1978: Η πρώτη βραδιά παρουσίασης της μεγάλης έκθεσης για τον Γιάννη Τσαρούχη στον «Ζυγό» αποτελεί σημαντικό εικαστικό γεγονός για την αθηναϊκή κοινωνία. Η ώρα των εγκαινίων έχει περάσει προ πολλού, η αίθουσα τέχνης είναι πλημμυρισμένη από κόσμο, αλλά ο καλλιτέχνης… άφαντος. Μα πού είναι ο Γιάννης Τσαρούχης; αναρωτιούνται οι επισκέπτες της έκθεσης περιπλανώμενοι ανάμεσα στα έργα. Και ξαφνικά, από μια πόρτα εμφανίζεται ο ζωγράφος φορτωμένος πασπαρτού για κορνίζες, ακολουθούμενος από την ανιψιά του, Νίκη Γρυπάρη. Ανοίγουν μια βιτρίνα, τοποθετούν τα πασπαρτού, αυτός κοιτάζει το αποτέλεσμα με εμφανή ικανοποίηση και τότε, επιτέλους, στρέφεται για να καλωσορίσει τον κόσμο.
«Αυτός ήταν ο Θείος μου. Δεν είχε άγχος, είχε μεγάλη αισιοδοξία και δούλευε ασταμάτητα μέχρι την τελευταία στιγμή» μας λέει η Νίκη Γρυπάρη, πρόεδρος του Ιδρύματος που φέρει το όνομα του Γιάννη Τσαρούχη και που προσφάτως μετακόμισε στο κτίριο της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη λόγω έλλειψης πόρων συντήρησής του.
«Βασιζόταν στις δικές του δυνάμεις, αφού μία ήταν η συμβουλή που μου έδινε σχεδόν καθημερινά: «Νίκη, μην εμπιστεύεσαι κανέναν παρά μόνο τον εαυτό σου». Η δουλειά μαζί του ήταν εξαντλητική ακόμη και όταν είχε φθάσει σε μεγάλη ηλικία. Σε έβγαζε νοκ άουτ. Σε ξυπνούσε στις 6 τα χαράματα –«ακόμα κοιμάσαι;», ρωτούσε –και μπορούσε να το πάει σερί μέχρι τα ξημερώματα. Είχε μεγάλη αντοχή. Του άρεσε να βγαίνει για φαγητό με τους φίλους του μόνον αφού είχε τελειώσει κάποια ενότητα της δουλειάς του. Κάθε μέρα έκανε σχέδια. Δεν υπήρχε μέρα που να μην εργαστεί».
Και όμως, αυτός ο άνθρωπος που δεν εμπιστευόταν κανέναν, το 1967, λίγο προτού φύγει για το Παρίσι λόγω χούντας και μη γνωρίζοντας πότε και αν θα επέστρεφε στην Ελλάδα, παρέδωσε τα κλειδιά του σπιτιού και του ατελιέ του, το οποίο είχε αρχίσει να χτίζει το 1965, στην ανιψιά του, καθώς ο ίδιος δεν απέκτησε ποτέ παιδιά. Εκείνη ήταν τότε 17 ετών κοριτσάκι. «Να το προσέχεις» της είπε και έφυγε για τη γαλλική πρωτεύουσα, όπου παρέμεινε ουσιαστικά ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Από το Σύνταγμα στο Μαρούσι
Το 1981 ο Γιάννης Τσαρούχης δούλεψε και πάλι στην ολοκλήρωση του οικήματος που δύο χρόνια αργότερα, με τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Ελλάδα, ξεκίνησε να λειτουργεί ως Ιδρυμα στεγάζοντας τα έργα του. Σήμερα, 30 χρόνια μετά, τα σοβαρά προβλήματα του κτιρίου και η απουσία οικονομικής υποστήριξης οδήγησαν τους υπευθύνους του Ιδρύματος να μεταφέρουν όλα αυτά τα έργα στο Μουσείο Μπενάκη. Η συνεργασία επισφραγίστηκε με την έκθεση «Γιάννης Τσαρούχης: Μελέτες για 17 θέματα», που θα διαρκέσει ως τις 31 Μαρτίου 2013.
Αραγε θα ήταν ευχαριστημένος ο θείος της από αυτή την εξέλιξη, αν μπορούσε με κάποιον τρόπο να την πληροφορηθεί; «Απολύτως» απαντά η κυρία Γρυπάρη. «Στο καταστατικό του Ιδρύματος που συνέταξε το 1981 αναφέρεται η συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη σε περίπτωση που υπάρξουν οικονομικές δυσκολίες. Ο ίδιος, άλλωστε, γνώριζε προσωπικά τον Αντώνη Μπενάκη και την κόρη του, Ειρήνη Καλλιγά, η οποία μάλιστα στις αρχές της δεκαετίας του ’50 του είχε παραχωρήσει το σπίτι της, το δώμα στο Μέγαρο Καλλιγά στο Σύνταγμα, για να μένει. Δίπλα του έμενε ο Κώστας Ταχτσής και σε άλλο δωμάτιο ο Γιάννης Μιγάδης. Αργότερα ο Γιάννης Τσαρούχης μετακόμισε στην οδό Ευζώνων, κοντά στη Μονή Πετράκη, σε μια παλιά μονοκατοικία του Αλέξη Διαμαντόπουλου, όπου κρατούσε έναν όροφο. Μετά πήγε στην οδό Αναγνωστοπούλου, κάτω από το διαμέρισμα του Νίκου Εγγονόπουλου, αλλά πάντα ήθελε ένα ευρύχωρο ατελιέ για να δημιουργεί μεγάλα έργα. Να φανταστείτε ότι τη μία από τις δύο «Ξεχασμένες φρουρές» που έχει κάνει, τη ζωγράφισε σε δύο κομμάτια, διότι στα παλιά ατελιέ του δεν χωρούσε. Και μετά, που πήγε στο μεγάλο ατελιέ στο Μαρούσι, ξαναζωγράφισε το έργο σε ένα ενιαίο κομμάτι».

«Δεν του άρεσε το άπλετο φως»
Για ποιον λόγο διάλεξε τη συγκεκριμένη περιοχή; «Ελεγε ότι στο Μαρούσι δεν υπήρχαν νεοκλασικά οικήματα, παρά μόνο χωριάτικα σπίτια» λέει η κυρία Γρυπάρη. «Και ήθελε να δημιουργήσει γύρω-γύρω ένα κτίσμα και στη μέση την αυλή. Αλλά επειδή αυτό απαγορευόταν, το έχτισε σε σχέδια Παύλου Καλλιγά, με νεοκλασικές αναφορές, λόγω των επιρροών που είχε από το θέατρο. Στο ισόγειο βρισκόταν το σπίτι του, στον πρώτο όροφο το εργαστήριο, αλλά δούλευε και στο δώμα, το οποίο φώτιζε με δύο φεγγίτες για να μπαίνει ελεγχόμενα το φως. Δεν του άρεσε το άπλετο φως… Ασχολιόταν πολύ με το Ιδρυμα, ο ίδιος το χρηματοδοτούσε και αποφάσιζε για τις εκθέσεις. Από το 1983, που επέστρεψε από το Παρίσι, μέχρι τον θάνατό του το 1989, είχαν γίνει επτά εκθέσεις. Τρία χρόνια μετά τον θάνατό του το Ιδρυμα έκλεισε για να κάνουμε μια μεγάλη καταγραφή, κι έτσι το αρχείο του δεν σκορπίστηκε. Ανοιξε το 1992 σε μόνιμη βάση. Οταν ζούσε ο ίδιος το ανοίγαμε για έναν, το πολύ δυο-τρεις μήνες, διότι ο κόσμος ήθελε να τον δει, και αυτό κάποια στιγμή τον κούρασε. Δεν τον άφηναν να ζωγραφίζει».

«Μη μιλάς, μη γελάς, ήρθε η ώρα»
Το οίκημα όπου στεγάζεται το Ιδρυμα Γιάννη Τσαρούχη, το οποίο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο τόσο από το ΥΠΕΧΩΔΕ όσο και από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα. «Χρειαζόμαστε περίπου 1 εκατ. ευρώ για να μπορέσουμε να λειτουργήσουμε ξανά το ίδρυμα» επισημαίνει η ανιψιά του ζωγράφου Νίκη Γρυπάρη, αναφέροντας ότι τα περίπου 5.000 έργα του καλλιτέχνη (σχέδια, σκίτσα, μελέτες, μακέτες και πολλά άλλα) μπορούν να αποτελέσουν υλικό για πολλές εκθέσεις, για τις οποίες θα χρησιμοποιηθεί ο δεύτερος όροφος του κτιρίου της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη.
Οι υπεύθυνοι των δύο ιδρυμάτων σχεδιάζουν μία αναδρομική έκθεση με τα θεατρικά σκηνικά που φιλοτέχνησε ο Τσαρούχης, μία άλλη με θέμα τη ζωή και την εποχή του καλλιτέχνη και μία τρίτη αφιερωμένη στο φωτογραφικό του έργο, καθώς διαθέτουν μία πλούσια συλλογή φωτογραφιών –στο ατελιέ με τα μοντέλα του κτλ. «Ηταν τρομερά διασκεδαστικό να ποζάρεις για τον Γιάννη Τσαρούχη» λέει η Νίκη Γρυπάρη, προσθέτοντας ότι η ναυτική στολή που φορούσαν τα μοντέλα του ήταν του αδελφού του καλλιτέχνη και πατέρα της ίδιας και βρισκόταν μονίμως στο ατελιέ του –εκτίθεται στο πλαίσιο της τρέχουσας παρουσίασης για τον Τσαρούχη.
«Σου έλεγε ιστορίες για να νιώσεις ευχάριστα και μόλις ήταν έτοιμος να ξεκινήσει να σε ζωγραφίζει σταματούσε αμέσως. «Ακίνητος τώρα», έλεγε. «Μη μιλάς, μη γελάς, τώρα ήρθε η ώρα»».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ