Το ανέβασμα της παράστασης του Ρομέο Καστελούτσι «Περί της έννοιας του προσώπου του Υιού του Θεού» τον Οκτώβριο του 2011 στο Theatre de la Ville του Παρισιού προκάλεσε έντονη πολεμική. Μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων προχώρησαν σε πικετοφορία έξω από το θέατρο με κυρίαρχο σύνθημα τη φράση «Σταματήστε τη χριστιανοφοβία» απαιτώντας τη διακοπή της παράστασης, η οποία συνεχίστηκε μόνο μετά την επέμβαση της αστυνομίας. Την επομένη δε, και παρά τα αυξημένα μέτρα ασφαλείας, οι θεατές δέχτηκαν επιθέσεις με αβγά και λάδι.
Τα γεγονότα προκάλεσαν οργισμένες αντιδράσεις, με τον ίδιο τον ιταλό σκηνοθέτη να σχολιάζει παραφράζοντας τον Ιησού. «Τους συγχωρώ γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν» είπε συγκεκριμένα ο Καστελούτσι. «Τους συγχωρώ γιατί είναι αδαείς και η άγνοιά τους είναι πολύ πιο υπεροπτική και βλαπτική γιατί έχει να κάνει με την πίστη».
Λίγους μήνες νωρίτερα, πάντως, το ανέβασμα του ίδιου έργου στην Αθήνα στο πλαίσιο του Ελληνικού Φεστιβάλ είχε κυλήσει ανώδυνα. Οι όποιες αντιρρήσεις από πλευράς θεατών έμειναν στο επίπεδο του ιδιωτικού σχολιασμού, με ένα υπολογίσιμο τμήμα να μπορεί να ταυτιστεί, ίσως, με μια πρόσφατη, τότε, φράση του κριτικού του βρετανικού «Guardian» μετά τον λονδρέζικο «σταθμό» της παράστασης. «Παρά τις σοκαριστικές προειδοποιήσεις, ένιωσα περισσότερο να βαριέμαι ελαφρώς παρά να προσβάλλομαι από ηθικής άποψης» έγραψε ο Μάικλ Μπίλινγκτον αναφερόμενος, προφανώς, στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο του καλοντυμένου γιου που σηκώνει τα μανίκια για να αλλάξει πάνες στον γηραιό πατέρα του ο οποίος λερώνεται και λερώνει τα πάντα, με μια υπερμεγέθη αναπαραγωγή του «Σωτήρα του Κόσμου» του Αντονέλο ντα Μεσίνα να κυριαρχεί στο βάθος της σκηνής.
Εξίσου «ήρεμα» κύλησαν οι αθηναϊκές παραστάσεις ενός ακόμη «βλάσφημου» έργου, το ανέβασμα του οποίου στο Παρίσι προκάλεσε επίσης σφοδρές αντιδράσεις σε παραθρησκευτικούς και ακροδεξιούς κύκλους. Ο λόγος για το «Golgota Picnic» του Αργεντινού Ροντρίγκο Γκαρσία, που είδαμε μόλις τον περασμένο Ιούνιο στο Φεστιβάλ Αθηνών και αναφερόταν στη ζωή του Χριστού μέσα από σκληρές εικόνες της καταναλωτικής κοινωνίας. Οσο για το «Οργιο ανεκτικότητας», άλλη μία ανατρεπτική παράσταση του βέλγου «αιρετικού» καλλιτέχνη Γιαν Φαμπρ η οποία «ταξίδεψε» στην Αθήνα το καλοκαίρι του 2009, η εικόνα του Ιησού που με τον σταυρό στο χέρι παίρνει μέρος στο κάστινγκ ενός φωτογράφου μόδας ήταν μία από τις πλέον ήπιες στο όλο θέαμα…
Στο πλαίσιο αυτό, οι ετεροχρονισμένες αντιδράσεις στην παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου «Αθανάσιος Διάκος: Η επιστροφή» και, πιο πρόσφατα, όσα συνέβησαν στο θέατρο «Χυτήριο» με την ευκαιρία του ελληνικού ανεβάσματος του έργου του Τέρενς Μακ Νάλι «Corpus Christi» θα μπορούσαν και να προκαλούν έκπληξη για λόγους πέραν των προφανών και πολυσυζητημένων τις τελευταίες ημέρες.
Πού οφείλονται; Σε ένα διαρκώς επιδεινούμενο κλίμα έντασης που πυροδοτεί η σύγκρουση των άκρων; Στον «ηθικιστικό λαϊκισμό» ο οποίος σύμφωνα με ορισμένους υποδαυλίζεται (και) από μερίδα των μέσων μαζικής ενημέρωσης; Σε κάποια τυχαία συγκυρία; Σε όλα αυτά μαζί; ‘Η μήπως σε κάτι άλλο;
Η αλήθεια είναι ότι το «σοκ» στην τέχνη με όχημα τη «βλασφημία» έχει προηγούμενο στα πρόσφατα χρόνια στη χώρα μας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αποκαθήλωση του έργου του Βέλγου Τιερί ντε Κορντιέ από την έκθεση Οutlook το 2003, περίπου ενάμιση μήνα μετά τα εγκαίνιά της και αφού την είχαν επισκεφθεί ήδη περισσότερα από 20.000 άτομα. Μερικά χρόνια αργότερα, το 2007, η κατάσχεση του βίντεο της Εύας Στεφανή από την έκθεση Art Athina και η συνακόλουθη σύλληψη του διευθυντή της διοργάνωσης για «παράβαση του νόμου περί ασέμνων και προσβολή συμβόλων του ελληνικού κράτους» έφερε για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο τη συζήτηση περί λογοκρισίας και ύπαρξης ή μη ορίων στην τέχνη.
Σοκ και δέος σε έναν σκληρό κόσμο
Αραγε η τέχνη έχει ακόμα τη δύναμη να σοκάρει; Εχει νόημα κάτι τέτοιο σε μια εποχή που με ένα απλό «κλικ» στο Διαδίκτυο ο καθένας αποκτά πρόσβαση ακόμη και στις σκληρότερες εικόνες; Ποιο συναίσθημα διαδέχεται το «οχ!» του αρχικού σοκ; Τα παραπάνω ερωτήματα τέθηκαν στο επίκεντρο της μεγάλης έρευνας που διενήργησαν πριν από περίπου έναν μήνα οι «Times» της Νέας Υόρκης.
Για δύο εβδομάδες, κριτικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και αναγνωστικό κοινό συμμετείχαν στον δημόσιο διάλογο ο οποίος διεξήχθη με φόντο την ερασιτεχνική ταινία «Η αθωότητα των μουσουλμάνων», η οποία προκάλεσε απίστευτης αγριότητας γεγονότα στον αραβικό κόσμο (ο απόηχός της έφθασε και στη χώρα μας), την καταδίκη των μελών του γυναικείου πανκ συγκροτήματος Pussy Riot στη Ρωσία, αλλά και την επανέκθεση της πολυσυζητημένης φωτογραφίας «Piss Christ» του Αντρές Σεράνο σε γκαλερί της Νέας Υόρκης.
Η παρουσίαση αυτής της φωτογραφίας –η οποία απεικονίζει τον Ιησού «βουτηγμένο» στα ούρα –το 1989 προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στην Αμερικανική Γερουσία και οδήγησε στην τροποποίηση του καθεστώτος των καλλιτεχνικών επιχορηγήσεων. Εν προκειμένω, η προοπτική της νέας παρουσίασής της οδήγησε σε προσπάθειες αναβίωσης του «πολιτιστικού πολέμου». Χαρακτηριστική η αντίδραση Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή ο οποίος κατηγόρησε τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα για «θρησκευτική υποκρισία» καλώντας τον να καταδικάσει τη φωτογραφία με την ίδια οξύτητα που χρησιμοποίησε κατά της βέβηλης για τον Μωάμεθ ταινίας.
Σε συνέντευξη που παραχώρησε στους «Times» η κριτικός Μάγκι Νέλσον, συγγραφέας του βιβλίου «Η τέχνη της σκληρότητας: μια εκτίμηση», διαφωνεί με την άποψη του σκηνοθέτη Μίκαελ Χάνεκε σύμφωνα με την οποία η τέχνη, αντανακλώντας τη σκληρότητα του κόσμου, «βιάζει τον θεατή στην ανεξαρτησία». Η ίδια είπε χαρακτηριστικά: «Μου αρέσει όταν οι καλλιτέχνες αντιμετωπίζουν τις μη διαχειρίσιμες συνέπειες της δουλειάς τους αντί να προσπαθούν να τις κρύψουν πίσω από σχόλια του τύπου «η δουλειά μου δεν είναι σκληρή, ο κόσμος είναι σκληρός». Οι καλλιτέχνες δεν είναι ηθικολόγοι ή ψυχολόγοι. Θα προτιμούσα να παραδεχτούμε ότι, απεικονίζοντας σοκαριστικές ή βίαιες συμπεριφορές, προκαλούμε πάντα δύσκολες ερωτήσεις ως προς την ηδονοβλεψία, τον σαδισμό, τον μαζοχισμό και την ερωτική διέγερση και ότι αυτές οι προκλήσεις δεν μένουν πάντα υπό τον έλεγχο του καλλιτέχνη».
Στροφή προς τον συντηρητισμό
Σε παλαιότερη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Γιαν Φαμπρ διέκρινε μια γενικότερη στροφή προς τον συντηρητισμό. «Πριν από δέκα χρόνια συμμετείχα σε κάποιο φεστιβάλ και αν κάποιος έφευγε στη μέση της παράστασης, οι υπεύθυνοι έλεγαν: «α, κάτι σημαντικό γίνεται εδώ, κάτι καινούργιο». Τώρα τρέμουν αυτού του είδους τις αντιδράσεις του κόσμου. Φοβούνται τις κακές κριτικές, τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει αυτό στις επιχορηγήσεις ή στις ιδιωτικές χορηγίες.».
Για τον Φαμπρ ο όρος πρόκληση είναι ταυτισμένος με το ζωντάνεμα του μυαλού. «Ωστόσο εγώ ουδέποτε είχα την πρόθεση να προκαλέσω, να δημιουργήσω σκάνδαλο» έλεγε στην ίδια συνέντευξη. «Απλώς μιλώ για πράγματα που με ενδιαφέρουν και τυχαίνει κάποιοι να προκαλούνται. Δεν είναι όμως αυτό το σημείο εκκίνησής μου. Συχνά οι άνθρωποι βιάζονται να χαρακτηρίσουν προκλητικό ό,τι δεν καταλαβαίνουν, ό,τι δεν μπορούν να κατατάξουν σε μια κατηγορία ή κάτι με το οποίο δεν θέλουν να ασχοληθούν σοβαρά, ώστε να επικοινωνήσουν μαζί του. Κανένα σοβαρό έργο τέχνης όμως δεν ξεκινά με σκοπό να προκαλέσει».
Στροφή προς τον συντηρητισμό διακρίνει τα τελευταία χρόνια και ο βρετανός σκηνοθέτης όπερας Γκράχαμ Βικ, ένα ακόμη «τρομερό παιδί» της ευρωπαϊκής σκηνής. Με αφορμή το ντεμπούτο του στην Ελλάδα πριν από μερικά χρόνια, ο ίδιος εξομολογούνταν στο «Βήμα» ότι κατά καιρούς έχει υποστεί πολλές προσωπικές επιθέσεις και διατηρεί φακέλους ολόκληρους με μηνύματα μίσους.
Τι νόημα δίνει ο ίδιος στις λέξεις «ρίσκο», «πρόκληση» και «σκάνδαλο»; «Το ρίσκο είναι η κινητήριος δύναμη. Η πρόκληση με παραπέμπει στη στενομυαλιά, ενώ το σκάνδαλο το βρίσκω άχρηστο. Συνήθως με αποκαλούν προκλητικό όταν ακριβώς δεν το επιδιώκω. Θέλω να έχω μπροστά μου ένα «στοίχημα», αλλά δεν είναι στις προθέσεις μου να δημιουργώ σκάνδαλα…».

Από την οργή του Ρούζβελτ στο «κομμένο» φιλί
Ποια ήταν άραγε η πιο σοκαριστική στιγμή στην Τέχνη του 20ού αιώνα; Με το ερώτημα αυτό οι «New York Times» διεξήγαγαν ψηφοφορία αναμέσα στο αναγνωστικό τους κοινό στο πλαίσιο ευρύτερης σχετικής έρευνας. Τα αποτελέσματα έφεραν στην πρώτη θέση την έκθεση «Sensation» στο Μουσείο του Μπρούκλιν το 1999 (ο τότε δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι απείλησε με διακοπή της χρηματοδότησης αν δεν «κατέβαινε» το έργο του νιγηριανής καταγωγής βρετανού καλλιτέχνη Κρις Οφίλι που παρουσίαζε την προσωπογραφία της Παναγίας «διακοσμημένη» με αποσπάσματα πορνοπεριοδικών και κόπρανα ελέφαντα), στη δεύτερη το «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και στην τρίτη την «Ιεροτελεστία της Ανοιξης» του Ιγκορ Στραβίνσκι, η πρεμιέρα της οποίας το 1913 υπήρξε τεράστιο σκάνδαλο.
Κατά την άποψη πολλών, το τελευταίο αυτό γεγονός σε συνδυασμό με την πρώτη Εκθεση Μοντέρνας Τέχνης στις ΗΠΑ, που προκάλεσε την οργή του πρώην προέδρου Θίοντορ Ρούζβελτ λίγο νωρίτερα, δημιούργησε ένα νέο «πολιτιστικό μανιφέστο» ανάγοντας το σοκ σε πολιτιστική αξία.
Το ότι αυτή καθαυτήν η πρόκληση δεν εγγυάται την καλλιτεχνική ποιότητα είναι βεβαίως σαφές και το ελληνικό κοινό διαθέτει ανάλογες εμπειρίες. Στην παραγωγή της «Ρούσαλκα» πριν από μερικά χρόνια στη Λυρική Σκηνή οι αντιδράσεις στο πολυσυζητημένο ομοφυλοφιλικό φιλί του Πρίγκιπα μετέτρεψαν ένα κατά κοινή ομολογία κακό σκηνικό ανέβασμα σε θέμα συζήτησης της σεζόν, το οποίο μάλιστα κατάφερε να υπερβεί τα σύνορα της χώρας μας.
Από την άλλη, το «κόψιμο» του φιλιού μεταξύ ευγενούς και υπηρέτη που επιβλήθηκε από την κρατική τηλεόραση στο πρώτο επεισόδιο του σίριαλ του BBC «Downton Abbey» πριν από λίγες μόλις ημέρες, συνιστά ακόμη ένα κρούσμα λογοκρισίας και μάλιστα με αφορμή ένα θέμα που έχει ασφαλώς πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί ταμπού.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ