Αν η Λιούμποφ του Τσέχοφ αναγκάστηκε να αποχαιρετήσει τα δέντρα του αγαπημένου της περιβολιού λίγο προτού αυτά κοπούν οριστικά για την ανέγερση εξοχικών κατοικιών, η Εϊρεν, επιστρέφοντας και αυτή στο σπίτι της έπειτα από χρόνια απουσίας στο εξωτερικό, ακούει τις μπουλντόζες να γρυλίζουν έτοιμες να ξυρίσουν τα πάντα: στη θέση της βίλας της θα φυτευθούν τώρα χιλιάδες συνθετικές βυσσινιές που θα στολίζουν το πάρκινγκ του γειτονικού εμπορικού κέντρου.
Η σημερινή αστική τάξη, όπως η παλαιότερη αριστοκρατική του «Βυσσινόκηπου», βλέπει κι αυτή, ανήμπορη να παρέμβει, την περιουσία της να ισοπεδώνεται. Από τα καρποφόρα δέντρα στα μαζικά θέρετρα και από εκεί στα μεγαθήρια του καταναλωτισμού με τα πλαστικά ομοιώματα δέντρων, ο κύκλος χρειάστηκε έναν αιώνα τσιμέντου και «ανάπτυξης» για να κλείσει.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τους λογαριασμούς της οικογένειας που παραμένουν ανοιχτοί. Τα φαντάσματα του παρελθόντος αναδύονται από τα σκοτεινά, στάσιμα και δυσώδη νερά της πισίνας που κανένας δεν φρόντισε να ανανεώσει. Και δεν είναι μόνο ο μικρός γιος τής Εϊρεν που πνίγηκε σ’ αυτήν πριν από χρόνια. Σιγά σιγά συνειδητοποιούμε ότι πολλά ακόμη φαντάσματα κρύβονται στα θεμέλια της εγκαταλελειμμένης πολυτελούς κατοικίας. Θύματα του ολοκληρωτικού καθεστώτος που βασανίστηκαν εκεί και άφησαν στα υπόγεια την τελευταία τους πνοή…
Η φαντασία του ουρουγουανού συγγραφέα καλπάζει. Παίρνει τον «Βυσσινόκηπο» ως αφετηρία και τον μετατρέπει σε τόπο πολιτικών εγκλημάτων –μια αλληγορία για όλες τις θηριωδίες που γέννησε η ανοχή της αστικής τάξης. Ποιοι γνωρίζουν και ποιοι προτιμούν να κάνουν τα στραβά μάτια; Αν η Εϊρεν καταφεύγει στο αλκοόλ –ενώ οι υπόλοιποι πασχίζουν να της κρύψουν την αλήθεια -, τα παιδιά της μοιάζουν αποφασισμένα να φτάσουν στον πάτο του μυστηρίου, να φέρουν τα επώδυνα μυστικά στο φως.
Οσο περισσότερο ο συγγραφέας βάζει τους ήρωες να σκάβουν, όμως, τόσο περισσότερο χάνει τον έλεγχο και εκτίθεται. Πλησιάζοντας προς το τέλος όλα αρχίζουν να μοιάζουν με κακόγουστη φάρσα. Ο θείος δεν αποκαλύπτεται μόνο ως αρχιβασανιστής – ανακριτής του καθεστώτος, σκηνοθέτης των λουτρών αίματος μετά μουσικής (κατά προτίμηση Φρανκ Σινάτρα), αλλά και διεστραμμένος απόγονος των φασιστών του Σαλό που κακοποιούσε τον ανιψιό και τους υποτακτικούς του, κατά προτίμηση τον Τάβιο, νεαρό πρώην δάσκαλο του νεκρού γιου της οικογένειας. Η μάνα, όταν δεν λαχταράει να ξεφορτωθεί τον (ζωντανό) ανάπηρο γιο της που την ταλαιπωρεί, βλέπει σε όραμα τον εαυτό της να βαδίζει στα ίχνη θρησκευτικών μαρτύρων στο Κίεβο, παρέα με μια αγέλη λύκων.
Ο σαδιστής θείος, που τους εκβιάζει και τους απειλεί όλους, προσπαθεί να δηλητηριάσει τον ανάπηρο γιο, ο οποίος πληρώνει το τίμημα της αντίστασής του με μια κομμένη γλώσσα. Η κόρη, με πολλά χαλαρωτικά κοκτέιλ ουσιών στις φλέβες της, πακετάρεται για το άσυλο. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο τέρας;» ρωτάει τον θείο γεμάτος τύψεις για τη συνενοχή του ο Τάβιο, που καταλήγει πάνω στον ανθόσπαρτο βατήρα να κοιτιέται στα σκοτεινά νερά της πισίνας υπό τους ήχους του «Strangers in the night», βαθιά προβληματισμένος για το κακό μέσα του.
Οικογενειακό θρίλερ με προφανείς συμβολισμούς, μεταφυσικές ανησυχίες και μελοδραματικούς διαλόγους, γκροτέσκα σαπουνόπερα με κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, όπως και να το χαρακτηρίσει κανείς το «Κίεβο» έχει νόημα θεατρικά μόνο αν είναι κανείς διατεθειμένος να το πάει στα άκρα: να παίξει με τα είδη, να υπερτονίσει τις αντιθέσεις, να εκμεταλλευθεί γόνιμα τα ευτελή στοιχεία και προπαντός να μην το αντιμετωπίσει σαν ψυχολογικό δράμα, με απόλυτη σοβαρότητα απέναντι σε όσα λέγονται και διαδραματίζονται.
Η Ελένη Σκότη έπεσε σε αυτήν ακριβώς την παγίδα: έμεινε πιστή στον απόλυτο ρεαλισμό από την αρχή ως το τέλος. Οι σύντομες εξαιρέσεις «αφαίρεσης» σε τρία-τέσσερα στιγμιότυπα, π.χ. το τσίμπημα της μέλισσας, δεν αρκούν για να αναιρέσουν τη βασική κατεύθυνση –ίσα ίσα υπενθυμίζουν πόσο απαραίτητο θα ήταν ένα ουσιαστικότερο και λιγότερο βαρύγδουπο υφολογικό «ψάξιμο». Δύο ώρες ρεαλιστικά παιγμένου δράματος είναι αδύνατον να τις αντέξει κανείς: δεν είναι μόνο ότι αυτό φαντάζει υπερβολικά ξεπερασμένο, είναι και ότι τόση αφοσίωση στη «στρέιτ» σκηνοθετική αφήγηση δεν δικαιολογείται τελικά από ένα τόσο προβληματικό, γεμάτο ευκολίες, κείμενο.
Ολο το βάρος πέφτει φυσικά στους ηθοποιούς που φέρουν εις πέρας την αποστολή τους όσο πιο ευσυνείδητα μπορούν. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, ιδιαίτερα πειστική ως Εϊρεν, βγάζει όλη τη νεύρωση, τον ναρκισσευόμενο εγκλωβισμό αλλά και το μελοδραματικό προσωπείο της ηρωίδας που «ήρθε για να πληρώσει με πόνο». Ο Στάθης Σταμουλακάτος ως θείος επιλέγει εύστοχα ένα φινίρισμα επιτηδευμένης ευγένειας για να τυλίξει τη γλοιώδη φύση του ήρωα. Συμπαθείς η Ηλιάνα Μαυρομάτη ως αθώο θύμα και ο Δημήτρης Λάλος ως αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της βίας, ενώ εξαιρετικός αποδεικνύεται ο Γιάννης Λεάκος στον ρόλο του κακοποιημένου, καταπιεσμένου, οργισμένου, ημιπαράλυτου γιου που εκτοξεύει τα βέλη του σαν πληγωμένο ζώο.
Οι καλές ερμηνείες κρατούν ως ένα σημείο την προσοχή μας, δεν μπορεί όμως να μην αναλογιστεί κανείς τη σπατάλη του υποκριτικού ταλέντου σε μια παράσταση που παίρνει υπερβολικά στα σοβαρά τον εαυτό της ενώ όλα της υποδεικνύουν το αντίθετο.
Σημείωση: Το κοινό μπορεί να πληροφορείται ποια ηθοποιός θα υποδυθεί τον ρόλο της Εϊρεν (η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ή η Φιλαρέτη Κομνηνού) σε συγκεκριμένη βραδιά επικοινωνώντας με το θέατρο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ