Το νέο μέλος της, την ομότιμη καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Χρύσα Μαλτέζου, διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, υποδέχθηκε το βράδυ της Τρίτης 27 Νοεμβρίου η Ακαδημία Αθηνών σε επίσημη τελετή.

Τη νέα ακαδημαϊκό προσφώνησε ο πρόεδρος της Ακαδημίας Γεώργιος Κοντόπουλος, ο οποίος επέδωσε στο νέο μέλος τα διάσημα της Ακαδημίας Αθηνών. Την «κορυφαία Ενετολόγο και ειδικό στην ιστορία του ελληνισμού για το διάστημα μεταξύ του 13ου και του 18ου αιώνα» καλωσόρισε ο ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος λέγοντας ότι η εκλογή της «θεραπεύει την ανάγκη της Ακαδημίας να εγκύψει και σε τομέα που άπτεται της Ιστορίας του ελληνισμού σε ευρύτερο επίπεδο».

Τονωτική και ενθαρρυντική για την ψυχολογία μας, στις μέρες που η Ελλάδα εμφανίζεται ως επαίτης στη Δύση, ήταν η ομιλία της νέας ακαδημαϊκού με θέμα «Ταυτότητα και συνείδηση ιστορικής συνέχειας μετά την Αλωση: Η ιδεολογική συμπεριφορά των Ελλήνων της Βενετίας». Η κυρία Μαλτέζου παρουσίασε, στο ακροατήριο επισήμων, ακαδημαϊκών και παλαιών φοιτητών της που παρέστησαν στην τελετή, την προσφορά των Ελλήνων στη Δύση μετά την Αλωση και τόνισε ότι οι έλληνες μέτοικοι στη Βενετία, όπως και αν ονομάζονται, Ελληνας, Ρωμιός ή Γραικός, έχουν συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας και της ιστορικής συνέχειας.

Οι λόγιοι που δίδαξαν τα ελληνικά γράμματα στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβας και συνεργάστηκαν με τους τυπογράφους της Βενετίας πολέμησαν για την ελευθερία των Ελλήνων από τους Οθωμανούς με όπλο της γραφίδα τους συντάσσοντας επιστολές προς τους ηγέτες της Δύσης και φροντίζοντας «να υπενθυμίζουν στη Δύση τη σημασία του ελληνισμού και να συντηρούν το ενδιαφέρον της για τους Ελληνες», ανέφερε η κυρία Μαλτέζου. Στη συνείδησή τους η ιστορική συνέχεια αναγόταν στην αρχαιότητα, από την αρχαία Αθήνα ξεκινά το νήμα που περνά από την Κωνσταντινούπολη και φτάνει, στα χρόνια τους, στη Βενετία. Ωστόσο, και η λαϊκή μεσαία τάξη των καραβομαραγκών, των ναυτικών και των εμπόρων είχε συνείδηση της ταυτότητάς της, όπως μαρτυρούν στοιχεία από επιγραφές στον ελληνορθόδοξο ναό του Αγίου Γεωργίου στη Βενετία, από αρχειακά έγγραφα και από κείμενα της δημώδους παράδοσης επισήμανε η διακεκριμένη καθηγήτρια.

Ισχυρούς ενωτικούς παράγοντες που υποστήριξαν την ιστορική μνήμη αποτέλεσαν η θρησκεία, ο τόπος καταγωγής και η κυρίως η γλώσσα, τόνισε η ακαδημαϊκός, η οποία αναφέρθηκε στην εισχώρηση της δημώδους ελληνικής στη βενετική γλώσσα και στη χρήση της από τη βενετική διοίκηση στις διπλωματικές σχέσεις της με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Με σημείο αναφοράς την αρχαιότητα και ανασύροντας μνήμες από τον βυζαντινό κόσμο, οι Ελληνες που ζουν στη Βενετία μετά την Αλωση έχουν συνείδηση της ταυτότητάς τους αλλά, όπως υπογράμμισε η ομιλήτρια, δεν παραμένουν σε μια στείρα προσκόλληση στο παρελθόν, αλλά στρέφονται στο μέλλον, εκφράζουν ένα πνεύμα ενωτικό και ανανεωτικό και «διατηρούν ζωντανό στο εξωτερικό το ελληνικό ζήτημα». Η κ. Μαλτέζου έκλεισε την ομιλία της με την προβολή φωτογραφίας του ναού του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων στη Βενετία και στίχους του Εγγονόπουλου.

«Οι ικανότητες της κυρίας Μαλτέζου στην αρχειακή έρευνα και στη συνθετική επεξεργασία του υλικού, η ευστοχία στη διατύπωση απόψεων και κρίσεων και η διοικητική της πείρα ελπίζουμε ότι θα βρουν πρόσφορο έδαφος στην Ακαδημία Αθηνών» ευχήθηκε ο κ. Σβολόπουλος.