μάρως Κοντού («Ο γεροντοκόρος»), γερο-πλεϊμπόι που τρώει τα μούτρα του («Η βίλα των οργίων»), φαφλατάς πολιτικός («Υπάρχει και φιλότιμο»), αλλά και «ευνουχισμένος» από τη γυναίκα του σύζυγος –στη «Χαρτοπαίκτρα», δίπλα στη Ρένα Βλαχοπούλου.
Ο «ψευτόμαγκας»


Οπως όλοι οι σπουδαίοι ηθοποιοί της γενιάς του, έτσι και ο Μίμης Φωτόπουλος, ο οποίος γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1913, κατάφερε να φτιάξει έναν δικό του τύπο στον κινηματογράφο τον οποίο καλλιέργησε μέσα από δεκάδες ταινίες –τις περισσότερες φορές με επιτυχία. Παραμένει το πιο διασκεδαστικό «λαμόγιο» που έχει εμφανιστεί ποτέ στο ελληνικό σινεμά. Γεννημένος «ψευτόμαγκας», αλλά και μέγας «ατακαδόρος». «Τι καλλιτέχνες, μωρέ!» λέει στον φιλαράκο του, τον Βασίλη Αυλωνίτη, στο «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» του Σακελλάριου όταν ο φίλος του επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι ως λατερνατζήδες παράγουν τέχνη. «Είμαστε καλλιτέχνες επειδή γυρίζουμε το χερούλι της λατέρνας και βγάζει μουσική; Ε, λατέρνα είναι, μουσική θα βγάλει. Αν ήταν μηχανή του κιμά, θα έβγαζε κρέας!».
Γέννημα θρέμμα της Ζήτουνας της Γορτυνίας, ο Φωτόπουλος σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και το 1933 πρωτοβγήκε στο σανίδι με το «Καφενεδάκι» του Τριστάν Μπερνάρ. Μία από τις πρώτες εμφανίσεις του στον κινηματογράφο έγινε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια στο κλασικό «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» του Σακελλάριου, παραγωγής 1948. Από τους πιο χαρακτηριστικούς κινηματογραφικούς ρόλους του Φωτόπουλου, εκτός του λατερνατζή στις δύο «Λατέρνες» (η άλλη ήταν το «Λατέρνα, φτώχεια και γαρίφαλο»), παραμένουν: ο επιπλοποιός Φανούρης Καββέτος στο «Ο Φανούρης και το σόι του» (1957) του Δημήτρη Ιωαννόπουλου, ο υπερπροστατευτικός πατέρας της Σμαρούλας Γιούλη που χάνει διαρκώς το δίκιο του στο «Ο Θόδωρος και το δίκαννο» (1963) του Ντίνου Δημόπουλου, ο τυφλός που βλέπει μια χαρά στην «Κάλπικη λίρα» (1955) του Γιώργου Τζαβέλλα, ο χασάπης που έκανε το λάθος να αγοράσει διαμέρισμα στο Κολωνάκι στο «Κολωνάκι διαγωγή μηδέν» (1967) του Στέλιου Ζωγραφάκη και ο ταξιτζής Βάγγος στο «Σοφεράκι» (1953), επίσης του Τζαβέλλα, όπου λέει το αμίμητο: «Καθότι η γυναίκα ψοφάει για ρόδα… μεγάλος κράχτης το αυτοκίνητο».
Ο «γραφιάς»


Το 1913 ήταν επίσης το έτος γέννησης του Αλέκου Σακελλάριου, ενός από τους πιο παραγωγικούς σκηνοθέτες του λαϊκού ελληνικού θεάματος, στην επιθεώρηση, στον κινηματογράφο αλλά και αργότερα στην τηλεόραση.

Παρατσούκλι του ήταν «ο πατέρας της ελληνικής κωμωδίας» –και δικαίως. Πολλές από τις κινηματογραφικές κωμωδίες του Σακελλάριου υπήρξαν διασκευές δικών του θεατρικών έργων, ενώ αρκετά από αυτά γράφτηκαν μαζί με τον φίλο του Χρήστο Γιαννακόπουλο. Ο Σακελλάριος άλλωστε δεν έπαψε να χρονογραφεί σε μεγάλα έντυπα καθόλη τη διάρκεια της ζωής του.

«Ο βασιλιάς του χαλβά» ήταν το πρώτο θεατρικό έργο του που ανέβηκε, το 1935, από τον θίασο του Πέτρου Κυριακού. Τα θεατρικά του φθάνουν τα 180 (!), τα σενάριά του ξεπερνούν τα 60 και οι ταινίες που σκηνοθέτησε ήταν 51, ανάμεσα στις οποίες (εκτός από αυτές που ήδη αναφέρθηκαν) «Τα κίτρινα γάντια», «Αλίμονο στους νέους», «Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» και «Καλώς ήρθε το δολάριο». Οι ταινίες του έκαναν πάντα εισιτήρια. Αρκεί να πούμε ότι το «Δόλωμα» (1964) ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο, ενώ η «Κόρη μου η σοσιαλίστρια» (1966) ξεπέρασε τις 660.000.
Ο Σακελλάριος ήταν κινηματογραφιστής με λαϊκή απήχηση. Γι’ αυτό και όταν ο ελληνικός κινηματογράφος άρχισε να χάνει το κοινό του τη δεκαετία του 1970 εκείνος απομακρύνθηκε, οπότε το όνομά του δεν συνδέθηκε ποτέ με την παρακμή.
ΑΤΑΚΕΣ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΑΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
Λάμπρος Κωνσταντάρας (Ανδρέας Μαυρογιαλούρος)

–«Υπάρχει και φιλότιμο»

«Αγαπητοί μου συμπολίτες, είμαι ευτυχής που αναπνέω τον ζωοκτόνο… ε… ζωογόνο αέρα της Πλατανιάς… Δεν είμεθα άνθρωποι των λόγων, είμεθα άνθρωποι των έργων… Θα σας εξαφανίσουμε… ε… θα σας εξασφαλίσουμε… Θα… θα… θα… Σύνθημά μας είναι ένα!».

Μίμης Φωτόπουλος (Πετράκης) – Βασίλης Αυλωνίτης (Παυλάρας)
–«Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο» (1955)


Πετράκης:
«Εδώ που τα λέμε, η λατέρνα τις έχει τις οκάδες της».
Παυλάρας: «Εμένα μου λε! Σαράντα χρόνια την κουβαλάω στην πλάτη!»
Πετράκης: «Αυτή είναι που λένε βαριά μουσική».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ