{{{ moto }}}
Χωρίς πόδια αλλά με ψυχή ως τον ουρανό, η ηρωίδα που υποδύεται η Μαριόν Κοτιγιάρ στην ταινία του Ζακ Οντιάρ «Σώμα με σώμα», γίνεται το λάβαρο της αισιοδοξίας σε μια δύσκολη εποχή.

Την ώρα που με το «Αν…», ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης υπογράφει ένα ορεξάτο σκηνοθετικό ντεμπούτο στο σινεμά, χωρίς ωστόσο να διαγράφει τελείως το τηλεοπτικό παρελθόν του.

«Σώμα με σώμα» («Rust and bone», Γαλλία, 2012) σε σκηνοπεσία Ζακ Οντιάρ, με τους Μαριόν κοτιγιάρ, Ματίας Σένερτς

Από την εισαγωγή κιόλας αυτής της ταινίας, ένα περίεργο μονοπλάνο που θυμίζει κάτι σαν θαλάσσιο εφιάλτη, η τελευταία ταινία του Ζακ Οντιάρ σε προδιαθέτει για κάτι πολύ δυσάρεστο αλλά και πολύ αξιόλογο. Πραγματικά, δεν θα περάσει πολλή ώρα για να δούμε ότι η κεντρική ηρωίδα της ιστορίας (Μαριόν Κοτιγιάρ), μια σταρ του θαλάσσιου θεματικού πάρκου στο οποίο εργάζεται, πέφτει θύμα ατυχήματος και χάνει τα πόδια της ύστερα από επίθεση φάλαινας.
Παράλληλα όμως εκτυλίσσεται μια άλλη ιστορία. Ενας πατέρας (Ματίας Σένερτς) κάνει οτοστόπ με το αγοράκι του στους ώμους. Ταξιδεύουν με τρένο. Είναι άφραγκοι. Το παιδί πεινά. Η κάμερα του Οντιάρ αποτυπώνει την κοσμοπολίτικη Γαλλική Ριβιέρα έτσι όπως σχεδόν ποτέ δεν τη βλέπουμε. Ο άντρας κλέβει, κοιμάται με το παιδί στην παραλία. Κάποιος τους παίρνει στο σπίτι της αδελφής του. Πιάνει δουλειά,«πόρτα» σε νάιτ κλαμπ.
Τα δύο πρόσωπα θα συναντηθούν και αυτό που θα έχουμε μπροστά μας είναι δύο σχετικά νέα σε ηλικία συντρίμμια της ζωής. Σε μια εποχή που δεν συγχωρεί τίποτε, σε μια κοινωνία που αδιαφορεί για τα πάντα. Μια γυναίκα χωρίς πόδια και ένας άντρας χωρίς στον ήλιο μοίρα. Ενας άντρας αναγκασμένος να λαμβάνει μέρος σε street fighting για να βγάλει μια δεκάρα παραπάνω. Και μια γυναίκα που θα ήθελε να έχει πεθάνει.
Το μυαλό και το συναίσθημα, δίπλα στη σωματική δύναμη. Εκείνος μάχεται με το σώμα του, εκείνη μάχεται για να συνηθίσει ότι δεν έχει σώμα. Ο Ζακ Οντιάρ θα ενώσει τα δύο αυτά πρόσωπα. Και το αποτέλεσμα; Ενα δυνατό κοκτέιλ ρεαλιστικής σκληρότητας και σχεδόν παραμυθένιας αισιοδοξίας. Ναι γιατί ποτέ δεν καταθέτουν τα όπλα. Ακόμη και με τόσο τερατώδη εμπόδια μπροστά τους.
Η Μαριόν Κοτιγιάρ εξαιρετική. Το αμακιγιάριστο πρόσωπό της δεν έχει υπάρξει πιο εκφραστικό. Είναι σπαραχτική. Βούρκωσα όταν της μιλούσαν για ηλεκτρονικά γόνατα και μηχανικά πόδια. Και όταν ζητεί από τον άντρα να τη βάλει στη θάλασσα, πιάστηκε η καρδιά μου.
Μιλώντας για μηχανικά πόδια θα ήταν άδικο να μην επισημάνει κανείς τη δουλειά που έχει γίνει στα οπτικά εφέ. Οταν βλέπουμε την Κοτιγιάρ με τα μεταλλικά «καλάμια» στη θέση των ποδιών, το σοκ μας είναι μεγαλύτερο απ΄ όταν τη βλέπουμε στο νοσοκομείο. Μα πώς τα κατάφεραν; Να που μια απλή, σύντομη σκηνή μπορεί να κάνει μεγαλύτερη αίσθηση και εντύπωση από την πιο ακριβή υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ όπου γκρεμίζονται πολυκατοικίες και συγκρούονται αυτοκίνητα.
Ενδεχομένως σε κάποιες σκηνές ο Οντιάρ να το παρατράβηξε. Το κομμάτι της ιστορίας με την αδελφή του κεντρικού ήρωα είναι σαν ξένο σώμα στην υπόλοιπη ταινία. Μη απαραίτητο. Και εδώ που τα λέμε δεν ήταν ανάγκη να δούμε την ανάπηρη να βγάζει το καλσόν της που φτάνει ως τα γόνατα για να κάνει έρωτα με τον ρωμαλέο άντρα. Εχει κάτι το ανατριχιαστικά αστείο αυτή η σκηνή και όλη η ταινία. Από την άλλη πλευρά όμως, είναι μια σκηνή που τελικά σε απενοχοποιεί και ναι, την αποδέχεσαι. Γιατί όλα μέσα στη ζωή είναι.
Βαθμολογία: 4
Αίθουσες: ΙΝΤΕΑΛ – ΓΑΛΑΞΙΑΣ – TAINIΟΘΗΚΗ – ΑΒΑΝΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – IΛΙΟΝ – ΚΗΦΙΣΙΑ – CINERAMA – ΔΙΑΝΑ



«Αν…» (Ελλάδα, 2012) σε σκηνοθεσία Χριστόφορου Παπακαλιάτη, με τον ίδιο και τους Μαρίνα Καλογήρου, Γιώργο Κωνσταντίνου, Μάρω Κοντού, Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Θέμιδα Μπαζάκα, Μαρία Σολωμού κ.α.
Στην πρώτη κινηματογραφική ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, όλα ξεκινούν από ένα σκυλί ονόματι Μοναξιά. Από τα τερτίπια της ξεδιπλώνονται δύο ιστορίες – κάτι σαν τις δύο όψεις του ιδίου νομίσματος – με κοινό παρανομαστή την σχέση ανάμεσα στο αφεντικό της, δηλαδή τον ίδιο τον Παπακαλιάτη, και τη Μαρίνα Καλογήρου.
Τι θα μπορούσε να γίνει «αν» το ένα και τι θα γινόταν «αν» το άλλο. Με «ιστό» ένα homage του Παπακαλιάτη προς το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», σύμφωνα με το οποίο ο Αντωνάκης (Γιώργος Κωνσταντίνου) και η Ελενίτσα (Μάρω Κοντού), το ζευγάρι της κλασικής ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα, μιλούν για την ομορφιά και την τρέλα του έρωτα, οι δύο ιστορίες τέμνονται πού και πού και ενίοτε ο χρόνος δείχνει κάπως μετέωρος. Αυτό δεν μας εμποδίζει όμως να παρακολουθήσουμε την ταινία. Η οποία έχει αρκετό ενδιαφέρον.
Εμφανώς ο Παπακαλιάτης θέλει να αποφύγει τη συνταγή της τηλεόρασης. Δεν τα καταφέρνει πάντα. Κάποιες σκηνές του ιδίου με την Καλογήρου, ιδίως εκείνες με την ρομαντζάδα ή τους ερωτικούς καβγάδες, είναι σαν να έχουν βγει από παλιά τηλεοπτική σειρά του. Δεν πειράζει. Γιατί συγχρόνως, αντιλαμβάνεσαι την ανάγκη ενός καλλιτέχνη να κάνει σινεμά. Ευτυχώς έχει δεξί του χέρι τον έμπειρο διευθυντή φωτογραφίας Γιάννη Δασκαλοθανάση.
Γραμμένο φυσικά από τον ίδιο τον σκηνοθέτη, το περίπλοκο σενάριο του «Αν…» έχει τις σωστές «δόσεις» ανατροπών και δείχνει δουλεμένο με όρεξη όσο και αν οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι φέρνει κάπως στον «Απρόσμενο έρωτα» με την Γκουίνεθ Πάλτροου (που με τη σειρά του έφερνε κάπως στη «Διπλή ζωή της Βερόνικα» του Κριστόφ Κισλόφσκι).Η βασικότερη ίσως αρετή της ταινίας είναι ότι δεν κινείται στον δικό της κόσμο. Αντιθέτως, ο Παπακαλιάτης αφουγκράζεται την εποχή και με έξυπνες αλλά όχι μίζερες σκηνές μας δείχνει σε ποια Ελλάδα ζούμε. Η οικονομική κρίση και η ανεργία περνούν διακριτικά στην ταινία και πείθουν ως στοιχεία της.
Εντάξει, θα ακούσεις και ατάκες που σε κάνουν να νιώθεις ότι έχουν σφηνώσει κάπως εξυπνακίστικα στην ταινία, σαν να βρίσκονται εκεί απλώς για να δηλώσουν κάτι στομφώδες και βαρύγδουπο. Π.χ. όταν ακούμε τον Παπακαλιάτη να λέει «το θέμα δεν είναι να φεύγει κανείς αλλά να γυρίζει», ε, η αλήθεια είναι ότι εκεί δεν πείθει.
Σε γενικές γραμμές όμως, οι ηθοποιοί υπηρετούν καλά το σενάριο, ακόμη και αυτοί σε πολύ μικρούς ρόλους όπως ο Βασίλης Χαραμπόπουλος ή η Θέμις Μπαζάκα που ούτως ή άλλως αποτελεί πάντοτε εγγύηση (αναγκάζομαι ωστόσο να εξαιρέσω τον Ακύλα Καραζήση που με το πούρο και το μούσι του θυμίζει βλάχικη καρικατούρα του Ορσον Γουέλς).
Βαθμολογία: 2
Αίθουσες: ΑΕΛΛΩ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΑΤΤΑΛΟΣ Ν. ΣΜΥΡΝΗ – VILLAGE MALL – VILLAGE PΕΝΤΗ – VILLAGE ΑΓ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – VILLAGE ΦΑΛΗΡΟ – VILLAGE ΠΑΓΚΡΑΤΙ – ODEON KOSMOPOLIS ΜΑΡΟΥΣΙ – ODEON STARCITY – STER IΛION – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΝΑΝΑ – EMΠΑΣΣΥ – ΦΟΙΒΟΣ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ – ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ VILLAGE COSMOS – STER – ODEON ΠΛΑΤΕΙΑ – ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ

> > > ΠΡΟΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΕΠΙΣΗΣ τα κινούμενα σχέδια της Dreamworks Aniumation «Οι πέντε θρύλοι» («The rise of guardians», ΗΠΑ, 2012) που σκηνοθέτησε ο Πίτερ Ράμσεϊ. Μια ταινία από την δημιουργική ομάδα του σαφώς ανώτερου «Πώς να εκπαιδεύσετε τον δράκο σας».Εδώ λοιπόν ένας κάπως διαφορετικός Άγιος Βασίλης με τατουάζ, ένα Πασχαλινό Λαγουδάκι με απειλητικές διαθέσεις, μια Νεράιδα των Δοντιών, ο Τζακ ο Πάγος και ο Άμμος επιστρατεύουν τις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τονμ κακό Πίσσα που θέλει να κατακτήσει τον κόσμο και εξαλείφοντας την ελπίδα και τα όνειρα των παιδιών. Προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα από την φαντασία της ταινίας, εφόσον νιώθω ότι ο πήχης των καρτούν έχει πλέον ανέβει πολύ ψηλά χάρη σε κινούμενα σχέδια όπως το «Εγώ,ο απαισιότατος». Ενδεχομένως τα πάιδιά θα έχουν διαφορετική γνώμη αλλά επιμένω ότι οι μεγάλοι θα απογοητευτούν. Η στομφώδης μεταγλώττιση κάνει τα πράγματα χειρότερα (φωνές στα ελληνικά από τους Αντίνοο Αλμπάνη, Κώστα Τριανταφυλλόπουλο, Βασίλη Μήλιο, Στεφανία Φιλιάδη κ.α.).
Βαθμολογία: 1
Αίθουσες: 2D ΑΘΗΝΑ: 3 ΑΣΤΕΡΙΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΑΝΟΙΞΗ ΧΑΙΔΑΡΙ – ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ – ΧΟΛΑΡΓΟΣ – ΟΣΚΑΡ ΑΧΑΡΝΩΝ – ΣΟΦΙΑ, ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗ – CINERAMA – ΑΤΤΑΛΟΣ, Ν.ΣΜΥΡΝΗ – ΙΛΙΟΝ, ΠΑΤΗΣΙΩΝ 3D ΑΘΗΝΑ: ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΘΗΝΑΙΟΝ – ΒΑΡΚΙΖΑ ΑΙΓΛΗ ΧΑΛΑΝΔΡΙ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΟΛΟΣΣΑΙΟΝ