Ο νεαρός ηθοποιός Γιάννης Παπαδόπουλος αυνανίζεται μπροστά στην κάμερα, εκσπερματίζει στο χέρι του και στη συνέχεια καταπίνει το σπέρμα του: η σκηνή κλιμάκωσης στην ενδιαφέρουσα αλλά υπερτιμημένη ταινία «Το αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού» του Εκτορα Λυγίζου. Εξυπνος έμπορος ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης. Το έχει μάθει καλά το παραμύθι των φεστιβάλ. Δείξε ακραίο και προκλητικό, σπάσε ταμπού και σόκαρε. Ολο και κάποιος θα τσιμπήσει.
Οντως, το «Αγόρι που τρώει το φαγητό του πουλιού» επελέγη από το Φεστιβάλ του Κάρλοβι Βάρι, όπου και βραβεύθηκε για την ερμηνεία του ο προικισμένος Παπαδόπουλος. Η κυριαρχία του εντυπωσιασμού δίπλα στην ανυπαρξία σεναρίου. Και εγώ να ξεβρακωθώ στο Σύνταγμα, ένα κοινό θα το βρω. Και όμως, αυτή η ταινία, ένας σχολιασμός για την ελληνική κρίση μέσα από τη σταδιακή εξαΰλωση ενός νεαρού για τον οποίο δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτε, μια ταινία που σε κάνει να θες να πεθάνεις ενώ τη βλέπεις, υποτίθεται ότι ήταν η καλύτερη των ελληνικών της τελευταίας διοργάνωσης!
Από την άλλη βέβαια, ακόμη και με σιχαμένες σκηνές (ας μην αναφερθώ καλύτερα στη σκηνή με τον βρώμικο καμπινέ ενός γέροντα), ο Λυγίζος μπόρεσε τουλάχιστον να εντυπωσιάσει, την ώρα που στην πλειονότητά τους οι ελληνικές ταινίες κινήθηκαν ανάμεσα στην περιγραφή, στη νωχέλεια, στην αφέλεια και στον διδακτισμό.
Με τη «Χαρά» ο Ηλίας Γιαννακάκης παρακολούθησε την πορεία μιας γυναίκας (Αμαλία Μουτούση –συνεργάτις στο σενάριο) που απάγει ένα μωρό και εν τέλει συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται. Εξαιρώντας την πρώτη μισή ώρα, όπου η πάντα υπέροχη Μουτούση πλάθει έναν δικό της κόσμο φαντασίας παίζοντας με το βρέφος μέσα στο σπίτι, η καλοστημένη «Χαρά», αν δεν ήταν ασπρόμαυρη, θα μπορούσε να είναι ένα πολύ καλό τηλεοπτικό ρεπορτάζ.
«Ε και;» είναι το ερώτημα. Οχι όμως για το «Πλοίο για την Παλαιστίνη» του έμπειρου Νίκου Κούνδουρου που μιλά για τη φρικτή πραγματικότητα των ημερών μας απαριθμώντας τα κακά του 20ού αιώνα διά στόματος (κυρίως) αλλοδαπών εταίρων που κοιτάζουν την κάμερα και ουρλιάζουν. Το αποτέλεσμα ενός απελπισμένου καλλιτέχνη ο οποίος δείχνει να ενδιαφέρεται για τα πάντα, ενώ μέσα του δεν έχει ίχνος ελπίδας για τίποτε.

Νέοι και αγχωμένοι
Στην απέναντι όχθη, οι νέοι. Παρά την απειρία τους, κάποιοι σκηνοθέτες θέλησαν να ανοίξουν πολύ απότομα και με ανυπομονησία τα φτερά τους. Στο «Red city», ας πούμε, ο 25χρονος Μάνος Τσίζεκ προσπάθησε να συνδυάσει το ρεαλιστικό ντοκουμέντο του σύγχρονου ελληνικού εφιάλτη με την ποίηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου και της Μαρίας Ταταράκη (μητέρα του σκηνοθέτη). Πελάγωσε όμως σε ένα ποιητικό συνονθύλευμα εικόνων και λόγου που κυρίως μπερδεύει. Θετικό βήμα για την ελληνική κινηματογραφία πάντως το ότι το «Red city» γυρίστηκε με τη στήριξη της εταιρείας New York Entertainment, με βάση το Λονδίνο.
Βρετανική –κατά βάση –είναι επίσης η «Τηλεμαχία» του Αλεξάντερ Νάλι, όπου ένας νεαρός που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του (ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης πολύ άνετος σε αγγλόφωνο ρόλο) φεύγει από την Αγγλία με προορισμό το ελληνικό νησί όπου ο πρώτος έχει αποτραβηχθεί.
Παράλληλα ο σκηνοθέτης αφηγείται μιαν άλλη ιστορία, στην Αγγλία, όπου ένας νεαρός Ινδός αναγκάζεται να καταπνίξει τον έρωτά του για μια λευκή πιεσμένος από τις θρησκευτικο-κοινωνικές προκαταλήψεις της μητέρας του. Πολλά θέματα σε δύο ουσιαστικά ταινίες ενταγμένες σε μία. Αγχος για να ειπωθούν όλα με την πρώτη. Γιατί;
Παρόμοιο και το θέμα της ταινίας «11 συναντήσεις με τον πατέρα μου» του Νίκου Κορνήλιου: μια κοπέλα συναντά για πρώτη φορά τον πατέρα της ο οποίος δεν γνωρίζει την ύπαρξή της επειδή η σουηδέζα μάνα απέκρυψε τον καρπό του one night stand τους πριν από 20 χρόνια. Βγάζει συναίσθημα και η ερμηνεία του Λάμπρου Αποστόλου στον ρόλο του υπέρβαρου πατέρα είναι σπαρακτική. Η ταινία όμως δεν έχει εκτόπισμα και ξεχνιέται.

Σινεφίλ αναζητήσεις
Συνδυάζοντας χοροθέατρο, animation και νideo art, το «The capsule», η μεσαίου μήκους ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη, είναι η αποθέωση της ψυχρότητας και παρακολουθείται με εικαστικό, κυρίως, ενδιαφέρον.
Ο πειραματικός κινηματογράφος της Τσαγγάρη έχει τη δυνατότητα να σε κάνει να σηκώσεις το φρύδι από περιέργεια, κάτι που πολύ δύσκολα μπορεί να συμβεί στην περίπτωση του «Χιγκίτα», τελευταίας ταινίας του The Boy, όπως θέλει να ονομάζεται πλέον ο Αλέξανδρος Βούλγαρης. Διάσπαρτες εικόνες καρφώνουν τις αισθήσεις μας κάτω από την μπάσα φωνή του αφηγητή, ο οποίος μιλάει ασύστολα για τους ταριχευτές του μέλλοντος, τη μοναξιά του και τους γεμάτους όρχεις του (άντε πάλι…). Προς τι όλα αυτά; Την απάντηση έχει μόνο ο The Boy.
Ουδέν σχόλιον για το «Kame koumando» του Ηλία Δαμιανάκη. Του συνιστούμε απλώς να κάνει κουμάντο στις σκέψεις του προτού ξαναπιάσει κάμερα. Τέλος, το «Μπιγκ Χιτ» του Κάρολου Ζωναρά. Αυτό ήταν μια έκπληξη. Η ελληνική εκδοχή του ασπρόμαυρου φιλμ νουάρ «Η μεγάλη κάψα» του Φριτς Λανγκ, γυρισμένη επίσης ασπρόμαυρη. Εντεχνη κατασκευή «σινεφιλικής αναζήτησης» απευθυνόμενη σε ειδικό κοινό.

Η «Μούχλα» της αγάπης
Αγάπησα άραγε ελληνική ταινία σε αυτό το φεστιβάλ; Οχι. Αναγνώρισα αρετές, κατανόησα δυσκολίες, θαύμασα ιδέες. Αλλά δεν αγάπησα. Γιατί, αλήθεια, οι έλληνες κινηματογραφιστές δεν έχουν την ικανότητα να κάνουν ένα σινεμά με ατέλειες ίσως, αλλά τουλάχιστον αγαπησιάρικο, όπως ας πούμε έκανε ο Τούρκος Αλί Αϊντίν με τη «Μούχλα»; «Μα είναι τίτλος ταινίας αυτός;» θα πείτε. Κι όμως, παρά τον τίτλο και το δυσάρεστο θέμα της μοναξιάς ενός ανθρώπου που επί 18 ολόκληρα χρόνια δεν μπορεί να πάρει μια απάντηση από τις τουρκικές αρχές για το αν ο κάποτε πολιτικός κρατούμενος γιος του ζει ή πέθανε, ε ναι, αυτή η ταινία μπορεί να σε κάνει να την αγαπήσεις.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ