Σε μια συζήτηση με την τραγουδίστρια Ντι Ντι Μπριτζγουότερ σχετικά με το άλμπουμ-αφιέρωμα στην Μπίλι Χόλιντεϊ που είχε κυκλοφορήσει, είχα ζητήσει τη γνώμη της για την άνοδο των λευκών τραγουδιστριών της τζαζ τα τελευταία χρόνια.

Μου είχε απαντήσει σχεδόν νευριασμένη ότι «είναι πολύ ταλαντούχες, αλλά με εξαίρεση την Νταϊάνα Κραλ οι υπόλοιπες δεν τραγουδούν τζαζ. Πιστεύω ότι στην ανάδειξη αυτών των τραγουδιστριών έχει συμβάλει και το μάρκετινγκ. Τους φαντάζομαι να ψάχνουν απεγνωσμένα να εντοπίσουν τη μεγάλη λευκή τραγουδίστρια και στο πρόσωπο της Νόρα Τζόουνς να βλέπουν εκατομμύρια πωλήσεων –όπως και έγινε».

Για τη Νόρα Τζόουνς δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω μαζί της, αφού η Ιστορία έδειξε ότι, παρά το μεγάλο ταλέντο της, δεν ήταν η τζαζ ο λόγος που επέλεξε να γίνει τραγουδίστρια, καθώς το πεδίο της είναι αρκετά ευρύ. Υπάρχει όμως και η Μέλοντι Γκαρντό, η οποία αναμφίβολα μπορεί να κάνει πολύ σπουδαία πράγματα στο μέλλον… αν προσέξει, αλλά και η Κάριν Αλισον, ακόμη μία πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση.

Θα συμφωνούσα, τέλος, με την Μπριτζγουότερ για τη Μαντλέν Περού: πολλά μπορείς να πεις για το αν και κατά πόσον είναι τζαζ, αλλά τα εκατομμύρια των θαυμαστών της έχουν άλλη γνώμη. Το σίγουρο όμως είναι ότι είχε απόλυτο δίκιο όταν μίλησε για την Νταϊάνα Κραλ. Παροτρύνω μάλιστα όσους δεν την έχουν ακούσει ως σήμερα… να μην πάνε πολύ μακριά, καθώς μόλις κυκλοφόρησε το νέο άλμπουμ της, «Glad Rag Doll», ένα tour de force του ταλέντου της.

Ο,τι θα ήθελε να ξέρει κανένας από αυτή τη σπουδαία τραγουδίστρια βρίσκεται εδώ συμπυκνωμένο. Από τη σοφή επιλογή τραγουδιών, τη μαεστρία της στο στούντιο και το ταλέντο της στο πιάνο ως τη μινιμαλιστική και εκφραστική ερμηνεία της, στον δρόμο που χάρασσε η Μπίλι Χόλιντεϊ όταν έλεγε «δεν νιώθω ότι τραγουδώ, αλλά ότι παίζω πνευστό», μια συνταγή που ακολούθησε αργότερα και η Σίρλεϊ Χορν.

Παιδικές μνήμες
Στο «Glad Rag Doll», όπου κυρίως μεταφέρει στον 21ο αιώνα τραγούδια από τις δεκαετίες του ’20 και του ’30, η Κραλ δεν χρειάστηκε παρά να ανατρέξει στις παιδικές μνήμες της στο Ναναΐμο της British Columbia όπου μεγάλωσε: «Γνώριζα αυτά τα τραγούδια πολύ προτού ακούσω κλασική τζαζ. Ο παππούς μου ήταν ανθρακωρύχος. Δεν είχαν πολλά χρήματα, αλλά είχαν ένα πιάνο και στα κυριακάτικα μπάρμπεκιου έπαιζε ο θείος μου και εμείς τραγουδούσαμε αυτά τα παλιά τραγούδια από παλιές παρτιτούρες. Ετσι έμαθα τον Τζιν Γκόλνκιτ και τον Μπιξ Μπάιντερμπεκ και κομμάτια του Τζιν Οστιν όπως το «When My Sugar Walks Down The Street»». «Εφταιγε» όμως και η τεράστια δισκοθήκη του πατέρα της με δίσκους 78 στροφών, που απετέλεσε το σάουντρακ της εφηβείας της –εν αντιθέσει προς τους συνομηλίκους της που άκουγαν ροκ.
Η διαφορετική, πιο πλούσια ενορχήστρωση που διαθέτουν τα τραγούδια οφείλεται εν πολλοίς και στον παραγωγό Τι Μπόουν Μπερνέτ (βραβευμένος, μεταξύ άλλων, για το σάουντρακ της ταινίας «Ω αδελφέ, πού είσαι;» και για τη συνεργασία του Ρόμπερτ Πλαντ με την Αλισον Κράους στο άλμπουμ «Raising Sand»), συνεργάτη και φίλου του συζύγου της Ελβις Κοστέλο.
Οταν ο Κοστέλο έριξε την ιδέα στο τραπέζι, η Κραλ φοβήθηκε ότι ίσως να μην υπάρχει χημεία και η συνεργασία τους να καταλήξει σε κάτι διαφορετικό από αυτό που σχεδίαζε. Στην πορεία όμως κατάλαβε πως είχε βρει την αδερφή ψυχή της στο πρόσωπο του Μπερνέτ, ο οποίος και κατέληξε στα 17 (από τα 35) τραγούδια που απαρτίζουν το άλμπουμ. Οσο για την παρέα των μουσικών που τη συνόδευσαν στο στούντιο, ήταν η καλύτερη δυνατή. Ο κιθαρίστας-όνειρο για κάθε ιδανική ηχογράφηση Μαρκ Ρίμποτ τη συνοδεύει νότα-νότα και η ρυδμ σέξιον των Τζέι Μπελρόουζ και Ντένις Κράουτς δίνει όγκο σε τραγούδια όπως τα «There Ain’t No Sweet Man That’s Worth the Salt of My Tears», «Here Lies Love», «Wide River to Cross» και «Glad Rag Doll».
Ακούστε μόνο το «Lonely Avenue» του Ντοκ Πόμους: θα συμφωνήσετε ότι, αν η αμεσότητα και η ειλικρίνεια είναι δύο απαραίτητα στοιχεία στο τζαζ τραγούδι, αυτά υπάρχουν και με το παραπάνω στη… σαν χάδι ερμηνεία της Νταϊάνα Κραλ.
Και επειδή τίποτε δεν γίνεται τυχαία σε παραγωγές της ξένης δισκογραφίας, η Κραλ ποζάρει στο κάλυμμα –την επιμέλεια του οποίου έχει αναλάβει η Κολίν Ατγουντ, βραβευμένη με Οσκαρ για τη δουλειά της στο «Chicago» –ως «κορίτσι» των περίφημων Ziegfeld Follies.
Στην καθημερινότητά της η 48χρονη πλέον Νταϊάνα Κραλ προσπαθεί να ζει μια φυσιολογική ζωή στη Νέα Υόρκη μαζί με τα εξάχρονα δίδυμα που απέκτησε με τον Κοστέλο. Οσο βέβαια μπορεί να είναι εφικτό κάτι τέτοιο, όταν έχεις δύο παιδιά που παίζουν κάτω από τις κονσόλες ηχογράφησης την ώρα που η μητέρα τους εργάζεται για το νέο άλμπουμ του Πολ Μακ Κάρτνεϊ.

Κάν’ το όπως η Πέγκι Λι
Είναι σχετικά άδικο να λέει κανείς ότι οι λευκοί δεν έχουν προσφέρει το λιθαράκι τους σε αυτό που αποκαλούμε τζαζ τραγούδι και που ουσιαστικά ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του ’20 με το περίφημο «Heebie Jeebies» του Λούι Αρμστρονγκ. Δεν μπορείς να παραβλέψεις μέσα στα χρόνια τη συνεισφορά της Ανίτα Ο’ Ντέι, της Ρόουζμαρι Κλούνεϊ ή της Πέγκι Λι. Στους άντρες φυσικά η προσφορά του Φρανκ Σινάτρα, ακόμη και του Τόνι Μπένετ, είναι αδιαμφισβήτητη.
Η Νταϊάνα Κραλ πάτησε σε αυτή την παράδοση και, σε συνδυασμό με τα ακούσματα που είχε από παιδί, κατάφερε να ξεχωρίσει και να σταθεί με τόλμη δίπλα σε σύγχρονα ιερά τέρατα όπως η Ντι Ντι και η Νταϊάν Ριβς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ